Οι Βρυκόλακες, αλλόκοτες υπάρξεις ενός κόσμου ανήλιαγου, καίτοι υπαρκτού, που στοιχειώνουν τον αριστοκρατικό μας κόσμο· αλλόκοτες υπάρξεις εκείνου του εφιαλτικού Αχέροντα που κατασπαράσσουν κάθε λαμπερό οίστρο μίας φευγαλέας στιγμής ενός βίου που γεννήθηκε σε πορφυρά σπάργανα για να πεθάνει σε μία ζοφερή ανυπαρξία.
Μια κατανυκτική σιωπή αγκάλιασε ασφυκτικά τη σκηνή του «Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν» εκείνη την κρύα νύχτα της 27ης Φεβρουαρίου. Και εγένετο σκότος! Ένα σκότος θυελλώδες, που μας παρέσυρε στη δική του δίνη, για να αγγίξουμε το ανάγλυφο βίων συντετριμμένων που κάποτε πλέχθηκαν μεταξύ τους ηδονικά αλλά και τραγικά.
«Μεγαλειότατε, έπρεπε να γράψω ένα έργο σαν τους Βρυκόλακες!» αναφώνησε, μετά από μία παύση, ο Henrik Ibsen το 1898, τουλάχιστον δέκα χρόνια μετά την πρεμιέρα του έργου, όταν ο Οσκαρ Β΄ της Σουηδίας, δήλωσε στον συγγραφέα τη δυσαρέσκειά του για το συγκεκριμένο δράμα. Προφανώς, ο πατέρας του ρεαλιστικού δράματος, πραγματεύθηκε καίρια ζητήματα που έπνιγαν την αστική τάξη της εποχής του με μια απογυμνωμένη, στυγνή, ενίοτε αιματηρή σαφήνεια.
Η ιψενική γραφή, ξεχύνεται κομψή αλλά ανηλεής, προς την απομάγευση ενός κόσμου βασανιστικού, μίας νήδυμης πλάνης που καταπίνει το μένος, την οργή, τις επιθυμίες θανάτου, τον όλεθρο που στοιχειώνουν τις σχέσεις των ανθρώπων, από την εποχή του προπατορικού αμαρτήματος. Ο Ibsen μέσα από το ζοφερό, βροχερό σαν την ανθρώπινη ψυχή, νορβηγικό φως αποκαλύπτει τις πληγές των ανθρώπων, τις άηχες ματαιώσεις, τους αμαρτωλούς πόθους αφήνοντας να χάσκουν ξέσκεπα και αναίσχυντα όλα εκείνα τα μυστικά, οδυνηρά φτεροκοπήματα μίας αβάσταχτης απελπισίας.
Οι Βρικόλακες! Ο όρος αυτός δεν αποδίδει την ακριβή μετάφραση του έργου, καθώς το ιψενικό δράμα, γραμμένο στη Δανέζικη γλώσσα το 1881, τιτλοφορείτο Gengangere, δηλαδή «εκείνοι που περπατούν ξανά στη Γη», ενώ σε μια πιο ελεύθερη απόδοση σημαίνει «φαντάσματα» Στη Νορβηγική γλώσσα ο όρος Gengangere σημαίνει «πρόσωπα που συχνάζουν στα ίδια μέρη και στις ίδιες ακριβώς θέσεις».
Οι Βρυκόλακες! Ο τίτλος του ιψενικού ψυχοδράματος ηχεί άλογα, αφυπνίζοντας θαμμένους φόβους, πνιγμένες σιωπές, επώδυνα και άηχα ουρλιαχτά· οι Βρυκόλακες, νοητά όντα ενός αιμοδιψούς παρελθόντος, δημιουργούν μια άλλη αλληγορία του σπηλαίου, αναπνέουν και τρέφουν το αδηφάγο μένος τους μέσα σε έναν απέραντο, εκλεπτυσμένο ρεαλισμό, στον απόηχο μίας natura naturans, εκείνης της ισχυρής δύναμης και αρχής που ρυθμίζει και ελέγχει την υπόσταση του είναι.
