When Swallows Cry…τρυφερά φτερουγίσματα ψυχών, ανελέητα τσαλαπατημένων από τη βία και την εξουσία∙ ψυχές που βιώνουν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τις ζωντανές, καταστροφικές αλήθειες που ματώνουν έργα ανθρώπων και θεών.
Στο πλαίσιο του προγράμματος της θεατρικής σκηνής «Αγγέλων Βήμα», με τίτλο «ΧΩΡΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ», με την οποία τιμώνται τα 25 χρόνια (1/4 του αιώνα) Δημοκρατίας στη χώρα, παρακολουθήσαμε (13 Απριλίου) με δέος το έργο του Νοτιοαφρικάνου συγγραφέα Mike van Graan Όταν τα Χελιδόνια Κλαίνε, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά.
Το πολύπτυχο και διεθνές έργο του Μike van Graan στον τομέα του πολιτισμού και του ακτιβισμού είναι γνωστό, απότοκο του οποίου είναι το εν λόγω θεατρικό που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ο τίτλος και μόνο παραπέμπει σε πένθος, το πένθος για έναν θάνατο που απλώνεται τραγικά, παγιδεύοντας στη μακάβρια δίνη του μια χαμένη αθωότητα που φτεροκοπά απελπισμένα για να ζήσει. Ένας θάνατος που πνίγρι χωρίς τύψεις, χωρίς αιδώ, χωρίς πίστη κάθε ανθρώπινη κραυγή που σφαδάζει μέσα στον επίγειο όλεθρο.
When Swallows Cry, ένα έργο τόσο δυνατό και ρεαλιστικό που καίει το δέρμα μας καθώς η γυμνότητα των νοημάτων του αφήνει έκθετα τα οδυνηρά, ματωμένα τραύματα των αθώων ψυχών, αθώων σαν τις ψυχές των χελιδονιών που αλλάζουν τόπο στην αναζήτηση μιας ανύπαρκτης (;) Εδέμ. Τα διάπυρα νοήματα του έργου άπτονται ερωτημάτων πανανθρώπινων, παγκόσμιων, διαχρονικών, όπως η απελπισμένη αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής μέσα από τη μετανάστευση και η κατάχρηση της ανθρώπινης εξουσίας.
When Swallows Cry, τρεις αιματοβαμμένες ιστορίες που περιπλέκονται αριστοτεχνικά μεταξύ τους, καθώς εκτυλίσσονται σε τρεις χώρες και σε τρεις ηπείρους. Ο συγγραφέας αρχικά ταξιδεύει τον θεατή σε ένα δάσος χαμένο κάπου στην Αφρική, σε ένα γραφείο εισόδου μεταναστών στον Καναδά και σε ένα κέντρο κράτησης μεταναστών στην Αυστραλία. Ο άνομος κύκλος περιστρέφεται ατέρμονα με κέντρο τη βία, τον κυνισμό, αφήνοντας ωστόσο να διαφανούν σπαράγματα ανθρωπιάς και ελπίδας.
Ο σκηνοθέτης Θ. Βουρνάς εικονοποιεί με γοητευτική ευαισθησία, ρεαλισμό και δημιουργικό όραμα την αίσθηση ότι τα παιχνίδια εξουσίας, τα διλήμματα, ο εκφυλισμός, η οδύνη και ο θάνατος είναι εγγενή ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως φύλλου, φυλής, κοινωνικής προέλευσης, μόρφωσης. Η σκηνοθετική οπτική κεντά με ανεπαίσθητη οδύνη εκείνες τις μύχιες εκλάμψεις ανθρωπισμού και ελπίδας, μετουσιώνοντας το πραγματικό μέσα από τη φρίκη ενός πολυσχιδούς πολέμου, που μαίνεται σε ψυχές και σώματα ανθρώπων και πουλιών, ενός πολέμου που τους χάλασε για πάντα.
