«Les Vêpres Siciliennes» του Verdi στη Βασιλική Όπερα Covent Garden του Λονδίνου

O Erwin Schrott και η Χορωδία της Βασιλικής Όπερας (φωτο: Bill Cooper/ROH).

photo-verdiΤο 1855, ο Giuseppe Verdi  (φωτογραφία) ολοκληρώνοντας τους «Σικελικούς Εσπερινούς» (Les Vêpres Siciliennes), παρέδωσε μια δεύτερη μεγάλη όπερα (grand opéra) προορισμένη για την σκηνή της Όπερας των Παρισίων: η πρώτη του σύνθεση για το θρυλικό αυτό γαλλικό λυρικό θέατρο ήταν η grand opéra «Jérusalem» -επεξεργασμένη εκδοχή του  προγενέστερου λυρικού δράματος ,«I Lombardi alla prima crociata»-  κατά την οποία τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Gaston κράτησε ο αγαπημένος τενόρος του Gaetano Donizetti, Gilbert Duprez.

Η πρεμιέρα των «Σικελικών Εσπερινών» δίνεται στις 13 Ιουνίου 1855, με ιδιαίτερη επιτυχία. Εντούτοις, κατά τα επόμενα χρόνια, καίτοι ο συνθέτης επιχείρησε να αναθεωρήσει ορισμένους ρόλους της,  δεν κατάφερε να την εντάξει στο σταθερό ρεπερτόριο του θεάτρου.

Στην μεταφρασμένη της ιταλική εκδοχή και με μετάθεση του τόπου δράσης της από την Σικελία, στην Πορτογαλία του 1640 (σύμφωνα με την πρόταση του λιμπρετίστα της,  Eugène Scribe, η όπερα παρουσιάστηκε στις 26 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, στο Teatro Regio της Πάρμα. Στη συνέχεια, ο Verdi προχώρησε σε περαιτέρω αλλαγές (ανάμεσα σε άλλες, συμφωνώντας στην αφαίρεση της μουσικής μπαλέτου). Έκτοτε, η όπερα παρουσιάζεται συνήθως στην ιταλική της εκδοχή. Όμως, πάντα βρίσκονται μεγάλα λυρικά θέατρα τα οποία επιλέγουν να ανεβάσουν την πρώτη της γαλλική εκδοχή.

Σκηνή από την παράσταση (φωτο: Bill Cooper/ROH).
Σκηνή από την παράσταση (φωτο: Bill Cooper/ROH).

Η Βασιλική Όπερα (Royal Opera House, Covent Garden) του Λονδίνου παρουσίασε πρόσφατα τους «Σικελικούς» στην εν λόγω γαλλική εκδοχή. Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 25ης Οκτωβρίου. Επρόκειτο για αναβίωση της παραγωγής του Νορβηγού σκηνοθέτη όπερας και μαθητή του Götz Friedrich, Stefan Herheim, που είχε ανέβει για πρώτη φορά το 2013, σε συμπαραγωγή με την Βασιλικής Όπερας της Δανίας , Κοπεγχάγη, (The Royal Danish Opera, Copenhagen).  Τοποθετώντας την πλοκή στα 1855, έτος της παγκόσμιας πρώτης παρουσίασης του έργου, και μάλιστα, εντός της Όπερας των Παρισίων, αξιοποιεί το ταλέντο του σκηνογράφου Philipp Fürhofer, της ενδυματολόγου Gesine Völlm και του υπεύθυνου φωτισμού Anders Poll, στοχεύοντας σε ένα εικαστικό αισθητικό αποτέλεσμα που πολύ κολάκευε την όρασή μας. Κρινολίνα, μπαλαρίνες, μεγάλοι καθρέφτες και νεκρικές μάσκες, στο σχήμα νεκροκεφαλών, συνέδραμαν σε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Οι χορογραφίες του Ολλανδού André de Jong, που σημείωσε το ντεμπούτο του στο Covent Garden, το 2013, ακριβώς με αυτή την παραγωγή, πρόσθεταν στην όλη θετική εικόνα.

Το εν λόγω λυρικό θέατρο ανήκει στα μεγάλα εκείνα, που διαθέτουν τα οικονομικά μέσα να καλύπτουν τις διανομές τους με ηχηρά ονόματα τραγουδιστών. Καλλιτεχνών που ανήκουν στους αρτιότερους ενσαρκωτές των ρόλων διεθνώς. Και αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους που απολαμβάνουμε τις παραστάσεις που παρακολουθούμε στο ιστορικό βρετανικό λυρικό θέατρο με την εξαιρετική ακουστική και τον έξοχο αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, ο οποίος σε εμπνέει κάθε φορά που το επισκέπτεσαι.