Ιχνηλατώντας πάνω στο σκιώδες αποτύπωμα του ιψενικού νατουραλισμού ανακαλύπτει κανείς τον μίτο, ο οποίος συνδέει κρυφούς συμβολισμούς πάνω στην αδήριτη ανάγκη μιας αλήθειας που παλεύει με τον εαυτό της μέσα σε δαιδαλώδεις μνήμες αναζητώντας λύτρωση. Ο τίτλος είναι σύντομος, λιτός, ασαφής και μυστηριώδης, χαρακτηριστικό που άπτεται του κινήματος του νατουραλισμού. Σταδιακά, γίνεται αντιληπτό ότι συνιστά το νοηματικό κέντρο, που περιλαμβάνει όλη την εξελικτική πορεία, τις ηθικές συγκρούσεις των προσώπων, το σκοτεινό υφάδι πάνω στο οποίο πλέκονται με δηλητηριώδη ορμή τραγικές ιστορίες τραγικών ανθρώπων.
Το σκοτεινό αυτό υφάδι που θέριεψε χρόνια ολόκληρα μέσα σε μια θανατερή σιωπή ακουμπά στα ίχνη του δαρβινισμού, περπατά στην ολόμαυρη ράχη ενός περιβάλλοντος (milieu) που ξεβράζει τα δεινά του χρονικού παρόντος με αναφορές σε αληθινά γεγονότα, όπως το νόθο παιδί που απέκτησε ο 18χρονος Ibsen με μία υπηρέτρια. Στο πλαίσιο των απότοκων συμβάντων του milieu, διαβλέπει κανείς ίχνη ντετερμινισμού, που διέπει τις αρχές του νατουραλισμού, ενός ντετερμινισμού όπου φύονται οι εκάστοτε ανθρώπινες θέσεις και αντιθέσεις.
Το πλαίσιο αυτό οντολογικά εντάσσεται στη νέα θεώρηση περί ανθρώπινης υπόστασης, καθώς, συγκεντρώνει και αναπαράγει τα στοιχεία που ορίζουν τον νατουραλιστικό αντιήρωα του 19ου αιώνα· ο αντιήρωας συνιστά προϊόν των κοινωνικοπολιτικών μεταβολών, έρμαιο της κληρονομικότητας και των προσωπικών ορμέμφυτων επιλογών, στο πλαίσιο του πειραματισμού, καθώς κάθε αντίδραση του αντιήρωα υπόκειται σε ψυχογραφική μελέτη.
Παλαιός θρήνος, παλαιό μένος, μια μήνις που έχει βρικολακιάσει και μια απέθαντη λήθη περιδινούνται γύρω από τα τραγικά πρόσωπα, αναζητώντας λόγο ύπαρξης· η κληρονομικότητα, που αγκαλιάζει σφιχτά τον δαρβινισμό, οδηγεί στο στοιχείο της επαναληπτικότητας· είναι οι Gengangene που επιστρέφουν σαν φαντάσματα στον τόπο του εγκλήματος για να στοιχειώσουν τον αβίωτο βίο, τη στιγμή που εμείς, οι δυστυχείς, θεωρούσαμε ότι όλα αυτά είχαν ταφεί βαθιά στην άβυσσο της αμνημοσύνης.
Η κ. Alving ξετυλίγει την άκρη του μίτου που δένει την αλήθεια πάνω στον συμβολισμό του τίτλου. Είναι η τραγική φιγούρα που ξέρει, είναι ολόκληρη ένα σιωπηλό ουρλιαχτό, η μήτρα που έθρεψε μέσα της χρόνια ολάκερα τους Gengangene, για να τους ξεβράσει μέσα από οδύνη αφόρητη. Συνεπώς, αυτοδικαίως ο Ιbsen την ορίζει ως το πρόσωπο που αναφέρει με φρίκη, για πρώτη φορά, στο έργο τη λέξη βρυκόλακες, νοηματοδώντας την ουσία της πλοκής· είναι εκείνη η στιγμή που οι Gengangene, ως μνήμες αλλά και ως ιδεολογική προίκα επιστρέφουν και στοιχειώνουν την κ. Alving καθώς η ίδια γίνεται αυτόπτης μάρτυς του ερωτικού παιχνιδιού μεταξύ του Oswald και της Regine, της υπηρέτριας και μάλιστα στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχε δει τον άνδρα της να ερωτοτροπεί με τη μητέρα της Regine.