Η σκηνοθετική δύνη ιχνηλατεί την πορεία από την εξουσία, πατώντας πάνω σε κακοφορμισμένα διλήμματα, προς την προσωπική εξαθλίωση, τη μήνη για μια επάρατη διαφορετικότητα, που συγκλονίζει με τη γυμνότητα ενός ρατσιστικού ραπίσματος. Η οπτική του Θ. Βουρνά επεξεργάζεται αντιστικτικά την ερμηνεία των ηθοποιών και δημιουργεί έναν αέναο εναγκαλισμό συναισθημάτων από τον απόλυτο τρόμο, στο αποτρόπαιο μένος για τον άλλον.
Πράγματι, η ερμηνεία των τριών ηθοποιών, που ματώνουν, πεθαίνουν και ελπίζουν στις τρεις ιστορίες που διαδραματίζονται στα τρία μέρη του κόσμου αιχμαλωτίζει το κοινό δημιουργώντας εντάσεις, νοσηρά συναισθήματα, χαμένες σιωπές, ακατάπαυστο πόνο και άηχες κραυγές αγωνίας. Ο Τάκης Παρασκευόπουλος συνεπής και μετρημένος, ένας ήρωας εγκλωβισμένος στα συναισθήματά του, αποδίδει με αλήθεια κάθε πτυχή των πολυσχιδών χαρακτήρων που υποδύεται. Ο Μανώλης Κλωνάρης, αψύς, κυριαρχικός, διαβολικός, μοναχικός και μόνος, πάλλεται συναρπαστικά κάτω από μια ανίερη πίεση που φαίνεται στο, ενίοτε, χαμένο βλέμμα, ενός ανθρώπου που συγκρούεται με τον ίδιο τον εαυτό του. Ο Άγγελος Ανδριόπουλος, με την ευγενή του παρουσία και τον συντονισμένο ρυθμό του λόγου του κινείται με άνεση, ετοιμότητα και σαφήνεια, εκφράζοντας πειστικά την κάθε αλήθεια του ρόλου που ερμηνεύει.
Τέλος, οι εναλλαγές των πολλαπλών ρόλων συντελούνται από τους τρεις ηθοποιούς με ενάργεια, ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση και φόρτιση, δημιουργώντας σε κάθε περίπτωση την διακριτή διάσταση του κάθε ρόλου που αιχμαλωτίζει τον θεατή. Πράγματι υπήρξε ιδιαίτερη σύμπνοια μεταξύ της εναλλαγής των ρόλων – σκληρά αντιφατικών – και της γρήγορης ροής των σκηνών από τις διαφορετικές ιστορίες που κορυφώνονται αριστοτεχνικά, απογειώνοντας το σκηνοθετικό αποτέλεσμα.
Η μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου μετέφερε την αλήθεια των συναισθημάτων, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια της Κασσιανής Λεοντιάδου με τον μινιμαλισμό και τη λιτότητά τους απέδωσαν το σκότος και την πραγματικότητα του κάθε χαρακτήρα και βοήθησαν στη δημιουργία της σκηνής. Ο φωτισμός του Βαγγέλη Μούντριχα και το Sound design του Βασίλη Τζιώκα έδεσαν τολμηρά και δημιουργικά, χαρίζοντας σαγηνευτική και αλλόκοτη ομορφιά σε κάθε σκηνή.
Σε κάθε περίπτωση, το έργο έθιξε επίκαιρα και πάντοτε υπαρκτά θέματα που ταλαιπωρούν τη ανθρώπινη ψυχή. Η σκηνοθεσία με την τόλμη και την ευαισθησία της υπενθυμίζει σαρκαστικά τη σατανική πτυχή της ανθρώπινης φύσης που λικνίζεται στο διηνεκές χαμογελώντας χαιρέκακα. Ωστόσο, ο θεατής μετέχει στο μήνυμα ελπίδας που μέσα από τον τρόμο, ξεφυτρώνει με θράσος, έχοντας ένα όραμα, να ζήσει. Κι εμείς, αφήσαμε πίσω μας τη σκοτεινή σκηνή, γεμάτοι γιατί που σφυροκοπούν μέσα μας, γεμάτοι ματωμένα διλήμματα και μηνύματα ενός στοιχειωμένου παρελθόντος, που μας συνταράζουν και δηλώνουν αποφασιστικά κι εμμονικά ότι είναι εδώ, ότι θα είναι πάντα εδώ.