«Τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο» της Marta Buchaca, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά. Θέατρο 104.

Νίνα Λαμπριανίδου, Βάγια Ματαφτσή, Αντώνης Γιαννακός (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)
Νίνα Λαμπριανίδη, Βάγια Ματαφτσή, Αντώνης Γιαννακός (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)

 

Σε βάθη απροσμέτρητα ψυχής φώλιασαν σκοτάδια αλλόκοσμα και λαίμαργα, αναζητώντας να γίνουν πένθος και αίμα, για μια δικαίωση που πνίγηκε χωρίς να βρει αθανασία…

Σκηνικό νοσοκομείου· τρεις καρέκλες σε μια αίθουσα αναμονής, γκρίζες σαν το γέρμα της νιότης και του έρωτα, γκρίζες σαν τα θλιβερά μαντάτα που πλησιάζουν, φόβοι ανομολόγητοι ενός τέλους αναπόφευκτου. Τρεις γκρίζες καρέκλες που γίνονται θέατρο μιας τραγωδίας, μπλεγμένης στου κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν,
υφαίνοντας τον μόρο πάνω στο πεπρωμένο έξη προσώπων.

Σκηνικό ασφυξίας· τρία τραγικά πρόσωπα ξενυχτούν σε αχλή οδύνης, αναπνέοντας αγωνία, ασφυκτιώντας στα γκρίζα τείχη της αίθουσας αναμονής, στα γκρίζα τείχη που μαύρισαν το χάδι πριν γίνει ρόδο. Τρεις τραγικές φιγούρες ανθρώπων που κρένουν και ενώνουν τους λυγμούς τους για τρία αγαπημένα πρόσωπα που κείτονται, σκιές, στην όχθη του θανάτου.

Σκηνικό μιας κοινής μοίρας· μια κοινή μοίρα κλώθει και κεντά σάβανα μιας χαμένης χθεσινής μέρας, που ξέχασε να ευλογεί. Σχέσεις ανθρώπων τυλίγονται ολέθρια και καταπίνουν ζωές, αλήθειες και πάθη, αφήνοντας να χαίνουν αιματοβαμμένες ανοιχτές πληγές· πληγές που πνίγουν γέλια παιδικά, πατρικές αγκαλιές και χάδια ερωτικά, για πάντα χαμένα.

Είναι η αλλόκοτη μοίρα των ανθρώπων που ενώνει, στο βάθος της φυγής, τα χτυποκάρδια μιας μητέρας, μιας κόρης και ενός εραστή· η Τζούλια, η Σάρα και ο Τόνι δένονται μεταξύ τους με οιμωγές φρίκης μέσα στην αίθουσα αναμονής, αναζητώντας λύτρωση, κάθαρση και απαντήσεις. Η κοινή μοίρα δεσπόζει ορίζοντας την ύπαρξη των τριών προσώπων αλλά, παράλληλα, και τριών δικών τους που βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου, της δωδεκάχρονης Άννας, του συνταξιούχου Ζουζέπ και της νεαρής καθηγήτριας Λύδιας που βρέθηκαν συνοδοιπόροι προς άγνωστο προορισμό.

Η περιπλοκότητα, η αβεβαιότητα και η ευαλωτότητα των  – κάθε λογής – ανθρωπίνων σχέσεων, ως διαχρονικού και προπατορικού διακυβεύματος διερεύνησης, συνιστά το  θεματικό κέντρο του ρεαλιστικού έργου Τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο της Marta Buchaca. Ο οιονεί ιλαρός και αινιγματικός τίτλος καρφώνει ανελέητα στον σταυρό του  μαρτυρίου τη σημασία που οριοθετεί το κοινό ταξίδι της Άννας, του Ζουζέπ και της Λύδιας προς το άγνωστο· φυγή από έναν κόσμο αποκλεισμού, απειλής, ασφυξίας, ανελευθερίας, ματαίωσης και ολέθρου, όπου το «άγνωστο» σηματοδοτεί μια ελπίδα ζωής, με το «γνωστό», τη ζώσα πραγματικότητα, σαν έρεβος, να καταδιώκει την ύπαρξη.