Παρόν και παρελθόν περιπλέκονται σε μια φονική σύγκρουση, σαθρό ομοίωμα ζωής. Ο Ibsen, καινοτομώντας καταργεί τους μεγάλους μονολόγους και ακροβατώντας μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού, δίνει ιδιαίτερο ρόλο στην ασφυκτική σχέση αίτιου και αιτιατού, αποκαθηλώνοντας τον ήρωα από τον ιδανικό του κόσμο, φωτίζοντας με ολέθριο τρόπο την εσωτερική του αχερουσία, χωρίς εξιδανικεύσεις, χωρίς ωραιοποιήσεις.
Μια ιψενική, νοσηρή, ακατάπαυστη βροχή σκεπάζει τον οίκο των Alving και το άκουσμά της ηχεί σαν μετρονόμος που καθορίζει στιγμές και ώρες μιας ζωής ετοιμόρροπης, που λυσσομανά στην ατμόσφαιρα σαν επερχόμενο πένθος. Η ιψενική βροχή πέφτει πάνω στον Oswald, τον σκοτώνει αργά και σπαρακτικά, τον φοβίζει και τον πνίγει, όπως οι μητρικές αρχές και πεποιθήσεις που κυριαρχούν πάνω του. Το χρώμα της βροχής αντανακλά σαν ένα οπάλιο μισό γκρίζο που καταπίνει τη ζωή του.
Αυτός ο ανεπαίσθητος πόνος ξεχύθηκε στη σκηνή μέσα από την ενσυναισθητική οπτική του Δημήτρη Καραντζά και άγγιξε με ευφάνταστη ευαισθησία κάθε ενδόμυχη κραυγή ενός βασανισμένου εαυτού που αγωνίζεται να υπάρξει. Κάθε σκηνή, ολοκληρωμένη, επεξεργασμένη, δουλεμένη, διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη για να αναδομηθεί σε ένα καίριο, σημαντικό και συμπαντικό νοηματικό κέντρο που ερωτοτροπεί με το αιρετικό δίπολο αίτιου και αιτιατού, γοητεύοντας με την ιδιαίτερη αισθητική της σκηνοθεσίας· μιας σκηνοθεσίας που αφίσταται από εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις, για να εστιάσει στη μεγάλη έκρηξη, την κορύφωση μίας συγκρουσιακής απαντοχής που γεννά την αλήθεια της ορμής του πόνου.
Η μεγάλη Ρένη Πιττακή ως κ. Alving κυριαρχεί με έναν αλλόκοτο τρόπο ήδη από την αρχή ως προσωπικότητα και αφ΄ενός είναι εκείνη που ορίζει το νοηματικό κέντρο παίζοντας με τον όρο Βρυκόλακες, αφ΄ετέρου επιβάλλει το τέλος της θανάσιμης συγκρουσιακής έκρηξης. Κινείται αργά πάνω στη σκηνή, σαρώνοντας κάθε σκιά, αντιμετωπίζει σαν έτοιμη από καιρό σαν θαρραλέα έναν-έναν τους βρυκόλακες που τη στοιχειώνουν.
Η Ρένη Πιττακή τυλιγμένη στο πράσινο φόρεμα αποπνέει ελπίδα, ένα επερχόμενο φως, μια ιδεολογική αναγέννηση – απότοκο της μελέτης των βιβλίων την οποία στηλιτεύει με σαρκασμό ο πάστορας Manders – αλλά και συναισθηματική ασφάλεια, καθώς δέχεται τον Oswald στην αγκαλιά της με απόλυτη ενσυναίσθηση, αγκαλιάζοντας την ίδια ώρα κάθε του αδυναμία, κάθε του νόσο, κάθε του κάψιμο και κραυγή απελπισίας. Ωστόσο, μέσα από το μένος απέναντι στον σύζυγο και την αδήριτη ανάγκη της να εξαλείψει τη μνήμη του από το σύμπαν, οδηγείται σε μια νοσηρή σχέση με τον Oswald, καθώς φαντάζεται τον οίκο των Alving να κυριαρχείται από εκείνη και τον γιο της, όπως αναφέρει και η ίδια. Η κ. Alving υπερέβη τα εσκαμμένα, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι ευνουχίζει τον δυστυχή Oswald αποδίδοντάς του αρμοδιότητες που δεν του ανήκουν και προσπαθώντας να ελέγξει τη ζωή του με κάθε τρόπο, προσπάθεια που στο τέλος του έργου τη φέρνει φρικιαστικά αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό.
Η Ρένη Πιττακή με δραματική ενσυναίθηση περνάει από όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις, από την τρυφερότητα και τη οργισμένη απομάγευση της ζωής της, στον όλεθρο της αποκαθήλωσης της μνήμης ενός συζύγου που δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες της, την τραγική συνειδητοποίηση των όντων που τη στοιχειώνουν και τη ρεαλιστική απόφαση να ρυθμίσει η ίδια τη ζωή του Oswald· κάθε σκηνή της Ρ. Πιττακή είναι και μια μικρή κορύφωση, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με μια ανείπωτη θλίψη, η οποία πηγάζει είτε από την αδυναμία απόδρασης από τη φυλακή του παρελθόντος, είτε την αδυναμία συμφιλίωσης με το παρελθόν. Ωστόσο, έρχεται η στιγμή που η κ. Alving ξεσκίζει το δέρμα της και αντιμετωπίζει την κραυγή από το παρελθόν, είναι η στιγμή που ξημερώνει και μπαίνει ο ήλιος, σαν ένα φως που κατατροπώνει το σκότος του ψεύδους, όσο κι αν αυτό το φως της αλήθειας προμηνύει και έναν θάνατο.
Ο οίκος των Alving, σαν άλλος οίκος των Ατρειδών, συγκλονίζεται ήδη από τις απαρχές του από την κατάρα που κληροδοτεί ο πατέρας στον γιο και οδεύει προς την αυτοκαταστροφή. Ο πατέρας, ο λοχαγός Alving, σαν άλλος Αγαμέμνων, τελεί τη μία ύβρη μετά την άλλη και μέσα από τον έκλυτο βίο και την ανικανότητα να σταθεί ως πατρικό πρότυπο καταστρέφει την παιδική ηλικία του γιού, διαπράττοντας μια οιονεί έμμεση τεκνοκτονία· άλλωστε όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο Oswald, με δυσαρέσκεια, το μόνο που θυμάται από τον πατέρα του είναι η δυσάρεστη εμπειρία του καπνού σε μικρή ηλικία.
Η Ρένη Πιττακή ερμηνεύει αριστοτεχνικά την τραγική ιστορία μίας γυναίκας που μένει σε έναν νεκρό γάμο και μίας μητέρας που καλείται από τον γιο να πάρει πίσω τη ζωή που του έδωσε, χωρίς να γνωρίζουμε κατά πόσον σκέφτεται να προβεί σε αυτή την κίνηση για να βοηθήσει τον ίδιο, ή να έχει εκείνη τον τελευταίο λόγο στη ζωή του. Ο Ibsen αφήνει τον θεατή να ενώσει τα κομμάτια του υπαρξιακού αυτού παζλ και πράγματι δεν μας λέει εάν η Helen Alving θα δώσει στον Oswald τη μορφίνη.
Ωστόσο, ο συγγραφέας προβάλλει έτσι τη διάπυρη και υπόρρητη σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου, ενός ομφάλιου λώρου που καλείται η ίδια η μητέρα να κόψει· φέρνει στον νου αισχυλικούς απόηχους, εκείνη την αισχυλική οικογενειακή κατάρα που διαιωνίζεται σαν άλλη Ορέστεια, την ώρα που η κ. Alving προκαλεί τον αφανισμό του οίκου των Alving και της μνήμης του λοχαγού που επέρχεται με την πυρκαγιά που καταστρέφει το ίδρυμα που είχε κατασκευαστεί προς τιμήν του.
Ο Μιχάλης Σαράντης ως Oswald μεταδίδει με αξιοπρέπεια και αλήθεια τον σπαραγμό ενός ανθρώπου που βουλιάζει σε έναν προσωπικό όλεθρο. Εγκλωβισμένος από τη σαγηνευτική, άτεγκτη και δυναμική μητέρα, αναζητά ασφυκτικά φως, εκείνον τον ήλιο Δώσε μου τον ήλιο μητέρα για να απελευθερωθεί από μια ζωή που δεν επέλεξε ο ίδιος.
Ο Oswald του Μ. Σαράντη περιδινείται γύρω από την τέχνη του, συνιστά όλος μια πληγή που καταπίνει την ύπαρξή του, καθώς η μόνη του αμαρτία είναι ότι κληρονόμησε από τον πατέρα του τη χαρά της ζωής, μια χαρά που πνίγηκε κάτω από την υποκρισία της προτεσταντικής νορβηγικής κοινωνίας. Ο Oswald δεν μπορεί να ζήσει σε έναν κόσμο χωρίς όραμα, μακριά από την τέχνη και, νεκρός ψυχικά, νικημένος από την κληρονομιά του ακόλαστου πατέρα οδεύει προς τον βιολογικό θάνατο, αγκαλιάζοντας ένα χαμένο όραμα.
Ο Ακύλλας Καραζήσης ως Πάστορας Manders μεταφέρει στη σκηνή το άλογο στοιχείο ενός στείρου και απρόσωπου προτεσταντισμού. Όντας ο ίδιος ένας βρυκόλακας κρύβει μέσα του κάθε σαθρή, παλαιά και νεκρή πεποίθηση που σκοτώνει την Helen Alving, η οποία κάποτε τον αγάπησε και προσέτρεξε κοντά του αναζητώντας λύτρωση. Ο Α. Καραζήσης κυριαρχεί στη σκηνή υπεροπτικός και γοητευτικός, εξαπολύοντας μομφές, αδυνατώντας να πιστέψει ότι ο κόσμος του είναι μια τραυματική ψευδαίσθηση, αποχωρεί, αρνούμενος να αντιμετωπίσει τους δικούς του βρυκόλακες, αναφωνώντας με υπέρμετρη αλαζονεία, καλά, από πού κι ως πού ο άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ευτυχία; Όχι αγαπητή κυρία, μόνο το καθήκον μας πρέπει να κάνουμε!
Ο Κώστας Μπερικόπουλος ως Engstrand μεταφέρει την εικόνα εκείνου του ανθρώπου που μπροστά στην επιβίωσή του δεν διστάζει να προβεί σε άνομες πράξεις. Γλοιωδώς υποτακτικός και παραβατικός επενδύει τις πράξεις του με σκοπιμότητα με μοναδικό στόχο τον καιροσκοπισμό. Η νοοτροπία της επιβίωσης, με κάθε τρόπο, έχει κληροδοτηθεί και στην Regine, που ερμηνεύει αξιοπρεπώς η Ιωάννα Κολλιοπούλου – αν και δεν είναι βιολογική του κόρη. Η συμπεριφορά της στηρίζεται στη σκόπιμη υποταγή και το ιδιοτελές ενδιαφέρον με σκοπό την ανάδυση από την αφάνεια, καθώς η έλλειψη τρυφερότητας και αγάπης προβάλλονται από τον μηχανιστικό τρόπο που κινείται η Ι. Κολλιοπούλου στη σκηνή.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εντείνουν το νόημα της σκηνικής δράσης, ενώ η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού δημιουργεί συγκίνηση και συναισθηματικές εξάρσεις. Τα σκηνικά της Κλειούς Μπομπότη γοητεύουν καθώς είναι όσο πρέπει λιτά για ένα ιψενικό έργο και ακροβατούν αριστοτεχνικά μεταξύ σύγχρονου και παλαιού. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη χαρίζουν μια ιδιαίτερη αισθητική και λειτουργούν ενίοτε συμβολικά με τους χρωματισμούς τους. Η επιμέλεια κίνησης του Τάσου Καραχάλιου προσδίδει επιβλητικότητα και μεγαλοπρέπεια στην σκηνική παρουσία των ηθοποιών. Τέλος, η μετάφραση της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ συνεπής και αληθινή, λειτουργεί ως όχημα μέθεξης του κοινού.
Ο Ibsen αναφέρεται στο δράμα του ως «A Family Drama», γεγονός που από μόνο του κρύβει μια αχλή περιπαικτικότητας, που προκαλεί έκρηξη στα θεμέλια της νορβηγικής κοινωνίας του 19ου αιώνα· αιμομιξία, μοιχεία, ενδεχόμενη υποβοηθούμενη αυτοκτονία, βίοι έκλυτοι, νοσηρά μυστικά, αφροδίσια νοσήματα, αμαρτίες γονέων που παιδεύουν τα τέκνα κι ένας κόσμος ηδονικός που ξαπλώνει ξετσίπωτα από κρεβάτι σε κρεβάτι με σκοπό την απόλαυση, την απελευθέρωση, την επιβίωση.
Ο Ibsen ιχνηλατεί με τη σοκαριστική επιθετικότητα ενός ακραιφνούς ρεαλισμού τα βιώματα της σύγχρονής του κοινωνίας, βιώματα νοσηρά, φρικιαστικά και σπαρακτικά μιλώντας μέσα από πρόσωπα που δεν έχουν τίποτα το ακραίο, πέρα από την ανθρώπινη φύση τους και δρουν ως καθημερινοί άνθρωποι μέσα σε καθημερινά σαλόνια. Ο ιψενικός κόσμος γοητεύει με το φρίκη που κρύβεται πίσω από αλλόκοτα τείχη, σπαρμένα με πόνο και όλεθρο.
Ο συγγραφέας ψυχογραφεί τις ακατονόμαστες φοβίες, τον απερινόητο τρόμο που καταδιώκει τον καθέναν από εμάς τη στιγμή που βουλιάζουμε στην προσωπική μας αυτογνωσία. Όλοι ξέρουμε, ότι μέσα μας κατοικούν βρυκόλακες, που θρέφονται από το μένος μας, την οργή και την ανάγκη μας να πιστέψουμε σε ένα απελπισμένο ψέμα για να μη βυθιστούμε στην ανυπαρξία, αναζητώντας για πάντα το φως ενός ήλιου που δεν θα ανατείλει ποτέ.
Είμαστε όλοι στοιχειωμένοι, δεν κουβαλάμε μονάχα ό,τι κληρονομήσαμε από τον πατέρα και τη μητέρα μας, αλλά είναι κι όλες αυτές οι παλιές ιδέες, οι πεθαμένες, οι κάθε λογής προλήψεις που έχουνε ριζώσει μέσα μας και δεν μπορούμε να τις αποτινάξουμε. Διαβάζω μια εφημερίδα και αισθάνομαι πως γλιστράνε στοιχειά μέσα από τις γραμμές. Υπάρχουν παντού βρυκόλακες αμέτρητοι, σαν την άμμο της θάλασσας. Γι΄αυτό τρέμουμε όλοι το φως του ήλιου…