«Άκρως Συμπαντικόν» της Charlotte Jones στο Σύγχρονο Θέατρο

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης (φωτογραφία: Gridfox)

 

«ΑΚΡΩΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟΝ»

Της Charlotte Jones

Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη

Σύγχρονο Θέατρο.

 

Frailty, thy name is woman! Βαρύς ο λόγος του Hamlet στη μητέρα του που έγειρε σε ξένη αγκαλιά, βαριά κι η σκιά του πατέρα που χάθηκε, αφήνοντας πίσω πληγές, τρυφερές μνήμες και χάσματα μίσους. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του καταπράσινου κήπου των Humbles, όπου άλλοτε ζουζούνιζαν χαρούμενες μέλισσες και παιδικές φωνούλες, που έγιναν κραυγές αναζητώντας, απεγνωσμένα, μια λύτρωση.

 

Humble boy, είναι ο πρωτότυπος τίτλος του θεατρικού έργου της Βρεττανής Charlotte Jones που έκανε πρεμιέρα στο Royal National Theatre στις 9 Αυγούστου 2001. Στην πολυβραβευμένη αυτή μαύρη κωμωδία περιδινούνται ιστορίες ζωής, παλιές αμαρτίες, ανομολόγητα πάθη, επιθυμίες θανάτου και προσδοκίες ευτυχίας που έγιναν στάχτη.

Humble boy, τίτλος που ηχητικά παραπέμπει στο humblebee, τον γνωστό βομβίνο που τρομοκρατεί τα καλοκαίρια μας με το μέγεθος και το βούισμά του – στοιχείο κλειδί στο έργο της Jones. Ο humble boy, o ταπεινόφρων, απλός και εσωστρεφής Felix – αστροφυσικός ερευνητής –  επιστρέφει από το Cambridge στον πατρικό οίκο για να παραστεί στην ταφή του αγαπημένου πατέρα∙ κατά τη διαμονή του καλείται να διαχειριστεί την προβληματική σχέση με τη μητέρα, μια γυναίκα φαινομενικά σκληρή, ασυγκίνητη κι αδίστακτη και τον επικείμενο γάμο της με τον αντιπαθητικό George, σφετεριστή της θέσης του νόμιμου συζύγου.

Ωστόσο, η σχέση με τη μητέρα, που συνιστά και τη βασική θεματική του έργου, φαίνεται πως διέπει και τις παραφυάδες των σχέσεων μεταξύ όλων των προσώπων που δομούν την πλοκή∙ ο Felix ενεργεί και πράττει ως καταλύτης αναφορικά με τις περίπλοκες και προβληματικές σχέσεις των χαρακτήρων, καθώς ως βομβίνος προκαλεί εγρήγορση τρόμου σε όλους, με άμεση συνέπεια την εξισορρόπηση και βαθμονόμηση των σχέσεων και κατ΄επέκταση την αποτροπή της τοξικότητας. Από μια άλλη διάσταση, ο Felix αξιοποιεί την έννοια του ρήματος humble και «ευτελίζει» καταστάσεις, πρόσωπα και στάσεις ζωής, οδηγώντας τον εαυτό του και τα πρόσωπα που τον περιτριγυρίζουν στην κάθαρση.

Η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, μέσω του ευφάνταστου τίτλου Άκρως Συμπαντικό δημιουργεί μια γλαφυρή και ολιστική προσέγγιση του θεματικού κέντρου∙ κατ΄επέκταση προσδίδει μια ιδιότυπη και σαγηνευτική μεταφυσική αύρα που, τελικά, ρυθμίζει τις ισορροπίες και θεραπεύει τις αναρίθμητες πληγές.

Η σκηνοθετική προσέγγιση της Κ. Νικολαΐδη αναλαμβάνει τον θεματικό πυρήνα και ιχνηλατεί με βάθος, ενσυναίσθηση, κομψή κωμικότητα, αλλά και διακριτικό σαρκασμό, τις ρήξεις, τις συγκρούσεις και τις αβυσσαλέες αποστάσεις που διέπουν τις σχέσεις∙ η σκηνοθεσία κατορθώνει με αριστοτεχνικό τρόπο να φωτίσει τους συμβολισμούς και τα οξύμωρα που πλημυρίζουν το έργο – όπως μεταξύ άλλων, οι βομβίνοι, το μελίσσι που απομάκρυνε η σύζυγος μετά τον θάνατο του πατέρα, ο «κανιβαλισμός» της πατρικής τέφρας κατά τον μνημόσυνο δείπνο/δείπνο αρραβώνων, ο θάνατος του πατέρα από το είδος μέλισσας “Flora”, ο μυστηριώδης κηπουρός/πνεύμα του πατέρα.

