Ο υπέροχος Wozzeck του Peter Mattei σε «ζωντανή» μετάδοση από την Met

O Peter Mattei ως Wozzeck και η Elza van den Heever ως Marie στην παραγωγή του William Kentridge, που παρακολουθήσαμε σε ζωντανή μετάδοση από την Met. Φωτο: Ken Howard / Met Opera.

 

Was der Bub immer schläft! Greif ihm unter’s Ärmchen, der Stuhl drückt ihn. Die hellen Tropfen stehn ihm auf der Stirn… Nichts als Arbeit unter der Sonne, sogar Schweiss im Schlaf. Wir arme Leut! (Wozzeck, Δεύτερη Πράξη, Πρώτη Σκηνή).

 

Ο Γερμανός συγγραφέας Karl Georg Büchner (1813-1837) φεύγοντας από τη ζωή πολύ πρώιμα, σε ηλικία μόνον είκοσι τριών ετών, άφησε ημιτελές ίσως το διασημότερο έργο του, εκείνο με τίτλο Woyzeck. Το θεατρικό έργο στρέφεται γύρω από τη ζωή ενός Γερμανού στρατιώτη που εργάζεται για έναν λοχαγό και για έναν γιατρό. Ο τελευταίος κάνει πειράματα πάνω σε εκείνον. Ο κεντρικός ήρωας έχει μια γυναίκα την Marie και ένα μικρό αγοράκι. Ανακαλύπτοντας ότι η γυναίκα του τον απατά, στο τέλος του έργου καταφεύγει στη βία σκοτώνοντάς την. Η συσσωρευμένη βία και οι τραυματικές εμπειρίες που έχει ο ίδιος βιώσει βρίσκουν εκτόνωση μέσα από την πράξη του φόνου.

Μία από τις διασημότερες όπερες του εικοστού αιώνα είναι βασισμένη στο παραπάνω θεατρικό κείμενο. Ο λόγος για την όπερα Wozzeck του Alban Berg (1885-1935), ανεβασμένη για πρώτη φορά στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου στις 14 Δεκεμβρίου 1925. Πρόκειται για την μία από τις δύο όπερες του διάσημου Αυστριακού συνθέτη, εκλεκτού μαθητή του Arnold Schoenberg (1874-1951) και ισχυρού κρίκου της λεγόμενης Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, που κατά την ανατολή του εικοστού αιώνα, γύρω από τον Schoenberg άρχισε να αξιοποιεί πρωτοποριακές τεχνικές μουσικής σύνθεσης που σχετίζονταν με την ατονικότητα (ή ορθότερα, παντονικότητα, όπως ο ίδιος ήθελε να ονομάζεται το σύστημά του) και το δωδεκάφθογγο σύστημα. Η άλλη όπερα του Berg είναι η Lulu (το libretto της στηρίζεται στο ομώνυμο έργο του Frank Wedekind (1864-1918), που έμεινε ημιτελής μετά τον θάνατο του συνθέτη. Και οι δύο όπερες του Berg, με πλοκές εντελώς διαφορετικού ύφους, επικεντρώνονται σε δύο κεντρικούς χαρακτήρες, που ως θύματα των περιστάσεων και του κύκλου τους, οδηγούνται στην καταστροφή.

Η ανήσυχη όσο και αβέβαιη εποχή μεταξύ των δύο πολέμων, μέσα στην οποία έζησε και έδρασε ο Berg, αντικατοπτρίζεται απολύτως στον έντονο εξπρεσιονισμό της μουσικής γραφής των δύο αριστουργηματικών έργων του.

Το Σάββατο 11/1, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) παρακολουθήσαμε σε απευθείας μετάδοση από την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (The Metropolitan Opera), την νέα παραγωγή του Wozzeck, που υπέγραφε ο πάντα πρωτοποριακός Νοτιοαφρικανός καλλιτέχνης William Kentridge. Ο ίδιος είχε συνεργαστεί με το κορυφαίο αμερικανικό λυρικό θέατρο και στο παρελθόν παρουσιάζοντας τις όπερες Η Μύτη (Dmitri Shostakovich), το 2010, και Lulu (Berg), το  2015.

Για την σχετικά πρόσφατη παραγωγή του (που είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά κατά το Φεστιβάλ του Salzburg το 2017), επιλέγει να τοποθετήσει την πλοκή του έργου κατά τα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Αξιοποιώντας την συνεργασία των Catherine Meyburgh (σχεδιασμός βιντεοπροβολών), Sabine Theunissen (σκηνογραφία), Greta Goiris (κοστούμια) και Urs Schönebaum (φωτισμοί), πρότεινε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εικαστική άποψη. Η εικόνα που προβλήθηκε ήταν αυτή της καταστροφής, της απογοήτευσης και του παραλογισμού. Τόσο οι προβολές όσο και τα σκηνικά συνέδραμαν σε μια αίσθηση ασφυκτικής αγωνίας: βλέπαμε ανάμεσα σε άλλα, αεροπλάνα που έπεφταν, στρατιώτες, ζώα, ανθρώπινες φιγούρες να παρελαύνουν,  χάρτες στρατηγικούς και πολλές αντιασφυξιογόνες μάσκες. Ο ίδιος ο Berg είχε υπηρετήσει στον πόλεμο και είχε μεταφέρει δικά του βιώματα στον χαρακτήρα της μουσικής που έγραφε για τον ήρωά του, συνεπώς η τοποθέτηση της πλοκής στη συγκεκριμένη περίοδο κάθε άλλο παρά αβάσιμη θα μπορούσε να κριθεί. Στο ασπρόμαυρο σκηνικό, και στα σκουρόχρωμα κοστούμια, ξεχώριζε εκείνο το κόκκινο της Marie, που προφητικά αποτύπωνε το χρώμα του αίματος δίνοντας μία έντονη πρόγευση του φόνου που θα της στερούσε τη ζωή. Το παιδί του Wozzeck και της Marie ερμηνεύτηκε από μια μαριονέτα και η φωνή του ακουγόταν, όπως και εκείνες των παιδιών στο τέλος της όπερας, εκτός σκηνής. Η κούκλα, της οποίας το κεφάλι είχε σχήμα αντιασφυξιογόνας μάσκας,  μεταμορφωνόταν σε σύμβολο που έδινε την ευκαιρία στο κοινό να προβάλει τα δικά του συναισθήματα απέναντι σε αυτό το δύσμοιρο παιδί που μένει ορφανό και στο τέλος ακούει τα άλλα παιδιά να του ανακοινώνουν τον θάνατο της μητέρας του. Εδώ, ο σκηνοθέτης παρέμεινε μακριά από την συνήθη εικόνα του παιδιού να καβαλάει το αλογάκι του, τοποθετώντας το ομοίωμα-κούκλα στο κρεβάτι, μάλλον πληγωμένο και πονεμένο.