Νίνα Λαμπριανίδη (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)
Νίνα Λαμπριανίδη (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)

Η σκηνοθετική οπτική του Θοδωρή Βουρνά αναμοχλεύει αριστοτεχνικά τους συμβολισμούς, τις ανεπαίσθητες εικόνες, τις τρομακτικές εσωτερικές κραυγές και τις εξωτερικές εντάσεις, για να δημιουργήσει με θαυμαστό τρόπο μια διττή αλήθεια· ο σκηνοθέτης κεντά έναν ιστό που ανασαλεύει τα πάθη, το μένος και τη μήνι των ανθρώπων, πλάθοντας με ενσυναισθητική έμπνευση, στο πλαίσιο σταδιακής και εξελικτικής κορύφωσης, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Η σκηνοθετική αλήθεια ακροβατεί ευρηματικά και ισορροπεί οραματικά πάνω στην κόγχη του νομίσματος, φωτίζοντας τη γυμνότητα κάθε όψεως· με λιτότητα και γοητεία αποκαλύπτει αναπηρίες, φθορές και ματαιώσεις που μπλέκονται, καθώς γίνονται αφόρητα ουρλιαχτά έξη ανθρώπων, δεμένων σε μια αμείλικτη τραγωδία.

Η ροή της παράστασης διέπεται από δομή, με την εξέλιξη να κορυφώνεται σταδιακά στην τελευταία σκηνή· ο σκηνοθέτης φωτίζει στοχευμένα σχεσιακές πολυπρισματικές όψεις με σύντομες, λιτές, γυμνές αλλά έντονες εκρήξεις συναισθηματικής έξαψης, δίδοντας έμφαση στην επικοινωνία – και την κοινωνία –  των σημασιών.

Η διερεύνηση του αγνώστου μέσα από το άγριο φτεροκόπημα των ματαιώσεων συντελείται με σεβασμό στο άγνωστο, το αινιγματικό και το αμφίσημο, στοιχεία που δεσπόζουν και απλώνονται επιβλητικά στη σκηνή λίγο πριν πέσει η αυλαία – αφήνοντας τη ζάλη των ερωτημάτων να περιδινείται απειλητικά· είναι η ζάλη εκείνη που ερωτοτροπώντας με έναν λόγο αμείλικτο – στον οποίο ο σκηνοθέτης δίδει ζωή μέσω της σκηνικής λιτότητας –  εξάπτουν τη μέθεξη του κοινού προς την κοινωνία των τραυμάτων και των ματαιώσεων των έξη τραγικών προσώπων.

Η παράσταση ξεκινάει in medias res, με πλοκή που εξελίσσεται μπροστά και πίσω από ένα παραπέτασμα, την πόρτα της εντατικής, με τα τρία βουβά πρόσωπα να ορίζουν ενεργά, μέσω της συμπεριφοράς και των αντιδράσεών τους, την εξέλιξη των γεγονότων. Σκηνοθετικά, τα τρία πρόσωπα που κυριαρχούν μπροστά από το παραπέτασμα βρίσκονται στην πιο διάπυρη στιγμή τους· οι πολλαπλές μεταπτώσεις των τριών προσώπων ερμηνεύονται  με ενάργεια και έντονη συναισθηματική φόρτιση, καθιστώντας, πάραυτα, διακριτή κάθε πτυχή του κάθε ρόλου.

Η σκηνοθετική οπτική ενώνει ρόλους σκληρά αντιφατικούς σε μια μοίρα κοινή, όπου καθένας έρχεται τρομακτικά αντιμέτωπος με τη δική του αλήθεια – κι αυτό ισχύει για τα πρόσωπα που βρίσκονται τόσο μπροστά όσο και πίσω από το παραπέτασμα της εντατικής· συντελείται, συνεπώς μια κορύφωση τριών διαφορετικών ιστοριών που ορίζεται από τα έξη πρόσωπα, ενώ η ταχεία ροή των σκηνών και η απροσδόκητη εξέλιξη απογειώνουν το σκηνοθετικό αποτέλεσμα.

Βάγια Ματαφτσή (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)
Βάγια Ματαφτσή (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)

Το χρονικό σημείο όπου η μητέρα, Βάγια Ματαφτσή, αδειάζει με μένος και θόρυβο την τσάντα της πάνω στην ψυχρή, μεταλλική καρέκλα της αίθουσας αναμονής σηματοδοτεί το ξέσπασμα της δράσης, προοιωνίζοντας τη σφοδρότητα των συγκρούσεων· μια κίνηση εκρηκτική, συμβολική,  καθώς ξεθάβοντας ορμητικά από μέσα της απωθημένα, πάθη, πανικούς, προκαταλήψεις, ματαιώσεις, τα φέρνει στο φως, τα θέτει πάνω σε μια αληθινή θεατρική σκηνή, εκεί που οι μάχες είναι μοιραίες και συντριπτικές.

Η Βάγια Ματαφτσή, ερμηνεύει με υποκριτική δεινότητα τη Τζούλια, μητέρα της δωδεκάχρονης Άννας· η Τζούλια πνίγεται στις δικές της εμμονές, απομυζώντας τη νιότη, την παιδικότητα και την ελευθερία της Άννας, που κλείνει ερμητικά το στόμα της στη μητέρα σε μια συναισθηματικά ακραία αλλά συνειδητή πράξη ελευθερίας και αντίδρασης – αναγκαίας για την οικονομία του έργου.

Η  Βάγια Ματαφτσή διαχειρίζεται με αριστοτεχνική αμεσότητα και σθένος τη σπασμωδικότητα, τη συγκρουσιακή ένταση, την εξωστρέφεια και την οδύνη που συνεπάγεται ο ρόλος της μητέρας, φωτίζοντας με τον αρμόζοντα ρυθμό και την κατάλληλη κίνηση τις συναισθηματικές της μεταπτώσεις· η μητέρα είναι εκείνη που κρύβει αλλά και εκείνη που τελικά αποκαλύπτει τη μυστηριώδη σημασία του τίτλου, «τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο» – μια φράση γεμάτη προκατάληψη, αφετηρία αποξένωσης και καθολικής μοναξιάς.

Είναι η εμμονή αυτή που καρατομεί την ελευθερία σκέψης και δράσης σε ένα ευρύ επίπεδο σχέσεων· μια εμμονή που οδηγεί, τελικά, στο αιματηρό σπάσιμο των δεσμών και την απουσία σχέσης – ειδικά σε σχεσιακά πρότυπα τόσο δυνατά και πρωτογενή όπως οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών και ερωτικών συντρόφων.

Η Νίνα Λαμπριανίδη, ως Σάρα, εσωστρεφής κόρη του Ζουζέπ, ασφυκτιά και βασανίζεται, νιώθοντας βαριά τη γονεϊκή εγκατάλειψη και απουσία· βιώνει τους δικούς εφιάλτες, τα δικά της παιδικά τραύματα που τη φέρνουν κοντά με την Άννα σε ένα παράξενο ταξίδι ζωής και θανάτου. Η τρυφερή Σάρα είναι το πρόσωπο που ξεκλειδώνει τον λόγο της κόρης όταν εκείνη συνέρχεται από το κώμα – συμβολικά και κυριολεκτικά – γεφυρώνοντας την επαφή με την πλοκή· στην ουσία η Σάρα αναγνωρίζει στην Άννα μνήμες μιας παιδικής οδύνης και γίνεται για λίγο η κόρη Άννα, δίνοντας διέξοδο στο μικρό κορίτσι να εξωτερικεύσει κραυγές συσσωρευμένης απόγνωσης και απελπισίας – και μέσα από εκείνη να ανακουφίσει και η ίδια η Σάρα τη βαθιά οργή της.

Η Νίνα Λαμπριανίδη καταπίνει τα άηχα ουρλιαχτά της, την ώρα που παλιές αμαρτίες και θανατηφόρες πληγές χάσκουν ανοιχτές, λαχταρώντας καταλλαγή και θεραπεία στην ανάγνωση βιβλίων, ζώντας μέσα από τις ζωές των άλλων· η Νίνα Λαμπριανίδη καθιστά εμφανή την εσωτερική ανάγκη της Σάρας να  δαμάσει ορμητικές επιθυμίες θανάτου, ορμητικές αισθήσεις απώλειας και εγκατάλειψης, ερμηνεύοντας με εσωτερικότητα, βάθος και συνέπεια μια ψυχή ταραγμένη με πολλαπλές και αντιφατικές συναισθηματικές μεταπτώσεις, εκρηκτικά ξεσπάσματα, οιμωγές αλλά και ελπίδα, απαλύνοντας και καταπραΰνοντας τις εντάσεις του τριγώνου.

 

Αντώνης Γιαννακός (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)
Αντώνης Γιαννακός (φωτογραφία: Γιώργος Γιαννίμπας)

Ο Αντώνης Γιαννακός, ως Τόνι εμφανίζεται ως τρίτο πρόσωπο, συμπληρώνοντας το τρίγωνο με μια παρουσία αινιγματική, αμφίσημη και καταλυτική, διανύοντας τη δική του πορεία μέχρι τη φρίκη της αυτεπίγνωσης. Ο Αντώνης Γιαννακός φοράει κατάσαρκα τον ρόλο του Τόνι, ερμηνεύοντας με τον δέοντα ρυθμό και έντονη σκηνική παρουσία έναν ρόλο δύσκολο που βάλλεται από τα δύο άλλα πρόσωπα, καθώς στο ανδρικό του πρότυπο προβάλλονται ματαιώσεις, μένος, οργή, περιφρόνηση, την ώρα που εκείνος βιώνει με υποκριτική αρτιότητα τα προσωπικά του αδιέξοδα.

Ο Αντώνης Γιαννακός πνίγεται μέσα στο πέλαγος της ψυχής του, χάνει τα σύνορα του εαυτού του, αναπνέοντας την κάθε του εσωτερική φρίκη με δέος και οδύνη, διαχειριζόμενος με εξαιρετική δύναμη τις μεταπτώσεις και τα, ενίοτε, αλλόκοσμα ξεσπάσματα. O Αντώνης Γιαννακός άλλοτε τρυφερός κι ερωτικός, άλλοτε προσβλητικός, κυριαρχικός και σατανικός, πάλλεται συναρπαστικά, με ιδιαίτερη φόρτιση, με το άλλο κομμάτι του εαυτού του βιώνοντας, μέσα από τη σύγκρουση με τον εαυτό του την πορεία προς τον Άδη.

Τα σκηνικά της Ελεωνόρας Καραβάνη αποδίδουν την ψυχρότητα μιας αίθουσας αναμονής που αποπνέει την εγκυμονούσα προσμονή του τέλους, στοιχείο που ενσωματώνει δημιουργικά τις παρεμβάσεις στους φωτισμούς της  Σεμίνας Παλεξανδροπούλου. Η μετάφραση των Μαρίας Χατζηεμμανουήλ – Δημήτρη Ψαρρά μεταφέρει αυτούσια τα νοήματα και τις σημασίες κάθε σκηνής  του σπουδαίου –  και βραβευμένου – αυτού έργου της Marta Buchaca, ενισχύοντας την μέθεξη των θεατών.

Τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο! Στο θεμέλιο αυτής της, ενίοτε εμμονικής, άρνησης δομείται ένας παραλογισμός που συχνά λειτουργεί κακοποιητικά, γκρεμίζοντας κάθε δίαυλο επικοινωνίας. Η θραύση των επιθυμιών προκαλεί μικρούς θανάτους, η οδύνη των οποίων συχνά οδηγεί σε μικρές αναστάσεις, μετά από αιματηρή πάλη με τα στοιχειά της ψυχής μας και με τον άλλον, ειδικά όταν η – συχνά – αγαπημένη παρουσία του κατακαίει βασανιστικά τις σάρκες μας.

Μια μικρή ζωή κι ένας μικρός θάνατος συνομιλούν ακόμη κι όταν εμείς δεν τους βλέπουμε, ούτε τους ακούμε, σε κάθε ανατολή και σε κάθε δύση της ζωής μας· κείτονται πέρα εκεί, στο μικρό χάος που όλοι φυλάμε μέσα μας και μας κοιτούν, άλλοτε τρυφερά, άλλοτε απειλητικά, χαϊδεύοντας κάθε μας ανάσα, κάθε μας λογισμό. Κι εκεί, στο χάσιμο του χρόνου, μέσα από μνήμες που φτεροκοπούν αλλόκοσμα και μαγικά, εμείς κερνάμε τον καιρό κρασί, λησμονικό της πίκρας, για μέρες νηπενθείς που θα προσμένουμε για πάντα…

 

Λία Τσεκούρα

Πεντέλη, 08-02-2022