Ικέτιδες, Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, Κύπρος

Ικέτιδες, σπαρακτικές κραυγές που περιδινούνται γύρω από το αιματοβαμμένο πεπρωμένο μίας απονενοημένης ύβρεως, ικετεύοντας καταλαγή και λύτρωση, ένα δίκαιο τέλος θανάτοιο˙  έναν δίκαιο μόρο για να αγκαλιάσει νεκρικά αγαπημένα σώματα που κάποτε λικνίστηκαν ευτυχισμένα στην τρυφερή μητρική αγκαλιά.

Ικέτιδες. Ανδρέας Τσέλεπος, Χρήστος Σουγάρης.

 

Στο Αρχαίο θέατρο Κούριον, ο υπόρρητος δεσμός που ενώνει την Κύπρο με τις Ικέτιδες ζωντάνεψε 39 χρόνια μετά την παράσταση του Θ.Ο.Κ. στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, μαθητή του Κουν. Άλλη μια φορά δύο Εθνικά Θέατρα, ο Θ.Ο.Κ. και το Εθνικό Θέατρο Ελλάδας έσμιξαν για την παρουσίαση μιας σπουδαίας τραγωδίας, χαράσσοντας τον όλεθρο και τη λύτρωση που ορίζουν την ανθρώπινη υπόσταση.

Ξαφνικά, σε εκείνη την άκρη του απότομου λόφου, ένα απόβραδο του περασμένου Ιουλίου οι ανάσες κόπηκαν από δέος για να αφήσουν να ακουστεί ένας πόνος ανθρώπινος πνιγμένος σε επώδυνες σιωπές˙ οι ανάσες χάθηκαν από ντροπή για να αφήσουν την απόγνωση να μοιρολογήσει πάνω από επτά σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν.

Οι Ικέτιδες διδάχτηκαν μεσούντος του Πελοποννησιακού Πολέμου, μεταξύ 424 και 421, ωστόσο σύμφωνα με τον Lesky, το 421 θεωρείται και ως terminus ante quem της διδασκαλίας, με πιθανότερη χρονολογία το 422. Στον απόηχο της μάχης του Δηλίου το 424 μεταξύ Θηβαίων και Αθηναίων και την άρνηση των νικητών να παραδώσουν στους Αθηναίους τους νεκρούς τους, ο Ευριπίδης δημιουργεί έναν ύμνο για την Αθήνα και τον βασιλέα της τον Θησέα πάνω στον καμβά της οικογένειας των Λαβδακιδών.

Ο μύθος της τραγωδίας είναι η απόληξη της σύγκρουσης που αποτελεί θέμα της αισχυλικής τραγωδίας Επτά Επί Θήβας˙ ο Κρέων, αναλαμβάνοντας την εξουσία μετά τον θάνατο των δύο αδερφών Ετεοκλή και Πολυνείκη, αρνείται να παραδώσει τα νεκρά σώματα των στρατηγών που συμμετείχαν στο πλευρό του Πολυνείκη, τον Αμφιάραο, τον Καπανέα, τον Ιππομέδοντα, τον Τυδέα και τον Παρθενοπαίο, ενώ στους επτά συγκαταλέγονται και τα δύο νεκρά αδέρφια. Οι τραγικές μητέρες αυτών με τη συνδρομή του Αδράστου, βασιλιά του Άργους και του Θησέα, βασιλιά της Αθήνας κατορθώνουν να παραλάβουν και να μεταφέρουν τους νεκρούς στην Ελευσίνα όπου και συντελείται η καύση.

Ο Ευριπίδης ποιεί ένα έργο, η διάνοια του οποίου περιπλέκει δημιουργικά πολυεπίπεδες σημασίες που επικοινωνούν μεταξύ τους και ανασαλεύουν πάνω στη διάπυρη σχέση μεταξύ του ζεύγους ύβρεως και δίκης˙ είναι εκείνο το κατά το χρεών του Αναξίμανδρου, που ωθεί τον Καστοριάδη να δηλώσει ότι toute la tragédie nest en quelquesorte quune illustration du fragment 2 (d’ Anaximandre). Ως εκ τούτου, η ύβρις, αυτή η αχαλίνωτη επιθυμία υπέρβασης των ορίων τιμωρείται σε κάθε περίπτωση και επέρχεται η δίκη. Ο ποιητής πραγματεύεται αξιακά πρότυπα, θέσεις και προτάγματα που συνιστούν ιδεολογική βάση της πόλης, στοιχείο απότοκο της συνύπαρξης του θεάτρου, της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας.