Ο Peter Mattei ως Wozzeck. Φωτο: Paola Kudacki / Met Opera.
Ο Peter Mattei ως Wozzeck. Φωτο: Paola Kudacki / Met Opera.

Η επιλογή του Σουηδού βαρύτονου Peter Mattei στον ρόλο του Wozzeck κρίθηκε ιδανική. Ήταν η πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του που προσέγγιζε τον ήρωα. Βεβαίως πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που  έχει δώσει (και συνεχίζει να δίνει) υπέροχες ερμηνείες έργων Johann Sebastian Bach, Wolfgang Amadeus Mozart (θυμίζουμε ότι πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη Met τραγουδώντας τον Κόμη Almaviva στους Γάμους του Figaro) και Franz Schubert, για να αναφέρουμε μονάχα μερικά ονόματα συνθετών που με τόση ευστοχία υπηρετεί. Επιστρατεύοντας την ολόθερμη και γεμάτη χρώμα φωνή του πρότεινε έναν Wozzeck ψυχικά κατατρεγμένο και εγκλωβισμένο σε ένα πλαίσιο αδιέξοδου. Δίχως άλλο, ο Mattei υπήρξε ο κύριος μοχλός επιτυχίας της παραγωγής.

Η Νοτιοαφρικανή υψίφωνος Elza van den Heever, φωνητικά και υποκριτικά βέβαιη, υποστήριξε καλά τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα της Marie, που δεν διστάζει να απατήσει τον σύντροφό της αισθανόμενη ότι εκείνος είναι βυθισμένος σε άλλους κόσμους μακρινούς από τις δικές της ανάγκες.

Οι ρόλοι του λοχαγού και του γιατρού καλύφθηκαν από τους ικανότατους Gerhard Siegel, Γερμανό τενόρο, και τον Christian van Horn, Αμερικανό μπασοβαρύτονο. Ειδικά ο δεύτερος σκιαγράφησε έναν γιατρό του οποίου η επικίνδυνη τρέλα φαινόταν στην έντονη κίνηση των γουρλωμένων του ματιών, ειδικά όταν κοιτούσε το θύμα του (Wozzeck).

Peter Mattei (Wozzeck) και Christian Van Horn (Γιατρός). Φωτο: Ken Howard / Met Opera.
Peter Mattei (Wozzeck) και Christian Van Horn (Γιατρός). Φωτο: Ken Howard / Met Opera.

Ο Βρετανός τενόρος Andrew Staples στον ρόλο του Andres, μοναδικού φίλου του Wozzeck, σημείωνε το ντεμπούτο του στη Met, αφήνοντας άρτιες εντυπώσεις με μια φωνή φρέσκια και καλά εστιασμένη.

Ο Βρετανός τενόρος Chris Ventris, που εδώ και αρκετά χρόνια, το 2003, είχε στο ίδιο λυρικό θέατρο αφήσει καλές εντυπώσεις ως Steva (Leoš Janáček, Jenůfa), υποστήριξε πειστικά τον ρόλο του αρχιτυμπανιστή. Στο τιμόνι της ορχήστρας της Met, ο Καναδός μουσικός της διευθυντής, Yannick Nézet-Séguin θαυματούργησε φέροντας στην επιφάνεια τα έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία της παρτιτούρας, την σε στιγμές εφιαλτική ένταση, αλλά και τα πιο εκλεπτυσμένα αντιστικτικά περάσματα, όπως και τα πληθωρικά ρομαντικά στοιχεία που συνδέουν την καινοτόμα για την εποχή της μουσική γλώσσα με το παρελθόν. Η ορχήστρα είχε και παλαιότερα αποδώσει το έργο με θαυμάσιο τρόπο (υπό τον James Levine), ενώ η εξοικείωσή της με τις απαιτήσεις της μπεργκιανής σύλληψης φαινόταν σε κάθε μέτρο του έργου και στην αναλυτική της προσέγγιση.  Τα ορχηστρικά ιντερμέδια που συνδέουν τις δεκαπέντε σκηνές των συνολικά τριών πράξεων του έργου, οι οποίες ακούγονται δίχως διακοπή, ερμηνεύτηκαν με ευαισθησία και σκέψη.

Σκηνή από την νέα παραγωγή του "Wozzeck" του Alban Berg. Φωτο: Ken Howard / Met Opera
Σκηνή από την παραγωγή του “Wozzeck” του Alban Berg. Φωτο: Ken Howard / Met Opera
Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα