«Σεσουάρ για δολοφόνους» των Bruce Jordan και Marilyn Abrams, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη

Σκηνές από την παράσταση του έργου "Σεσουάρ για δολοφόνους" (φωτογραφία: Γιώργος Καλφαμανώλης)
Σκηνές από την παράσταση του έργου "Σεσουάρ για δολοφόνους" (φωτογραφία: Γιώργος Καλφαμανώλης)
Σκηνές από την παράσταση του έργου “Σεσουάρ για δολοφόνους” (φωτογραφία: Γιώργος Καλφαμανώλης)

 

«Σεσουάρ για δολοφόνους»

Των Bruce Jordan & Marilyn Abrams

Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης

Θέατρο «Λαμπέτη».

Shear Madness! Ένα hair salon, έξη πρόσωπα που βρέθηκαν την πιο ακατάλληλη στιγμή στον πιο κατάλληλο χώρο, σκοτεινές επιθυμίες, ψαλίδια, ερωτικά ραβασάκια, σεσουάρ, επώνυμες ρόμπες και στο βάθος το 1ο κοντσέρτο για πιάνο του Tchaikovsky που καλύπτει με τη σαγήνη του ένα φρικτό φονικό!

 

Scherenschnitt oder Der Mörder sind Sie! Αυτή είναι η άκρη του νήματος που καταλήγει σήμερα, Δεκέμβριο του 2022, στο θέατρο «Λαμπέτη»! Πρώτος ο Γερμανός Paul Pörtner συγγράφει το 1963 ένα θεατρικό έργο μυστηρίου που σε ελληνική μετάφραση αποδίδεται ως Κούρεμα με το ψαλίδι ή οι δολοφόνοι είστε εσείς, το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το εν λόγω δράμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια διαδραστική παράσταση που ορίζει τον θεατή ως ρυθμιστικό παράγοντα και – κατ΄επέκταση – ως καταλύτη στην εξέλιξη και κατάληξη της υπόθεσης.

Στον απόηχο της επιτυχίας του Scherenschnitt oder Der Mörder sind Sie, οι Αμερικανοί συγγραφείς Bruce Jordan και Marilyn Abrams αγοράζουν τα δικαιώματα και παρουσιάζουν στη Βοστώνη τον Ιανουάριο του 1980 το έργο Shear Madness, μια αμερικανική διασκευή του πρωτότυπου γερμανικού έργου.

Το Shear Madness μεταφράστηκε σε 11 γλώσσες και παίζεται σε πολλές χώρες του κόσμου, ενώ σύμφωνα με το βιβλίο Guinness συνιστά τη «μακροβιότερη παράσταση στην ιστορία του Αμερικανικού Θεάτρου». Στην Ελλάδα ανέβηκε πρώτη φορά στις 27 Οκτωβρίου 1999 στην Αθήνα, στο Θέατρο «Αποθήκη» με τον τίτλο «Σεσουάρ για δολοφόνους», σε διασκευή Θοδωρή Πετρόπουλου και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη∙ η παράσταση παίχτηκε ανελλιπώς έως το 2012 με διαφορετικούς θιάσους και θεωρείται η μακροβιότερη παράσταση που ανέβηκε ποτέ στην Ελληνική θεατρική σκηνή.

Το Σεσουάρ για δολοφόνους είναι αποτέλεσμα μιας ευφυούς ιδέας, ενός ευφυούς και μυστηριώδους παιχνιδιού που στόχο έχει να εισάγει τον θεατή στο είναι του έργου με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό και ιδιαίτερο∙ η μέθεξη του κοινού γίνεται πλέον in vivo, καθιστώντας την πλατεία του θεάτρου μια πολυπληθή αίθουσα ανάκρισης.

Η πλοκή εξελίσσεται σε ένα hair salon και αφορά τον φόνο της σπιτονοικοκυράς του κομμωτή – manager του κομμωτηρίου∙ μόλις γνωστοποιείται η δολοφονία, οι υποψίες βαρύνουν τον κομμωτή, τη βοηθό του και τους πελάτες που «έτυχε» να βρίσκονται στο κομμωτήριο εκείνη την ώρα, ενώ δύο αστυνομικοί που βρίσκονταν στον χώρο αναλαμβάνουν τη λύση του μυστηρίου. Οι θεατές μέσω αλληλεπίδρασης με τους ηθοποιούς αναζητούν τον δολοφόνο, οπότε σε κάθε παράσταση ο δολοφόνος είναι ένα διαφορετικό πρόσωπο, που ορίζεται κατόπιν ψηφοφορίας του κοινού μετά την κατάθεση των υπόπτων.

Η σκηνοθετική οπτική του Ν. Χανιωτάκη αξιοποιεί  αποτελεσματικά την in vivo σχέση ηθοποιών και πλατείας∙ μυεί το κοινό στο πνεύμα της ενοποίησης πλατείας και σκηνής ήδη από το δεύτερο κουδούνι, όπου εισέρχονται οι ηθοποιοί στη σκηνή και μέχρι το τρίτο κουδούνι τα φώτα της πλατείας είναι ανοιχτά, ακούγεται δυνατή μουσική από το ραδιόφωνο (του κομμωτηρίου) και οι ηθοποιοί «ζουν» μια συνήθη «κομμωτική» καθημερινότητα.

Παράλληλα το κοινό μοιάζει να βρίσκεται μέσα στο κομμωτήριο και να παρακολουθεί τους κομμωτές να περιποιούνται τους πελάτες, ενώ συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου προκαλείται ένα μεγάλο ερωτηματικό στο κοινό και μια αμηχανία, στοιχεία που ενδεχομένως να λειτουργούν ως συνδετικός κρίκος με αυτό που ακολουθεί.

Με το χτύπημα του τρίτου κουδουνιού τα φώτα κλείνουν και αρχίζει η παράσταση∙ τα πρόσωπα συνιστούν οικείους χαρακτήρες για το κοινό και η σκηνοθετική καθοδήγηση αξιοποιεί ευρηματικά τις πινελιές της υπερβολής που ταιριάζουν απόλυτα και απογειώνουν κωμωδίες του συγκεκριμένου είδους. Ως εκ τούτου, οι περσόνες του έργου ταυτίζονται απόλυτα με το ύφος του έργου, σε σημείο που εάν αφαιρέσει κανείς ένα πρόσωπο, το αποτέλεσμα κινδυνεύει να καταρρεύσει.

Ο σκηνοθέτης διαχειρίζεται, με προσοχή στις κρυφές λεπτομέρειες, έναν καταιγισμό πληροφοριών, κινήσεων, γεγονότων, σχέσεων και αλληλεπιδράσεων. Η σκηνή γεμίζει, τεχνηέντως, σταδιακά και χωρίς να γίνει άμεσα αντιληπτό, με πολυάριθμα στοιχεία – άλλα ανεπαίσθητα κι άλλα πομπώδη –  που σχετίζονται με το φονικό, επιβαρύνοντας τα άλλοθι των υπόπτων∙ τα εν λόγω στοιχεία/πειστήρια είναι εκείνα που θα πρέπει κατά την «ανάκριση» να αξιοποιηθούν από το κοινό. Παράλληλα,  τα δεδομένα αυτά επενδύονται με  ζωηρά χρώματα, έντονες και σπιρτόζικες κουβέντες, δυνατές φωνές, γρήγορες και απόλυτα συντονισμένες κινήσεις, άμεσο και ακριβές ατακάρισμα των ηθοποιών, δημιουργώντας το υπόβαθρο της πλοκής και της εξέλιξης της διαδραστικότητας.

Ως εκ τούτου η διαδραστικότητα με το κοινό στο δεύτερο μέρος προκύπτει με έναν τρόπο που αιφνιδιάζει ευχάριστα, δημιουργώντας προσμονή και μεγάλο ενδιαφέρον – χαρίζοντας στον θεατή ένα βίωμα συμμετοχής∙ σκηνή και πλατεία ενώνονται, τα όρια χάνονται και οι θεατές οραματίζονται ότι παίρνουν λίγη – αν όχι όλη – από τη δόξα του Sherlock Holmes, του Hercule Poirot, ή της Miss Marple!

O εξαιρετικός συντονισμός μεταξύ των ηθοποιών διευρύνεται τη στιγμή της σύνδεσης με το κοινό και της ευφυούς διαχείρισης της διαδραστικότητας, ενώ οι συντελεστές αξιοποιούν την «προίκα» τους από παραγωγές κατά βάσει αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα, όπως το Κάψε το Σενάριο∙ ωστόσο, κάποια σχόλια για πολιτικά πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις ενδεχομένως να ακούστηκαν κάπως ασύνδετα με τη ροή της παράστασης και να αποσυντόνισαν το διαδραστικό περιβάλλον.

Ο Ιωάννης Απέργης, ως ο τσαχπίνης κομμωτής Τόνυ είναι απολαυστικός στον ρόλο του, γεμίζει τη σκηνή με το μπρίο του και διαχειρίζεται πανέξυπνα τη σχέση με το κοινό. Η Αρετή Πασχάλη, ως βοηθός – πιστολάκι Σόφη, είναι ακριβώς αυτό που αρμόζει στον ρόλο, ενώ η Κωνσταντίνα Μιχαήλ ως κ. Χατζηπατέρα κάνει δικό της τον ρόλο της ξετσίπωτης, σνομπ κυρίας των βορείων προαστίων.

Ο Ζήσης Ρούμπος, ως ο μυστηριώδης αντικέρ Λεωνίδας Πέτροβας, προσφέρει την υποκριτική του εμπειρία γενναιόδωρα και απολαυστικά, ενώ ο Δημήτρης Μακαλιάς ως ο αστυνομικός Σταύρος Σταυράκος δίνει τον τόνο στο δεύτερο μέρος της παράστασης, κινείται με άνεση εντός και εκτός σκηνής, εντυπωσιακά ετοιμόλογος, έχοντας σε κάθε περίπτωση έτοιμες διάφορες έξυπνες ατάκες που προκαλούν αυθόρμητο γέλιο στο κοινό και «σπάνε τον πάγο». Ο Χάρης Χιώτης, ως ο βοηθός αστυνομικού Πανάγος μεταφέρει στη σκηνή εικόνες από ελληνικό κινηματογράφο και ολοκληρώνει επάξια το σκηνικό αποτέλεσμα.

Η απόδοση και η διασκευή του Θοδωρή Πετρόπουλου, που φέρνει το έργο στα ελληνικά δεδομένα είναι επιτυχής, διευρύνοντας το διαδραστικό παιχνίδι. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Αρετής Μουστάκα είναι πολύχρωμα και έντονα, όπως το ύφος της παράστασης και των χαρακτήρων, οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα δημιουργούν τις αναμενόμενες εντάσεις, ενώ η μουσική επιμέλεια ταιριάζει όντως με το περιβάλλον ενός κομμωτηρίου.

Σεσουάρ για δολοφόνους! Σουρεαλιστικές καταστάσεις που συνυφαίνονται με φονικές δολοπλοκίες και σκοτεινές επιθυμίες θανάτου παίρνουν σάρκα και οστά σε μια σκηνή γεμάτη πλούσια χρώματα, κοφτερά ψαλίδια, μεταξωτές ρόμπες και ολίγον από Tchaikovsky στο παλιό πιάνο, εκείνο το ξεχασμένο στο αραχνιασμένο δωμάτιο…παρακαλώ, κλείστε με για μια mise-en-plis, θυμήθηκα ότι έχω κάτι εκκρεμότητες να τακτοποιήσω!

Λία Τσεκούρα,

Πεντέλη, 22-12-2022