Ικέτιδες. Άκης Σακελλαρίου, Κάτια Δανδουλάκη.

Στην ουσία, ο λόγος του Ευριπίδη αφορά αρχές που νοηματοδοτούν τον κόσμο και τον οργανώνουν σε ένα σύνολο, μέσα στο οποίο ρέει το μυστήριο του ανθρώπου. Γέννηση και θάνατος, πόλεμος και ειρήνη, τρόμος, αγάπη, έρωτας, ύβρη, άτη και παράνοια, νόμος, πατριωτισμός, ικεσία αξιοπρέπεια και αδικία, ισονομία και ισότητα, ελευθερία και δημοκρατία κι ένας από μηχανής θεός που σφραγίζει τη νομιμότητα του τραγικού κόσμου˙ επτά σώματα που ζητούν κάθαρση μετά τον ηρωικό θάνατο, επτά μητέρες αβάσταχτα απελπισμένες που τριγυρνούν αλλόκοτα, κραδαίνοντας σπαρακτικά απομεινάρια χαμένων ονείρων, χαμένων προσώπων,  τσουρουφλισμένες χλαίνες, που κάποτε έκρυβαν μέσα τους ζωή.

Ο ποιητής απογυμνώνει τις μητέρες από κάθε μυθική αύρα εντείνει την απομάγευση του ηρωϊκού θανάτου, παρουσιάζοντας αυτούσιο τον πόνο και την οδύνη ενός αφανισμού που σηματοδοτεί και νοηματοδοτεί την τραγική σύλληψη του κόσμου˙ η γνώση της θνητότητας, το τέλος θανάτοιο, το Dasein ως sein zum Tode που ερωτοτροπεί με τη δίκη. Ο Ευριπίδης εντάσσει τον χορό του σε μια νεκρή ζώνη πένθους˙ ενός πένθους άχρονου, αέναα και τραγικά παρόντος, που ανασαλεύει πικρό και μαύρο, καταπίνοντας τις σιωπές. Είναι το πένθος εκείνο που σφάζει την ανάσα, ντυμένο με μια αλλόφρονα καθολικότητα, μια απελπισμένη κραυγή που ενώνει υπόρρητα τις μητέρες ικέτιδες από τις απαρχές του κόσμου, φέρνοντας στον νου αυτό που αιώνες αργότερα θα πει ο Πλούταρχος οὐκ ἐπὶ παντὶ θανάτῳ τὰ πένθη δεῖν οἴονται γίγνεσθαι, ἀλλ´ ἐπὶ τοῖς ἀώροις, δηλαδή το πένθος ταιριάζει σε έναν πρόωρο θάνατο.

Οι ικέτιδες θρηνούν για εκείνο το σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, βουλιάζοντας σε μια απελπισία αβάσταχτη. Ωστόσο, το έργο, θα έλεγε κανείς, συνιστά έναν ύμνο στη γυναίκα, τη μητέρα, τη σύζυγο, καθώς η γυναικεία φύση σε κάθε της έκφανση φτεροκοπά μέσα από πολυδαίδαλους γκρεμούς για να ικετεύσει και να επιτύχει τη δίκη.

Η Αίθρα, μητέρα του βασιλέα Θησέα, είναι άλλη μια μητέρα που ταυτίζεται με τη μητρική οδύνη, που είναι πολλαπλή, καθώς τον θάνατο των τέκνων ακολουθεί η ύβρις του άρχοντα Κρέοντα και ο αφανισμός του οικογενειακού οίκου. Η Αίθρα δημιουργεί την απαντοχή της λύτρωσης, λέγοντας στον Θησέα, ὦ παῖ, γυναῖκες αἵδε μητέρες τέκνων τῶν κατθανόντων ἀμφὶ Καδμείας πύλας ἑπτὰ στρατηγῶν· ἱκεσίοις δὲ σὺν κλάδοις φρουροῦσί μ’, ὡς δέδορκας, ἐν κύκλωι, τέκνον. Η Αίθρα φέρει μεγάλο βάρος στον μύθο, καθώς είναι εκείνη που με τον μητρικό της λόγο μεταδίδει στον βασιλιά της Αθήνας την έννοια του δικαίου, επικαλούμενη τον θρήνο των μανάδων.

Η ταφή, ή η καύση των νεκρών ήταν μια αναγκαιότητα με θρησκευτική προέλευση, στην ουσία ήταν μια πρόνοια, μια φροντίδα που επιβαλλόταν βάσει του θεϊκού και του ανθρώπινου νόμου. Γύρω  από τον καμβά αυτόν ο Ευριπίδης υφαίνει το αξιακό πρότυπο της πόλης, όπως προαναφέρθηκε, καθώς ο βασιλιάς Θησέας πλέκει το εγκώμιο της δημοκρατίας, δηλώνοντας, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται,  στον κήρυκα των Θηβαίων ότι βρίσκεται σε μια ελεύθερη χώρα.

Παράλληλα, ο Θησέας εκφράζει τις απόψεις αυτές μέσα από τον καινοφανή και πρωτοπόρο ευριπίδειο λόγο που συνδέει τον γραπτό νόμο με την ισονομία και τη δημοκρατία με επικλήσεις του θεϊκού και του πανελλήνιου νόμου. Επιπλέον, παρατηρεί κανείς στον λόγο του Θησέα απέναντι στον Άδραστο αναφορές στον ανθρώπινο λόγο που δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην ανθρώπινη δύναμη και θυμίζουν ρήσεις του Πρωταγόρα.

Ικέτιδες. Άννα Γιαγκιώζη, Άνδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη, Νιόβη Χαραλάμπους, Αγλαΐα Παππά και Κάτια Δανδουλάκη.

Η σκηνοθεσία του Στ. Λιβαθινού άδραξε τις μύχιες αυτές πτυχές της ευριπίδειας διάνοιας και τις εικονοποίησε αριστοτεχνικά, ενώ χειρίστηκε με απαράμιλλη ισορροπία την πυκνή συνάρθρωση των σκηνών. Αυτές οι υπόρρητες σχέσεις  και σημασίες ανασάλεψαν μέσα από μια νήδυμη ενσυναίσθηση του σκηνοθέτη, που στιγμάτισε με δύναμη και νόημα κάθε ζοφερή στιγμή˙ μοιρολόι, θρήνος, λόγος, ειρωνεία, οδύνη, άηχα ουρλιαχτά, μνήμες και δονήσεις ακροβατούν μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, τονίζοντας την επιταγή μίας επερχόμενης δίκης.

Ο σκηνοθέτης ακροβατεί εντυπωσιακά μεταξύ σύγχρονου και συμβατικού, καθώς αναλύει, τονίζει και επεξεργάζεται ιδανικά κάθε διαχρονική πτυχή της διάνοιας, τηρώντας ανεπαίσθητα και με ιδιαίτερη απεικονιστική ισορροπία τα κατά ποσόν μέρη της τραγωδίας, σεβόμενος στο έπακρο το σημασιολογικό βάρος του ευριπίδειου λόγου. Είναι εκείνο το σημείο που χάνεται κάθε χωροχρονική και εθνοτική γραμμή και αναδύεται πανίσχυρο το κοινό, το διαχρονικό, το καθολικό. Ένας πόνος, μία οδύνη, ένας επίγειος όλεθρος που χάσκει πενθώντας χιμαιρικές απαντοχές, τη στιγμή που χαράσσονται ηδονικά τα ψυχικά αποτυπώματα κάθε χαρακτήρα, με τον απόλυτο έλεγχο φωνής, ρυθμού, αρμονίας, μουσικότητας και κίνησης.

Όσον αφορά το ήθος, η Κ. Δανδουλάκη ως Αίθρα καθηλώνει με την επιβλητικά ευγενή παρουσία, το επαγγελματικό ήθος στην επεξεργασία του ρόλου, την υποβλητική κινησιολογία, τον ρυθμό, τις γεμάτες ένταση και απαντοχή σιωπές. Επιπλέον, η αντιστικτική σχέση Αίθρας – χορού χαράσσει την πλοκή, δημιουργεί  εντάσεις και καταλαγή της οδύνης, ενώ ως άλλη ικέτις παρακαλεί τον δικό της γιό να επιφέρει τη δίκη, οδηγώντας τον στην ωριμότητα και παρακολουθώντας την εξέλιξη της πλοκής από την πλατεία, στοιχείο που ενδυναμώνει τον ρόλο της Αίθρας ως μητέρας και καταλυτικού παράγοντα στην επίλυση.

Ο Α. Σακελλαρίου ως Θησέας εντυπωσιάζει με τον τρόπο που εναλλάσσει την ειρωνεία, τον κυνισμό, το αλαζονικό χιούμορ, τη λογική, την έπαρση, το συναίσθημα, τον ηρωϊσμό και το βασιλικό μεγαλείο. Επιβάλλεται άνετα στη σκηνή, ενώ η υποκριτική του εμπειρία αναδεικνύεται εξαιρετικά στη σχέση με τη μητέρα Αίθρα. Εντυπωσιακή υπήρξε, σε υποκριτικό επίπεδο, η μεταμόρφωση του Θησέα  μετά τη νίκη και τον άθλο της μεταφοράς των νεκρών στην Ελευσίνα.

Ο Α. Τσέλεπος μαγνητίζει ως αγγελιαφόρος, κουβαλώντας πάνω του τον βαρύ ρόλο που επιφυλάσσει το αρχαίο δράμα στους αγγελιαφόρους. Ο Θ. Κατσαφάδος ως Ίφις καθηλώνει άλλη μια φορά με τον θρηνητικό του λόγο και μάλιστα, ως πατέρας της Ευάνδης, συντάσσεται με το πένθος των γυναικών, καθώς χάνει το παιδί του μπροστά στα μάτια του. Ο Χ. Χαραλάμπους ως κήρυκας αντιμετωπίζει επάξια τον ρόλο του με ιδιαίτερο κυνισμό, σωστή άρθρωση και δεινότητα, ενώ η Α. Παππά ως Αθηνά εντυπωσιάζει με την αποφασιστικότητα που βγαίνει από τον χορό και επιβάλλει τη θεία τάξη. Τέλος, ο Χ. Σουγάρης ως Άδραστος κερδίζει τις εντυπώσεις με τις καλοδουλεμένες εναλλαγές συναισθημάτων, ενώ η Κ. Λούρα ως Ευάνδη αναμετρήθηκε γενναία με έναν δύσκολο ρόλο, αρχικά αμήχανα αλλά με μια αξιοπρεπή κορύφωση στο τέλος.

Ωστόσο, ο χορός των γυναικών πρωταγωνιστεί σε αυτό το έργο, σε σημείο που αποκλίνει από τον παραδοσιακό ρόλο του χορού˙ ο σκηνοθέτης λαμβάνει τον μίτο από τον ποιητή για να απεικονίσει έναν χορό που δεν σχολιάζει, δεν επαινεί, δε συμφωνεί και δε συμπάσχει με τον ήρωα, αλλά ικετεύει και κατορθώνει να δημιουργήσει μια ιδεολογική ενέργεια που τον οριοθετεί στο κέντρο του μύθου. Ο χορός των Ικέτιδων στέκει στο προσκήνιο με δύναμη, αποφασιστικότητα, βλέμμα αγριεμένο από την οδύνη για να ικετεύσει την επιβολή της δίκης.

Πράγματι, ως ρόλος μιας συλλογικής μητρικής/γυναικείας παρουσίας, επιβάλλεται, κυριαρχεί και μεταθέτει – καινοτομικά θα έλεγε κανείς – τη θέση των πρωταγωνιστών της τραγωδίας σε ένα δεύτερο επίπεδο και είναι οι ήρωες του Ευριπίδη, η μητέρα Αίθρα, ο Θησέας, ο Άδραστος, ο αγγελιαφόρος, ο Ίφις που συμπάσχουν με τον χορό. Ως εκ τούτου ο χορός επιβάλλει στους επώνυμους  άρχοντες την απονομή δικαιοσύνης. Η υποκριτική δύναμη του χορού ήταν παρούσα καθ΄όλη τη διάρκεια της παράστασης και μάγεψε με το μένος, τη μήνι, την τρυφερότητα, την θλίψη και την καρτερικότητά του˙ οι ικέτιδες μητέρες των στρατηγών, ήτοι, Άννα Γιαγκιώζη, Άνδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη και Νιόβη Χαραλάμπους, συγκλόνισαν το θυμικό του θεατή, προκαλώντας μέθεξη, εκείνον τον υπόρρητο δεσμό που ενώνει την πλατεία με τη σκηνή, καθώς περπατούσαν μακάβρια πάνω στα δικά τους μαρμαρένια αλώνια.

Ικέτιδες. Άννα Γιαγκιώζη, Άνδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη, Νιόβη Χαραλάμπους, Αγλαΐα Παππά.

Η λέξις που ξεχύνεται ορμητικά με την εξαιρετική μετάφραση του Γ. Κοροπούλη παρασύρει και συγκινεί με τον λυρισμό και τη ζωντάνια της. Η όψις με τον υποβλητικό φωτισμό του Α. Αναστασίου συμβολοποιεί κάθε ρητή και άρρητη αίσθηση μνήμης, απαντοχής, ολέθρου και εντείνει τη σκηνική δράση. Τα κοστούμια του Γ. Σουγλίδη ενώνουν τις εποχές και τις οδύνες, διαμορφώνοντας επίσης μια αντίθεση μεταξύ μαυροφορεμένου χορού και λευκοντυμένης Αίθρας και λευκοντυμένου Θησέα˙ τονίζεται έτσι η βασιλική προέλευση μητέρας και γιού, ενώ το λευκό με τις κόκκινες πτυχώσεις της Αίθρας ενδεχομένως να εντείνει την ειλικρίνεια και την αγνότητα των συναισθημάτων της.

Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε τον συμβολισμό του βασιλικού ενδύματος μετά τη μάχη, καθώς μέσα από την εξωτερική φθορά, έχει επέλθει η εσωτερική ωρίμανση του Θησέα. Τα λιτά σκηνικά με τα δέντρα που στέκουν ξερά και στείρα, σαν τις χαροκαμένες μάνες αυτού του κόσμου, τείνοντας τα κλαδιά τους στην καλοσύνη του ουρανού σαν ικεσία αιχμαλωτίζουν τα μύχια της ψυχής μας.

Τέλος, το μέλος με τη σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου και τη ζωντανή μουσική έδιναν έναν τελετουργικό και θρηνητικό χαρακτήρα, ενώ η ρυθμικότητα της εκφοράς του λόγου που εναλλασσόταν ανάλογα με τον ήρωα χάριζε διαφορετική νοηματική υπόσταση στον λόγο. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τραγωδία δομείται βάσει της εναλλαγής διαλογικών (απαγγελόμενων) και χορικών (λυρικών-αδόμενων) μερών. Το παραχορήγημα των παιδιών των νεκρών στρατηγών ήταν εμπνευσμένο, ωστόσο ενδεχομένως και λόγω της τελετουργικής υφής της παράστασης θα έπρεπε η ενδυματολογική επιλογή των νέων να ήταν πιο ομοιόμορφη και πιο πένθιμη.

Ικέτιδες, ένα έργο αποχαιρετισμός στα όπλα, αντιπολεμικό και σκληρό στη σύλληψή του, ωστόσο, μέσα από το πένθος και τον θρήνο γεννάει ελπίδα˙ εκείνη την ελπίδα που ερωτοτροπεί με τη λύτρωση και την καταλαγή του επίγειου ολέθρου.  Χιλιάδες χαμένες ψυχές κρύβονται στους 1.234 στίχους του Ευριπίδη που κρυφά εύχονται κάποιος να τις βρει και να απαλύνει έτσι ο όλεθρος του αφανισμού των. Αυτές οι χαμένες ψυχούλες ραίνουν τον μύθο με αλήθεια, δείχνουν ότι ο μύθος του Οιδίποδα, του Θησέα, των Ικέτιδων είναι πάντοτε παρών, αληθινός σαν τη ζωή, τρομακτικός σαν τον θάνατο.

Ικέτιδες, μια άηχη κραυγή όλων των μητέρων που χρόνια τώρα πενθούν κρατώντας σφικτά στην καρδιά και την ψυχή εικόνες τέκνων αγνοουμένων, ίσως για πάντα χαμένων, μετρώντας κάθε μέρα και λιγότερα σπαράγματα ζωής. Χαμένα χαμόγελα, χαμένες στιγμές, ρημαγμένα σπίτια, ρημαγμένοι έρωτες περιδινούνται μέσα στην απόγνωση αναζητώντας μια λύτρωση που θα καταπραΰνει τις τυφλές κραυγές της μάνας, μέσα από ένα άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο γιο, τον σύζυγο και τον πατέρα, που γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή, λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης, ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Λία Τσεκούρα, 15082019.