Όταν η συμφωνία γίνεται θηλιά στον λαιμό, το όνειρο στοιχειώνει την ελπίδα, εκεί…στην άκρη του Glengarry Glen Ross! «Οικόπεδα με θέα», του David Mamet, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη

 

Glengarry Glen Ross! Έτσι ονομάζεται το δράμα του David Mamet που κέρδισε βραβείο Pulitzer το 1984. O Μamet αφιέρωσε το Glengarry Glen Ross στον μεγάλο Harold Pinter, ο οποίος μεσολάβησε ώστε το έργο να κάνει πρεμιέρα στο National Theatre του Λονδίνου στις 21 Σεπτεμβρίου 1983. Ο Mamet θεωρείται ένας από τους πιο δραστήριους Αμερικανούς συγγραφείς και κινηματογραφιστές με αρκετές υποψηφιότητες για βραβείο Tony, σημαντικά μεγάλες εμπορικές επιτυχίες στον κινηματογράφο και έντονη επιρροή στο αμερικανικό πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Οικόπεδα με θέα! ‘Ένα διάπυρο διήμερο μιας βασανιστικής καθημερινότητας τεσσάρων προσώπων, παγιδευμένων στον  ιστό του Αμερικάνικου ονείρου∙ ο Mamet μεταφέρει μέσω των τεσσάρων πωλητών οικοπέδων με θέα τη δική του εμπειρία ως υπάλληλος κτηματομεσιτικού γραφείου και ιχνηλατεί με τρομακτικό ρεαλισμό την υπέρβαση των ορίων της επαγγελματικής δεοντολογίας αλλά και τον τρόπο που εκφυλίζεται ο ανθρώπινος ψυχισμός μέσω της ανάγκης για κέρδος.

Ταυτόχρονα, ο Mamet με το ιδιαίτερα διερευνητικό του βλέμμα αποκαλύπτει σταδιακά την ανθρώπινη απόγνωση και τον τρόμο μπροστά στη βίαιη εξόντωση  του αύριο και του οράματος ελπίδας, που ωθεί τον άνθρωπο στο χείλος του γκρεμού και της καταστρατήγησης κάθε αξιακού πλαισίου∙ πίσω από τον κυνισμό και την ανηθικότητα που δεσπόζουν και καθοδηγούν επιλογές και συμπεριφορές χάσκουν ορθάνοιχτες πληγές, οδύνη, πάθη και όλεθρος που στην ουσία κινούν αδυσώπητα τα νήματα των ανθρωπίνων έργων.

Ως εκ τούτου, η σκηνοθετική οπτική του Νικορέστη Χανιωτάκη ακροβατεί με ιδιαίτερη σύνεση και δεξιότητα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι∙ διαχειρίζεται με ενσυναίσθηση το κάτοπτρο του είναι, το οποίο συνιστά μια αμείλικτη και βάναυση πραγματικότητα για τα τέσσερα πρόσωπα, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα μια ορμητική και βίαιη διείσδυση στο κάτοπτρο του φαίνεσθαι.

Η σκηνική παρουσίαση τοποθετεί το φαίνεσθαι σε μια στατική παράταξη των προσώπων κατά την έναρξη της παράστασης, η οποία εκθέτει άμεσα και στυγνά τα πρόσωπα και τις προαιρέσεις αυτών απέναντι στο κοινό, ενεργοποιώντας τη διαλεκτική διαδικασία και την τέχνη του θεάσθαι. Κατόπιν, το είναι απλώνεται αμείλικτο και καταιγιστικό στο σκηνικό του κτηματομεσιτικού γραφείου, με ταχεία εναλλαγή σκηνών, εντάσεων και διαλόγων, όπου κορυφώνονται οι συγκρούσεις και επέρχεται η τελική λύση, ως κάθαρση αφήνοντας ανοιχτό και μετέωρο ένα τεράστιο κενό, ένα τεράστιο χάσμα.

Η σκηνοθετική οπτική συγχωνεύει τα βιώματα του φαίνεσθαι και του είναι, δημιουργώντας ένα θέατρο «της ζωής», υφαίνοντας με ρεαλισμό, σθένος, νεύρο και βάθος μια περίτεχνη σκηνική συγκεκριμενοποίηση και μια μελέτη χαρακτήρων∙ η σκηνοθετική ματιά αναστοχάζεται τις σημασίες του κειμένου και αναπλάθει ένα υπερχρονικό, διατοπικό σκηνικό αποτέλεσμα, αξιοποιώντας το ψυχικό υλικό των προσώπων.

Ως εκ τούτου σκιαγραφείται με εσωτερική διαύγεια το μονοπάτι που ακολουθεί κάθε πρόσωπο, από την απόγνωση στην παραβατική πράξη, την απώλεια της έννοιας ευθύνης, τη ματαίωση, το πένθος, το κενό. Η αίσθηση της οδύνης εντείνεται και αντικατοπτρίζει με αιχμηρό και κυνικό τρόπο τις προσωπικές κραυγές των προσώπων∙ η σκηνοθεσία διαχειρίζεται τις εντάσεις αυτές απελευθερώνοντας μια αύρα ιλαρότητας μέσω διάσπαρτων διαλογικών παρεμβάσεων που προκαλούν γέλιο και επενδύουν το απότομο, νευρώδες, σύντομο και κυνικό ύφος του γνωστού Mamet speak. Ωστόσο φαίνεται πως δεν ταίριαζαν σε κάθε περίσταση, καθώς ενίοτε αποσυντονιζόταν η μέθεξη και η ταύτιση του κοινού με το δρων βίωμα.

Το συγκεκριμένο δρων βίωμα γίνεται αντικείμενο υποκριτικής διεργασίας από έναν σημαντικό θίασο με σημαντικές περγαμηνές∙ ο Γιάννης Μπέζος ως  Levene, κυριαρχεί με άνεση, ενσυναίσθηση, υποκριτική γνώση και αυτογνωσία στη σκηνή και προσπαθεί να ξαναγίνει, ματαίως, η «μηχανή» πώλησης οικοπέδων με θέα. Ο Γ. Μπέζος ερμηνεύει με την απαράμιλλη υποκριτική δεξιότητα που τον χαρακτηρίζει κάθε μετάπτωση του Levene, από τον κυνισμό στη ματαίωση, από την απειλή στην προσωπική συντριβή, από την ανενδοίαστη έπαρση στην τελική πτώση.

Ο Άρης Λεμπεσόπουλος ως Aaronow διαχειρίζεται με ιδιαίτερη συνέπεια και ενδελέχεια έναν χαρακτήρα χωρίς μεγάλες εντάσεις, προβάλλοντας ωστόσο μέσω της βαθιάς γνώσης του ρόλου κάθε συναισθηματική προοπτική∙ ο Α. Λεμπεσόπουλος σηματοδοτεί με ρεαλιστική αποδοχή και σισύφεια στωικότητα το τέλος της παράστασης, αφήνοντας στη σκηνή ένα πέπλο πίκρας και απομάγευσης του οράματος.

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς, έξοχος και διεισδυτικός, ενσαρκώνει με τη δέουσα ένταση και το αρμόζον πάθος τον Moss και το σκοτεινό του σύμπαν, κάμπτοντας κάθε φραγμό αξιών και προσωπικής ευθύνης. Ο Θ. Κουρλαμπάς χαρίζει μια ολοκληρωμένη εικόνα του αδίστακτου μεσίτη, έχοντας επεξεργαστεί και αποκωδικοποιήσει με συνέπεια κάθε πτυχή του ρόλου.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου, ένας εξαιρετικός Roma, ενστερνίζεται σε απόλυτο βαθμό τη ρήση ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και ζει ανενδοίαστα το δικό του «θέατρο» με σκοπό το κέρδος και τις πωλήσεις∙ ο Μ. Παπαδημητρίου διαχειρίζεται με υποκριτική δεξιότητα κι ευθυβολία έναν σαθρό ανθρώπινο χαρακτήρα που καταστρατηγεί συνειδήσεις, εκμεταλλεύεται τον πόνο του συνανθρώπου, παραβιάζει αξιακά πρότυπα, συμφωνίες και ηθικές δεσμεύσεις.

Ο Γιάννης Δρακόπουλος, ως Lingk, ο εύπιστος και έντιμος πελάτης, αξιοποιεί το υποκριτικό του ταλέντο με σθένος και συνέπεια∙ ο τρόπος που χειρίζεται τον ολιγομίλητο χαρακτήρα του πελάτη, η κινησιολογία και οι εκφράσεις του προσώπου του, συμπληρώνουν τη συντριβή του, τη ματαίωση και το κρίμα που βιώνει.

 

Έκλαψε πολύ εκείνο το σκοτεινό απόγευμα αφήνοντας πίσω του το άδειο γραφείο…ήταν ο πόλεμος που έκαψε το γιασεμί…το λευκό γιασεμί που ομόρφαινε τη μέρα του…δίπλα στη φωτογραφία της κοπέλας με το χαμόγελο του ήλιου…ήταν ο πόλεμος και τα σπασμένα σπίτια, τα σπασμένα χρόνια, οι σπασμένες χαρές που χάραξαν τη μοίρα μια μέρα δίχως έλεος.

Πεντέλη, 27042023