Ως εκ τούτου δημιουργείται μια ατμόσφαιρα όπου οι χαρακτήρες επικοινωνούν άμεσα μεταξύ τους, εντείνοντας τη μέθεξη του θεατή, ενώ παράλληλα ακούγονται οι προσωπικές  κραυγές του κάθε πάσχοντος προσώπου. Η κορύφωση των συγκρούσεων και η αρχή της κάθαρσης διενεργούνται την ώρα του μεγάλου δείπνου, τον οποίο διέπει ένας οξύμωρος συμβολισμός, καθώς συνιστά παράλληλα δείπνο πένθους αλλά και απεγνωσμένη προσπάθεια αναγέννησης μέσω ενός αρραβώνα. Ωστόσο, αυτή η σπουδαία στιγμή της παράστασης, λόγω της θέσης του τραπεζιού δεν ήταν ευκρινώς ορατή, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του κοινού να μην βλέπει το πρόσωπο του Felix και την ερμηνευτική του δυναμική.

Τα έξι πρόσωπα, εγκλωβισμένα σε έναν καταπράσινο κήπο, συνδέονται μεταξύ τους με έναν μίτο μένους και μήνιος, αίσθηση που είναι εξ αρχής διάχυτη∙ ο θίασος, εκτός ελαχίστων προβλημάτων άρθρωσης στα διαλογικά μέρη ειδικά κατά την έναρξη, στήριξε με συνέπεια και ενσυναίσθηση τον κάθε ρόλο.

Ο Κωνσταντίνος Μουταφτσής, ως Felix, συνομιλεί με τον εαυτό του, αγκαλιάζει τις αδυναμίες και τις ματαιώσεις του, τις οποίες αντιμετωπίζει με απόλυτο ορθολογισμό, παρά την εγγενή ευαισθησία του – άλλωστε είναι και επιστήμων∙ ο Felix αφήνει μια απροσδιόριστη υπαρξιακή αύρα στην ατμόσφαιρα, ενδεχομένως φυλάσσοντας για τον ίδιο την ποιότητα της συναισθηματικής του κατάστασης.

Πράγματι δεν μπορεί κανείς να αποσαφηνίσει εάν είναι όντως αφελής, ή εάν απομονώνεται από το περιβάλλον του σκοπίμως, ως προσπάθεια άμυνας – αλλά και ως ένδειξη ανωτερότητας –  απέναντι στο παρελθόν και το παρόν του. Ο K. Μουταφτσής ζει με πάθος και υποκριτική δεξιότητα κάθε στιγμή του μένους, της αδιαφορίας, της χαράς, της απόγνωσης, της θλίψης και του πένθους του, σηματοδοτώντας και καθορίζοντας την εγκυμονούσα στιγμή της κάθαρσης.

Η Μπέσσυ Μάλφα, ως Flora, κάνει, αυτοδικαίως, δικό της τον ρόλο∙ μεγαλόπρεπη, εγωκεντρική, κομψή και αλαζονική, εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση της Flora και έχει διαμορφώσει μια ασπίδα που απομακρύνει, ενίοτε καταστρέφοντας και ευνουχίζοντας, κάθε πρόσωπο που το θεωρεί απειλή – πρωτίστως τον γιο της και τον σύζυγό της∙ ως μέλισσα Flora – νέο είδος που ανακάλυψε ο σύζυγος και του χάρισε, γιατί άραγε(;), το όνομά της –  «κεντρίζει» με την δαιμονικότητά της οδύνες, ολέθρους, μιάσματα, αναστρέφοντας την κοινωνική ιεραρχία που θέλει το αρσενικό κυρίαρχο του οίκου. Η Flora ελέγχει τους πάντες και τα πάντα με τη σαγήνη της, ενώ έξοχα συγκινητική είναι η σκηνή της αναγνώρισης του πνεύματος του συζύγου, με την επερχόμενη καταλλαγή των συγκρούσεων∙ στο σημείο αυτό κατισχύει η κάθαρση μέσω της συμφιλίωσης των συζύγων, έστω και σε ένα μεταφυσικό, άκρως συμπαντικό, περιβάλλον.

 

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης (φωτογραφία: Gridfox)

Η Φωτεινή Ντεμίρη, ως Mercy – οίκτος και έλεος (;) –  ακροβατεί με ευαισθησία, διακριτική ιλαρότητα και ερμηνευτική αλήθεια μεταξύ φιλίας και υποταγής απέναντι στη συναισθηματικά, κι όχι μόνο,  άπληστη Flora∙ τρυφερή, ενωτική, δοσμένη στον ρόλο της, κρυφά ερωτευμένη με τον μνηστήρα της «επιστήθιας» φίλης της, απέχει από τη ζωή λόγω φόβου και ζει ως θεατής της ζωής των άλλων – με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να τις ελέγξει.

Ο Μιχάλης Mαρκάτης ως George βιώνει με συνέπεια, προσεγμένη εξωστρέφεια και ελεγχόμενη υπερβολή έναν ρόλο που προκαλεί συγκρούσεις, προσβολές, χαώδεις ρήξεις και τοξικότητα – όντας και ο ίδιος τοξικός και διχαστικός∙ διεκδικεί με θράσος το απαγορευμένο και μοιράζεται με τη Flora την ίδια αλαζονεία και απληστία, ωστόσο υποτάσσεται τελικά στη θεία δίκη.

Η Τζούλι Τσόλκα ως Rosie αναλαμβάνει έναν ρόλο γεμάτο εκρήξεις, συναισθηματικές μεταπτώσεις αλλά και ενωτική διάθεση, τον οποίο ερμηνεύει με συνέπεια και σεβασμό, ειδικά στο δεύτερο μέρος, όπου προβάλλεται και ένα έντονο αγαπητικό συναίσθημα. Η μακρόχρονη, αν και χαμένη, σχέση της με τον Felix είναι καταλυτική για την πλοκή και τη συναισθηματική κατάσταση του ιδίου που καλείται να διαχειριστεί μια απροσδόκητη πατρότητα.

Ο Κώστας Καζανάς, ως ο κηπουρός Jim, επιβάλλεται στον χώρο με εργαλείο της ερμηνευτικής δεξιότητας τη σιωπή, ενώ ρυθμίζει την πλοκή και την εξέλιξη με την τρυφερότητα, την καλοσύνη  και τη διορατικότητά του∙ ορατός μόνο από τον Felix έως την τελευταία σκηνή, λειτουργεί καταπραϋντικά στον «πυρετό» του γιού (του) και καταλαγιάζει το μένος. Ο Jim, ως φάντασμα του πατέρα, σαφής αναφορά στον Hamlet, δημιουργεί μια μεγαλειώδη ατμόσφαιρα συγχώρεσης, ψυχικού μεγαλείου και καταλαγής.

Η μετάφραση της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη μεταφέρει με σαφήνεια τα μηνύματα, καθιστώντας τις καταστάσεις του έργου διαχρονικές και οικείες. Η

σκηνογραφία της Μαρίας Φιλίππου μεταφέρει αυτούσιο τον εικονικό συμβολισμό της Jones και προσκαλεί το κοινό σε μια οξύμωρη πραγματικότητα, δηλαδή μια ατμόσφαιρα φύσης και ηρεμίας όπου συντελούνται τραυματικές συγκρούσεις. Τα κοστούμια της Μαντούς Ψυχουντάκη είναι αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων, ξεχωρίζει το κομψό βασιλικό ύφος στην ενδυμασία της Flora, οι φωτισμοί του Αργύρη Θέου και η μουσική/sound design του Γιάννη Οικονόμου τονίζουν τις εντάσεις και τα μηνύματα της εκάστοτε σκηνής. Τέλος, η κινησεολογία της Χριστίνας Φωτεινάκη χαρίζει την απαραίτητη χάρη, ένταση και κορύφωση στην παράσταση.

Το τέλος του καλοκαιριού στον κήπο των Humbles σφραγίζει τις εκκρεμότητες αγαπημένων ανθρώπων που ενώθηκαν με δεσμούς αίματος και προσωπικής ιστορίας. Το τέλος του καλοκαιριού χάιδεψε την οδύνη κι εκείνη έφυγε, καθώς το πατρικό όραμα έκλεισε πληγές και τραύματα που έχασκαν ανοιχτά, ζητώντας χάρη, λύτρωση,  ανάσα στη θλίψη. Ο χρόνος έρευσε, κύλησε, κάνοντας τα πάντα υποφερτά…

The rest is silence.

(Hamlet, act 5 scene 2).

 

Λία Τσεκούρα,

Πεντέλη, 16012023.