«Don Carlo» στη Βασιλική Όπερα Covent Garden του Λονδίνου

O τενόρος Bryan Hymell.

covent-garden-1

 

Κάθε νέα επιστροφή (και φέτος υπήρξαν αρκετές) στην Βασιλική Όπερα Covent Garden του Λονδίνου προσφέρει νέες εκλεκτές εμπειρίες.

Στις 22/5 παρακολουθήσαμε παράσταση της επικής όπερας «Don Carlo» του Giuseppe Verdi, το θέμα της οποίας στρέφεται γύρω από τον Don Carlos, γιό του Ισπανού μονάρχη, Φίλιππου Β΄. Η Γαλλίδα πριγκίπισσα Ελισάβετ (Élisabeth de Valois), ενώ είναι ερωτευμένη με τον Don Carlos και σκοπεύει να τον παντρευτεί, υποχρεώνεται τελικά να γίνει γυναίκα του Βασιλιά πατέρα του. Από εκεί αρχίζουν μια σειρά από γεγονότα που κρατούν το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος του τραγικού αυτού έργου. Το λιμπρέτο, η γαλλική εκδοχή του οποίου υπογράφεται από τους Joseph Méry και Camille du Locle, βασίζεται στο γνωστό έργο του Friedrich Schiller (Don Karlos, Infant von Spanien, 1787).

Πρόκειται ασφαλώς για το πλέον πολυδουλεμένο έργο του συνθέτη (συναρπαστικό, με θείες μελωδίες που εύκολα κάνουν τα μάτια να βουρκώνουν και μια ενορχήστρωση υποδειγματική στην επεξεργασία της),  το οποίο σώζεται σε διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη παρουσίαση (στη γαλλική γλώσσα) σημειώθηκε στο Παρίσι (Théâtre Impérial de l’Opéra), στις 11 Μαρτίου 1867.  Ο Verdi, για τα επόμενα ανεβάσματα, ένιωσε την ανάγκη να αναθεωρήσει την παρτιτούρα του αρκετές φορές για τις παρουσιάσεις στην ιταλική γλώσσα (στην γαλλική εκδοχή ο τίτλος είναι «Don Carlos», ενώ στην ιταλική, «Don Carlo»).  Η τελευταία εκδοχή παραδόθηκε το 1886 και παρουσιάστηκε στη Μόντενα, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους,  περίπου είκοσι χρόνια μετά την πρώτη.

photo-covent-garden-2Η παραγωγή, που πρόσφατα είχαμε την χαρά να εκτιμήσουμε στο Λονδίνο, επέλεξε την προαναφερθείσα τελευταία εκδοχή, που περιλαμβάνει και τις πέντε πράξεις (ενίοτε, η πρώτη πράξη δεν παρουσιάζεται). Βρήκαμε ιδανική την επιλογή, καθώς κατά την πρώτη πράξη γινόμαστε μάρτυρες της συνάντησης του Don Carlo και της Ελισάβετ, γεγονός που δίνει ακόμα μεγαλύτερο νόημα στα γεγονότα που ακολουθούν.

Επρόκειτο για την τρίτη κατά σειρά αναβίωση του ανεβάσματος του 2008,  που υπέγραφε ο Άγγλος σκηνοθέτης Nicholas Hytner. Ο Hytner συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το εν λόγω λυρικό θέατρο το 1987. Συμπράττοντας με τους Bob Crowley (σκηνικά και κοστούμια) και Mark Henderson (υπεύθυνος φωτισμού), πρότεινε μια κομψή, απέριττη (τα σκηνικά ήταν λίγα), σκουρόχρωμη και εύγλωττη άποψη. Συχνά είχαμε την εντύπωση ότι η δράση λάμβανε χώρα μέσα στο πλαίσιο ενός δωματίου-κελιού, όπου οι ήρωες ήταν, κατά κάποιον τρόπο, παγιδευμένοι.

Λίγοι θα διαφωνούσαν με το γεγονός ότι σε κάθε παραγωγή όπερας, οι τραγουδιστές είναι εκείνοι που έχουν την μεγαλύτερη σημασία και το  Covent Garden, έχοντας αντιμετωπίσει πολλές ακυρώσεις τραγουδιστών κατά τη διάρκεια αυτής της παραγωγής, τελικά κατάφερε να σχηματίσει μια άρτια διανομή.

Αναλυτικότερα, τον ρόλο του Don Carlo κράτησε ο Αμερικανός τενόρος Bryan Hymel, ένα από τα μεγάλα ονόματα λυρικών τραγουδιστών της εποχής μας, που πρωτοεμφανίστηκε στο Covent Garden το 2010 (Georges Bizet, Carmen, Don José). Όπως αναμέναμε, η απόδοσή του είχε πολλά να προσφέρει: υποστήριξε έναν δυναμικό και γεμάτο αμεσότητα ήρωα. Η ωραία φωνή του, με ιδιαίτερα μέταλλο και χρώμα, σε συνδυασμό με την σωστή υποκριτική του, έπεισε από την αρχή μέχρι το τέλος, σε αυτό τον τόσο απαιτητικό ρόλο, τον οποίο μόλις είχε προσθέσει στο ρεπερτόριό του.

O τενόρος Bryan Hymell.
O τενόρος Bryan Hymel.

Δίπλα του η επίσης Αμερικανίδα, Kristin Lewis (η οποία αντικατέστησε την Βουλγάρα Krassimira Stoyanova), πρόσφερε μια Ελισάβετ λυρική και εκφραστική. Η φωνή σοπράνο που διαθέτει είναι αντοχής, εύπλαστη και με ευκολία στις ψηλές νότες.

Η Ρωσίδα μέτζο Ekaterina Sementchuk (ή Semenchuk), που έχει σημειώσει θριαμβευτικές εμφανίσεις σε μεγάλα λυρικά θέατρα της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Αμερικής, υπήρξε απολαυστική στον ρόλο της Πριγκίπισσας Eboli: στιβαρή τεχνική και γεμάτη βελούδινη φωνή, με ανθεκτικά κέντρα. Φώτισε επιτυχώς τις ψυχικές μεταπτώσεις της ηρωίδας, που είναι παθιασμένα ερωτευμένη με τον Don Carlos. Δικαίως έλαβε ένα δυνατό χειροκρότημα μετά την άρια «O don fatale» (πράξη τέταρτη, σκηνή πρώτη).

Ο Rodrigo του Ιταλού βαρύτονου Simone Piazzola και ειδικά ο Βασιλέας Φίλιππος του Ρώσου μπάσου Ildar Abdrazakov άφησαν ιδιαίτερα θετικές εντυπώσεις. Ο Abdrazakov, μόλις σαράντα ετών (σχετικά νέος για την προσέγγιση αυτού του ρόλου, τον οποίον συνήθως επιλέγουν μεγαλύτεροι ηλικιακά λυρικοί καλλιτέχνες), με επιβλητική φωνή κατάφερε να κτίσει έναν ήρωα τραγικό, βουτηγμένο μέσα στις σκέψεις. Η μεγάλη άρια «Ella giammai m’amò» (πράξη τέταρτη, σκηνή πρώτη) τον βρήκε σε έξοχη φωνητική φόρμα (με ασφαλείς χαμηλές νότες). Υπήρξε πραγματικά συγκινητικός στην υπογράμμιση των βαθύτερων και τόσο πολυεπίπεδων σκέψεων του ήρωα, που αναλογίζεται ότι η γυναίκα του ποτέ δεν τον αγάπησε και ότι θα κοιμηθεί με ησυχία μόνο μέσα στον τάφο του.

Τον ρόλο του Mέγα Ιεροεξεταστή (Grande Inquisitor) κράτησε ο βετεράνος Γεωργιανός μπάσος Paata Burchuladze,  ο οποίος έχει επισκεφτεί αρκετές φορές την Αθήνα για εμφανίσεις: τον θυμόμαστε πάντα ως αποκαλυπτικό Boris (Modest Mussorgsky, Boris Godunov), στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στα μέσα τις δεκαετίας του 1980, όταν σημείωνε την πρώτη του εμφάνιση στη χώρα μας. Στον ρόλο του  Ιεροεξεταστή  χάρισε κύρος, καίτοι η φωνή του εδώ και μερικά χρόνια δεν διαθέτει τις ποιότητες που κάποτε διέθετε. Αν και ακούστηκε κουρασμένος, ο αγαπητός αυτός τραγουδιστής επένδυσε την ερμηνεία του με μουσικότητα και νόημα.

Στους μικρότερους ρόλους ικανοποίησαν οι Angela Simkin (Tebaldo), Francesca Chiejina (Φωνή από τον Παράδεισο), David Junghoon Kim (Κόμης di Lerma) και Andrea Mastroni (Carlos V).

Η χορωδία και η ορχήστρα αποδείχτηκαν  για άλλη μια φορά εξαιρετικές στην ηχητική τους ποιότητα και τονική ακρίβεια.  Ειδικά η ορχήστρα έπαιξε με ποιότητες μουσικής δωματίου και έναν ήχο αναλυτικό, ζεστό και βελούδινο.

Ο Γάλλος αρχιμουσικός Bertrand de Billy υπήρξε περίπου συνεπής στα βασικά ζητούμενα της παρτιτούρας, όχι όμως αρκετά δραματικός και εκφραστικά άμεσος σε πολλά σημεία του έργου, εκεί δηλαδή που οι τραγουδιστές και η ορχήστρα αποζητούσαν μια πιο στιβαρή και δυναμική διεύθυνση. Ναι, κλείνοντας, δεν θα κρύψουμε, ότι πολύ μας έλειψε η όλο φλόγα διεύθυνση του Antonio Pappano, έξοχου μουσικού διευθυντή της Βασιλικής Όπερας από το 2002, που μόνο επιτυχίες γνωρίζει.

 

 

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα