Παραλλαγές Πάπιας, ή The Duck Variations του David Mamet, 1972 – Σκηνοθεσία του Αντώνη Αντωνίου. Θέατρο: «Θεατρική Σκηνή»

 

Νατάσσα Ασίκη και Αντώνης Αντωνίου.

Εκεί, στις όχθες μίας λίμνης, δύο άνθρωποι, ένας άνδρας και μια γυναίκα ανθολογούν τη ζωή τους, κεντούν ένα υφάδι γεμάτο οδύνη, ολέθρους, αγάπη, πάθη και έρωτες. Ένας άνδρας και μια γυναίκα, εναποθέτουν μνήμες και ελπίδες, εκεί στις όχθες μιας λίμνης, γεμάτης πάπιες, που λικνίζονται, αυλακώνοντας πάνω στα στάσιμα νερά λαβωματιές, πληγές και όνειρα.

 

Ο David Mamet έγραψε το The Duck Variations το 1971, η πρεμιέρα του οποίου παρουσιάστηκε το 1972 στο «Saint Nicholas Theatre», σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον δημιουργό του. Οι Παραλλαγές Πάπιας, όπως είναι η ελληνική μετάφραση του πρωτότυπου, θα έλεγε κανείς ότι ως δράμα περικλείει σε 90 λεπτά άπειρες στιγμές ανθρώπινης ιστορίας, καθώς πραγματεύεται ερωτήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο από τις απαρχές της υπαρξιακής του αυτογνωσίας.

Η υπόθεση, απλή κι ανθρώπινη˙ δύο άνθρωποι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, συναντιούνται στις όχθες μίας λίμνης και ξεκινούν, αδέξια και άτολμα στην αρχή, μια συζήτηση. Η ουσία είναι ότι οι σκηνοθετικές οδηγίες του Mamet είναι εύστοχα και συνειδητά ασαφείς, αφήνοντας ελευθερία στον εκάστοτε σκηνοθέτη να γράψει τη δική του ιστορία βασισμένη στη ρώτα του συγγραφέα.

Όσο κυλάει ο χρόνος, τα πρόσωπα δένονται σε μια συναισθηματική ορμή που ανασαλεύει βαθιά ερωτήματα υπαρξιακής απελπισίας˙ ερωτήματα που χάσκουν με ξεδιάντροπη αναίδεια, αναπάντητα, τραυματικά, οδυνηρά κι ολέθρια. Ο Μamet, με εκείνο το ιδιαίτερο, αναίμακτο, διερευνητικό  βλέμμα απογυμνώνει το φαίνεσθαι, αφήνοντας το είναι να ερωτοτροπεί με τις οδυνηρές παραλλαγές του πάνω στα πάλλευκα φτερά μίας πάπιας.

Ο Αντώνης Αντωνίου λαμβάνει τη σκυτάλη από τον Mamet και δημιουργεί σπαράγματα ζωής που λικνίζονται πάνω σε μια λίμνη, αργά, όμορφα, ήρεμα αλλά και ολέθρια˙ ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα παραμύθι ενηλίκων,  στήνοντας τη χιμαιρική συνέχεια μιας ολόκληρης ζωή πάνω σε μια λίμνη με πάπιες, οι οποίες υπάρχουν, ανασαίνουν, πονούν, κραυγάζουν, θλίβονται, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν ήρεμα, τραγικά, ανθρώπινα.

Η σκηνοθετική οπτική αγκαλιάζει ενσυναισθητικά, τρυφερά, με ιδιαίτερα κομψή κωμικότητα, τον ανθρώπινο ψυχισμό και με πολλή αγάπη μεταγγίζει μηνύματα, όπως ο έρωτας, η φιλία, ο όλεθρος, η απειλή, η ματαίωση, η θνητότητα, ο θάνατος, υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο τη φυσική, πεπερασμένη του υπαρκτική αλήθεια. Ο Α. Αντωνίου, συνδυάζει την αισθητική αρτιότητα με την καταβύθιση σε ζοφερούς φόβους, ανηλεείς επιθυμίες και ξεδιάντροπα οράματα που παλεύουν με το δικό τους είναι, διεκδικώντας μια θέση στην αιωνιότητα.

Ο Αντώνης Αντωνίου.
Ο Αντώνης Αντωνίου.

Ο κ. Α. Αντωνίου, σκηνοθετώντας τον εαυτό του, ποιεί, δημιουργεί, σμιλεύει μια γοητευτική πραγματικότητα που μυεί τον θεατή σε μια πανανθρώπινη, συμπαντική αλήθεια. Η διαύγειά του, η υποκριτική του δεξιότητα, η ειλικρίνεια και ο σεβασμός – που ερωτοτροπεί με τον έρωτα για το θέατρο – μας παρασύρουν σε ένα διαρκές, αέναο τώρα, που παύει να φοβάται το αγριεμένο αύριο,  σε έναν βίο που πλέκεται σε άπειρες μικρές στιγμές και ακροβατεί μεταξύ πένθους και ευτυχίας, αυτού του σαγηνευτικού δίπολου που ορίζει τον ανθρώπινο βίο, νομοτελειακά και – ενδεχομένως δίκαια.

Η κ. Νατάσσα Ασίκη αξιοποιεί αριστοτεχνικά το κείμενο και τη σκηνοθετική οπτική, διεισδύει με ενσυναισθητική ευαισθησία σε κάθε ανθρώπινη πτυχή του δικού της ρόλου, αλλά και του ρόλου του συνομιλητή με τον οποίο μοιράζονται σκέψεις, καταστάσεις βαθιά αληθινές και οδυνηρές˙ κατακτά με αγάπη και συγκίνηση κάθε συναισθηματική εναλλαγή, καθοδηγώντας η ίδια τον ρόλο, με τον τρόπο που μόνο ένας σπουδαίος ηθοποιός μπορεί να κάνει.

Η μετάφραση της Μιχαέλας Αντωνίου-Χαρακοπούλου μεταφέρει τη σημασία κάθε νοήματος και κάθε ευαίσθητης πτυχής του ιδιαίτερου mamet speak, παρασύροντας τον θεατή να αδράξει τις πολλαπλές σημασίες των πολλαπλών επιπέδων του έργου. Τα λιτά, σχεδόν ανύπαρκτα, σκηνικά εντείνουν την αίσθηση που προκαλούν οι αναπόφευκτες ρωγμές του ανθρώπινου ψυχισμού. Η επιλογή των κοστουμιών συνδυάζει την ευγένεια των αισθημάτων με την αλήθεια της στιγμής.

Τέλος, το αίσθημα που κυριάρχησε όταν έσβησαν τα φώτα ήταν μια λύτρωση, μια κάθαρση που με τόση γενναιοδωρία μας προσέφερε η παράσταση. Κάπου πάνω στα στάσιμα νερά της λίμνης βρίσκεται ένα νιόβγαλτο, τρυφερό, πεντάμορφο νούφαρο που χορεύει ξεδιάντροπα και ηδονικά, περήφανο, πάλλευκο και ονειρικό˙ τραγουδά τη ζωή και τον θάνατο, τον θάνατο και τη ζωή που ερωτεύονται και ενώνονται αγαπητικά σε μια ατέρμονη απαντοχή που λαχταρά να αναπνεύσει και να ζήσει τη δικής της προσωρινή αιωνιότητα.

Αντώνης Αντωνίου και Νατάσσα Ασίκη.