Τον ρόλο της Hélène, αδελφής του Δούκα Frédéric της Αυστρίας, ερμήνευσε η Σουηδή υψίφωνος, Malin Byström, η οποία έχει τραγουδήσει και άλλους μεγάλους ρόλους στην ίδια σκηνή, ενώ κατά την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο (Ιανουάριος 2018), είναι προγραμματισμένο να τραγουδήσει τον ρόλο της Σαλώμης στην ομώνυμη όπερα του Richard Strauss. Η μεγάλη δραματική φωνή της, με δυνατά κέντρα, σε συνδυασμό με την προσωπική της γοητεία, είχαν πολλά να προσφέρουν στον ρόλο της ηρωίδας που, εν αγνοία της, ερωτεύεται τον νεαρό Σικελό Henri, γιό του Γάλλου κυβερνήτη Guy de Montfort, εχθρού των Σικελών. Ο Henri ανακαλύπτει το γεγονός στην πορεία.

Bryan Hymel και Michael Volle (φωτο: Bill Cooper/ROH).
Bryan Hymel και Michael Volle (φωτο: Bill Cooper/ROH).

Ως Henri, ο πάντα ακούραστος Αμερικανός τενόρος Bryan Hymel, τον οποίον είχαμε θαυμάσει στο ίδιο θέατρο τον περασμένο Μάιο (22/5), στον ρόλο του Don Carlo (Giuseppe Verdi), έδωσε τον καλύτερό του εαυτό.  Με τη θερμή του προσωπικότητα,  μεστή φωνή, υποδειγματική τεχνική και ευκολίες στην υψηλή φωνητική περιοχή, αντιμετώπισε τον ρόλο με τόλμη και αμεσότητα έκφρασης. Κατά την τέταρτη πράξη, που οι σύντροφοί του ήρωα βρίσκονται φυλακισμένοι, πέτυχε να φωτίσει με νόημα όλη την αγωνία της μουσικής και των τύψεων που βιώνει (Ȏ jour de peine et de souffrance), γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο πατέρας του, τους έχει συλλάβει, αφού εκείνος του έσωσε την ζωή.

Ο επιβλητικός Γερμανός βαρύτονος Michael Volle (άλλοτε μαθητής του ομότεχνού του, Josef Metternich) στον ρόλο του Guy De Monfort κρίθηκε άξιος πολλών επαίνων. Η βαγκνερικών διαστάσεων βαθιά φωνή του (θυμίζουμε ότι έχει διακριθεί, τόσο στο   ρεπερτόριο του Verdi, όσο και στο βαγκερικό, που του είναι ιδιαίτερα οικείο), η καθαρή του άρθρωση, όπως και ο χρωματισμός των λέξεων, έδωσαν στον ρόλο τις σωστές διαστάσεις. Κατά την πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης, όπου αποκαλύπτεται η μοιραία σχέση πατέρα-γιού, τόσο ο Volle, όσο και ο Hymel, απέδωσαν τα συναισθήματα με ιδιαίτερο σφρίγος και ισχύ. Ο Hymel υπογράμμισε την απογοήτευση του Henri με πραγματική απόγνωση, νιώθοντας την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του μαθαίνοντας ότι ο εχθρός του, είναι ο ίδιος ο πατέρας του.

Στον ρόλο του Jean Procida, Σικελού πατριώτη, o γεννημένος στην Ουρουγουανός μπασοβαρύτονος  Erwin Schrott (πρώην σύζυγος της Ρωσίδας υψιφώνου Anna Netrebko),  υπήρξε πειστικός, τόσο από μουσικής όσο και από υποκριτικής πλευράς. Με την γνωστή του σοβαρότητα ερμήνευσε μέσα στο  σωστό ύφος και με συναισθηματική ένταση τον ρόλο του. Σημειώνουμε, ότι είναι προγραμματισμένο να εμφανιστεί  στον ίδιο ρόλο, κατά τον ερχόμενο Μάρτιο, στο Μόναχο, στην Κρατική Όπερα της Βαυαρίας (Bayerische Staatsoper).

Στους συντομότερους ρόλους ικανοποίησαν οι Neal Cooper (Thibault), Jihoon Kim (Robert), Simon Shibambu (Le Sire de Béthune), Jeremy White (Le Comte De Vaudement), Michelle Daly (υπηρέτρια της Hélène) και Samuel Sakker (Mainfroid, ένας Σικελός).

Η Χορωδία της Βασιλικής Όπερας, προσεκτικά προετοιμασμένη από τον William Spaulding, απέδωσε με τονική ακρίβεια και, όπου χρειαζόταν, μεγαλοπρέπεια, τα μέρη της.

Ο Ιταλός αρχιμουσικός Maurizio Benini, ειδικός στο Ιταλικό και Γαλλικό οπερατικό ρεπερτόριο, πρόσφερε μια ερμηνεία ιδιωματική, δραματικά σφριγηλή και άμεση. Η ορχήστρα του λυρικού θεάτρου, όπως κάθε φορά, έπαιξε με ιδιαίτερη μουσικότητα και ήχο εκλεπτυσμένο, γεμάτο χρώματα και ευαισθησία, αναπνέοντας κάθε στιγμή με τους τραγουδιστές και φέρνοντας στην επιφάνεια λεπτομέρειες της υποδειγματικής ενορχήστρωσης του Verdi.

 

O Erwin Schrott και η Χορωδία της Βασιλικής Όπερας (φωτο: Bill Cooper/ROH).
O Erwin Schrott και η Χορωδία της Βασιλικής Όπερας (φωτο: Bill Cooper/ROH).
Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα