«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Eugene O’Neil, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα)

 

«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»

Eugene ONeil

Σκηνοθεσία, Δημήτρης Καραντζάς

Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας.

Χλωμή ήταν εκείνη η ημέρα που γύρισε από την άκρη του ανέμου και σωριάστηκε στο χώμα. Βαριά ομίχλη, νύχτες παλιές, προσδοκίες ξεφτισμένες, αρχέγονα πάθη και επιθυμίες θανάτου σύρθηκαν σατανικά στο κορμί της, σαν ερινύες που διψούσαν για δικαίωση. Και το τραπέζι του μεγάλου δείπνου έγινε μνήμα…

Long Day’s Journey Into Night! «…στην αγάπη σου και την τρυφερότητά  σου….που μου έδωσαν πίστη στην αγάπη, αυτή που με κατέστησε ικανό να αντιμετωπίσω επιτέλους τους νεκρούς μου και να γράψω αυτό το έργο˙ να το γράψω με βαθύ έλεος, κατανόηση και συγχώρηση και για τους τέσσερις βασανισμένους Tyrones» (Ιούνιος 1941).

Με τον τρόπο αυτό ο Eugene O’ Neil – ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς δραματουργούς με βραβείο Nobel λογοτεχνίας και τέσσερα βραβεία Pulitzer –  αφιέρωσε στην τρίτη του σύζυγο Carlota το έργο του Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Ο O’ Neil ολοκλήρωσε το έργο το 1941, θέτοντας ως όρο να μην ανέβει στη σκηνή για μία περίοδο 25 ετών, μέχρι δηλαδή να επέλθει ο θάνατος των όποιων συγγενών θίγονταν από τα γεγονότα που δομούν την πλοκή του έργου, γεγονότα στενά συνδεδεμένα με την παιδική και εφηβική του ηλικία. Τελικά το έργο ανέβηκε το 1956, τρία μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Eugene O’ Neil.

O Eugene O’ Neil θεωρείται ο δραματουργός που εισήγαγε τον ψυχολογικό και κοινωνικό ρεαλισμό στο αμερικανικό θέατρο, με αναφορές στον Checkov, τον Ιbsen και τον Strindberg∙ χρησιμοποίησε ως λεκτικό εργαλείο την αγγλική καθομιλουμένη και επικεντρώθηκε στην περιγραφή περιθωριοποιημένων χαρακτήρων, οι οποίοι αγωνίζονταν, ήλπιζαν και προσδοκούσαν μια ζωή καλύτερη, η οποία δεν ερχόταν ποτέ.

Ο O’ Neil χρησιμοποίησε σκηνικά αντικείμενα που μιλούσαν για τον χαρακτήρα των ηρώων του, με αποτέλεσμα τα έργα του να περιέχουν μακροσκελείς σκηνικές οδηγίες, οι οποίες στο Long Days Journey into night, εκτείνονται σε τρεις σελίδες. Η πρακτική αυτή αφ΄ενός εξασφαλίζει ότι το σκηνικό ταυτίζεται με το όραμα του συγγραφέα και αφ΄ετέρου κάθε σκηνικό αντικείμενο σηματοδοτεί ένα ίχνος από την ιστορία των προσώπων∙ το σκηνικό προϊδεάζει και προετοιμάζει τη μέθεξη στην πλοκή και τις ιστορίες των ηρώων – άλλη μια ευφυής καινοτομία του δημιουργού. Παράλληλα, οι διάλογοι των έργων του είναι ρεαλιστικοί, κατά τα πρότυπα του φυσικού λόγου, άλλο ένα καινοτομικό στοιχείο για το αμερικανικό θέατρο.

Long day’s journey into night! Η συγγραφή του έργου αυτού λειτουργεί ως βάλσαμο για τον O’ Neil και τον βοηθά να ξορκίσει πληγές δικές του αλλά και πληγές που δημιούργησε ο ίδιος σε αγαπημένα πρόσωπα. Ήταν γιός ενός Ιρλανδού μετανάστη επ΄ονόματι  James O’Neill – ένας αλκοολικός ηθοποιός που προτίμησε το εμπορικό θέατρο εξοργίζοντας τον νεαρό Eugene –  και της Mary Ellen Quinlan, με εθισμό στη μορφίνη για να ξεπεράσει την επιλόχεια κατάθλιψη μετά τη δύσκολη γέννα του τρίτου γιού, που ήταν εκείνος, ο Eugene.

O Eugene O’ Neil μεγάλωσε σε πατριαρχικό περιβάλλον, με την πατρική σκιά σκληρή, αβάσταχτη∙ ο James ήταν ένας πατέρας επικριτικός, εγωκεντρικός, αγχώδης και παραδόπιστος, εμμονικός με την αγορά γης, ενώ η μητέρα, ονειροπόλα, μεγαλωμένη σε μοναστήρι, ρομαντική και θύμα των οραμάτων και των προσδοκιών της. Κάπως έτσι ο Eugene στήνει το σκηνικό της δικής του ιστορίας!

Δυστυχώς ο Eugene δεν ξεφεύγει από την κατάρα και κατακρεουργεί κι εκείνος κάθε οικογενειακό δεσμό που έτυχε να δημιουργήσει∙ ηχηρό παράδειγμα η περίπτωση του πρωτότοκου γιού του, του Eugene Jr., τον οποίο αρχικά αρνήθηκε να αναγνωρίσει, στερώντας του την επίγνωση του πατρώου γένους. Ο γιος αργότερα, εθισμένος σε αλκοόλ και ουσίες, χάνει τα λογικά του και αυτοκτονεί τον Σεπτέμβριο του 1950, ανοίγοντας τον δρόμο στην παρουσίαση του έργου.

Long day’s journey into night! Σπαράγματα ψυχών και ανήλιαγες χαρακιές ζωής περιδινούνται γύρω από μια σιωπή που προμηνύει οδύνη κι όλεθρο∙ κι η σιωπή γίνεται χίλια κομμάτια, αφήνοντας πίσω αίμα και μένος. Κι ήταν τα πρόσωπα θλιμμένα, εκείνων των τεσσάρων σκιών που έδεσαν σφικτά τις ζωές τους σε έναν κόμπο ύπαρξης.

Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα! Κι ήταν η μέρα μεγάλη, κύλησε ηδονικά μέσα στη νύχτα, σαν αλληγορία που ψάχνει απεγνωσμένα μια σκοτεινή κραυγή,  για να ουρλιάξει την οδύνη της∙ φως και σκοτάδι, δεμένα για πάντα με αόρατα δεσμά, ξέφτια μιας ζωής φωτεινής που φωλιάζουν, όταν έρθει εκείνη η ώρα, μέσα στον τάφο – μέχρι την επόμενη ανατολή.

Κι ήρθε η ώρα που το σκοτάδι τύλιξε εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό του 1912, στο σαλόνι των Tyrones∙ ήταν ένα αίσημον ήμαρ χωρίς τέλος και μια αρχή αδιόρατη, που χαϊδεύει αιώνες τη μοίρα των ανθρώπων. Τέσσερα πρόσωπα, αιχμάλωτα σε έναν ιστό αράχνης ψηλαφούν, απεγνωσμένα, ζητήματα που άπτονται της ζωής και του θανάτου, της γέννησης και της ζωής∙ οι πρώτες κουβέντες εκείνου του πρωινού φαίνονται αρχικά εύθυμες, ευχάριστες, με ανταλλαγές φιλοφρονήσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας.

Ένα παρελθόν αβάσταχτης οδύνης και ατέλειωτης θλίψης τυλίγει τη φαινομενική γαλήνη, καθώς σταδιακά, οι διάλογοι εξελίσσονται, ψηλαφώντας εκείνες τις παλιές πληγές, που χάσκουν ακόμη ανοιχτές∙ το φως του πρωινού γίνεται δίνη, όπου στο άνοιγμα τυλίγονται λόγια βαριά, αμφιθυμία και μια λανθάνουσα μορφή αγάπης. Κι η δίνη, χωρίς σπλάχνιση, ρουφάει στις φλέβες της τους μορφασμούς, τα πένθη, τη φρίκη, τα λόγια που έπνιξαν την καλοσύνη, για να τα ξεβράσει στο χάος της ανυπαρξίας.

Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα)

Ο συγγραφέας ανεβάζει στη σκηνή τους ίδιους του τους γονείς, που σαν βρικόλακες τον στοιχειώνουν ανελέητα. Έτσι  αναβιώνουν στη σκηνή παλιοί θρήνοι, μένος και μήνις που περιδινούνται γύρω από τα τραγικά πρόσωπα, αναζητώντας δρόμο διαφυγής· η κληρονομικότητα, σε συνδυασμό με τον δαρβινισμό, οδηγεί στο φαινόμενο της επαναληπτικότητας που μέσω του περιβάλλοντος (milieu) ξεβράζει τα δεινά του χρονικού παρόντος με αναφορές σε αληθινά γεγονότα – τη ζωή του συγγραφέα.

Milieu και ντετερμινισμός άπτονται ενός νατουραλισμού που συγκλονίζει τον οίκο των Tyrones, καθώς αναπαρίσταται στη σκηνή ο αντιήρωας, που συναντάμε κατά τον 19ο αιώνα, προϊόν κοινωνικοπολιτικών μεταβολών, έρμαιο της κληρονομικότητας και των προσωπικών ορμέμφυτων επιλογών. Άλλωστε η χρήση του ψυχολογικού ρεαλισμού συνιστά εργαλείο αναζήτησης της πραγματικής εικόνας, ενώ η δύναμη του δραματουργού O’Neill – ο οποίος στηρίζεται σε φροϋδικές αναφορές – εντοπίζεται ακριβώς στην αποκάλυψη μιας κρυμμένης αλήθειας, την επερχόμενη δραματοποίηση του υποσυνείδητου και την εσωτερική πάλη του εαυτού.

Ως εκ τούτου, η σκηνή κατακλύζεται από μια ατμόσφαιρα καταστροφικότητας∙ ο συγγραφέας δραματοποιεί καταστάσεις όπου γονείς επιδεικνύουν εξαιρετικά αιμοβόρες συμπεριφορές απέναντι στα παιδιά τους. Η τεκνοκτονία συνιστά μία κρίσιμη παράμετρο του έργου, ενώ ο φόνος δεν διαπράττεται μόνο στο παρελθόν και στο μέλλον, αλλά διενεργείται και πάνω στη σκηνή από ένα ορισμένο είδος διαλόγου.

Η μελέτη του διαλόγου που μπορεί να πληγώσει και να δολοφονήσει είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και έγκειται στο ανεπαίσθητο όριο που χωρίζει την αγάπη και το μίσος∙ αυτό το όριο οι χαρακτήρες του O’ Neil το παίρνουν στα χέρια τους και το μετακινούν βάσει των παθών τους: αιματηρές αντεγκλήσεις, προσβολές, ματαιώσεις, ανεξέλεγκτη οργή, υποτιμητικός λόγος, εκρηκτικές συγκρούσεις, παιδωμός, μαρτύριο, επιθυμία θανάτου, απώλεια εαυτού και ταυτότητας, άδειασμα ψυχής, εθισμός που κυριαρχεί παντού για να καταλαγιάσει τον όλεθρο – ίσως και να γλιτώσει έναν φόνο –  και μετά πάλι ενοχές, απελπισία, έλεος, μετάνοια, συγχώρεση.

Αυτά είναι τα μεγάλα και μοιραία θέματα ενός μοιραίου συγγραφέα που υποφέρει και δημιουργεί ένα αριστούργημα για τη φρίκη των ανθρωπίνων σχέσεων, οι οποίες ζουν τις δικές τους μέρες και νύχτες∙ ο θάνατος, ενδεχομένως να μην προκύπτει κυριολεκτικά, ωστόσο αγκαλιάζει με την παρουσία του τις ψυχές των πασχόντων προσώπων.

Τα τραγικά πρόσωπα του O’ Νeil βρίσκονται σε ένα ανεπαίσθητο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου∙ αυτή η νεκρή ζώνη κυριάρχησε στη σκηνή  μέσα από την ενσυναισθητική οπτική του Δημήτρη Καραντζά και άγγιξε με ευφάνταστη ευαισθησία κάθε ενδόμυχη κραυγή ενός βασανισμένου εαυτού που αγωνίζεται να υπάρξει.

Κάθε σκηνή, επεξεργασμένη και δουλεμένη στο έπακρο, διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη για να αναδομηθεί σε μια ουσιώδη και συντεταγμένη θεατρική δυναμική, γοητεύοντας με την ιδιαίτερη αισθητική της σκηνοθεσίας· μιας σκηνοθεσίας που αφίσταται από εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις, εστιάζοντας σε μεγάλες συγκρούσεις, σε σύντομες αλλά αβυσσαλέες  εκρήξεις που κορυφώνονται στην απαντοχή μιας λύτρωσης.

Η σκηνοθεσία, μέσω της ομίχλης που προκαλούν οι υαλοπίνακες, αναδεικνύει το ανάγλυφο της οδύνης των οικογενειακών δεσμών∙ ποίηση, αλκοόλ, μορφίνη και υποκριτική λειτουργούν ως μεταβατικά αντικείμενα, φάροι προσκόλλησης των πασχόντων προσώπων και καταφύγιο ψυχής – ύστατη προσπάθεια γεφύρωσης των σχέσεων μεταξύ πατρός και υιών. Ως εκ τούτου τα μεταβατικά αντικείμενα χαρίζουν συναισθηματική ασφάλεια στα πάσχοντα πρόσωπα και δύναμη να αντέξουν την αδυσώπητη επικοινωνία με τον άλλον – και την οδύνη που εκείνη προκαλεί, καθώς η βία συνιστά μια βασική μορφή επικοινωνίας μεταξύ των τεσσάρων τραγικών προσώπων.

Η σκηνοθετική οπτική διέπεται από μια υπόρρητη επικοινωνία σημασιών και κεκαλυμμένων εμμονών, καθώς έρχεται η στιγμή που ο προφορικός λόγος καθίσταται αδύναμος και ανεπαρκής να επουλώσει πληγές και χάσματα. Η σκοτεινή και υποβλητική σκηνή κατακλύζεται από μια φρενήρη λαιμαργία, μια πείνα νοσηρή και μια δίψα ακόμη πιο νοσηρή που ξεσπά σε ατέρμονες ανικανοποίητες ανάγκες∙ η λαιμαργία και η δίψα σέρνονται ξεδιάντροπα και εκρηκτικά πάνω στο τραπέζι, που γίνεται τάφος σκαμμένος από τον πατέρα και τον γιο.

Ο συγκρουσιακός λόγος πλημμυρίζει από μια αδήριτη ανάγκη φροντίδας, μίας σφοδρής επιθυμίας για στοργή και προσοχή, καθώς φαγητό και ποτό γίνονται αντικείμενο επαναλαμβανόμενων αντεγκλήσεων∙ αλκοόλ, μορφίνη και ποίηση συνιστούν τη μοναδική, αλλά εξαιρετικά σύντομη, ικανοποίηση των σφοδρών πόθων και της ανικανοποίητης λαχτάρας.

Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Γκέλυ Καλαμπάκα)

Η ερμηνευτική δύναμη της παράστασης δεσπόζει μέσω ενός διεισδυτικού ρεαλισμού, που αποτυπώνει το στίγμα του συγγραφέα.  Ο θίασος σε έναν απόλυτο συντονισμό ταξιδεύει με πάθος και οδύνη στις μεγάλες στιγμές της μεγάλης αυτής μέρας μέσα στη νύχτα∙ η Μπέτυ Αρβανίτη, ως Mary, βιώνει με συγκλονισμό και απαράμιλλη υποκριτική δεξιότητα έναν ρόλο που αναφέρεται στη «μητρική αγάπη» κατά τον ψυχολογικό ρεαλισμό του O’Neill∙ κάθε της σκηνή είναι μια σύντομη κορύφωση των συναισθημάτων της, ενώ καθηλώνει με την επιβλητική της παρουσία, τη διεισδυτικότητα και την ενσυναίσθηση στην επεξεργασία του ρόλου, την υποβλητική κινησιολογία, τον ρυθμό, τις γεμάτες ένταση και απαντοχή σιωπές, τους  αργόσυρτους, κατανυκτικούς μονολόγους που αναδύονται μυστηριωδώς από το υποσυνείδητο για να εκφράσουν το άρρητο.

Ο συγγραφέας αναπαριστά τη μητέρα του και «μιλά» μέσω της Mary για την απελπισία που έζησε με μια μορφινομανή μητέρα. Η Mary επενδύεται με έναν δυικό, αρχετυπικό μητρικό ρόλο, εκείνον του προσώπου που χαρίζει ζωή και εκείνου που την καταστρέφει. Η Mary κρύβει μέσα της απίστευτη αγάπη για τον Tyrone, οίκτο για τις ματαιώσεις του, τις οποίες αδυνατεί να διαχειριστεί λόγω της έντονης και εκρηκτικής προσωπικότητάς του που της δημιουργεί υπαρκτικό αδιέξοδο και επιθυμίες θανάτου και μίσος επειδή – εκείνος – «κακοποιεί» με τη συμπεριφορά του τους γιους της.

Η Mary συνειδητά παραμένει στον οίκο των Tyrones αναζητώντας να είναι παρούσα, ως πάσχον πρόσωπο, για να προστατεύει τα παιδιά της από την πατρική βία. Παράλληλα έχοντας βιώσει μια ζωή σημαδεμένη από συνεχείς αντεγκλήσεις, υποτιμήσεις, συγκρούσεις και προσβολές εκ μέρους του πατέρα στους γιους – και σε εκείνη –  δεν είναι σε θέση πλέον να αντέξει το πένθος που της προκαλεί η οικογενειακή ζωή και αποσύρεται σε έναν δικό της κόσμο που την καθιστά, αν όχι ευτυχή, τουλάχιστον συναισθηματικά δυνατή.

Η Mary, τέλος, κρύβει μέσα της μια τεράστια αγαπητική δύναμη που της επιτρέπει – σε συνδυασμό με τη μορφίνη, το αλκοόλ και την πίστη της – να καταπραΰνει τους ολέθρους της∙ ζει μέσα στην ψευδαίσθηση της ασθένειας του Edmund, είναι η μόνη ψευδαίσθηση που η Mary αγκαλιάζει έως το τέλος συνειδητά, καθώς φοβάται ότι η αλήθεια θα τη βουλιάξει στην ανυπαρξία, ενώ η μορφίνη και το αλκοόλ απομακρύνουν τις επιθυμίες θανάτου και φόνου που ενδεχομένως κρύβονται στο υποσυνείδητό της. Συγκλονιστική η στιγμή που η Mary πετά την περούκα, συντρίβοντας με απόγνωση και μένος την ψευδαίσθηση που προκαλεί στον σύζυγο και τους γιούς, καταδεικνύοντας μια αλήθεια που στοιχειώνει τους πάντες.

Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ως James Tyrone εντυπωσιάζει με τη μεγαλειώδη παρουσία του στη σκηνή και μαγνητίζει τη σκέψη του θεατή με την εκφραστικότητα, τη συνέπεια και την αλήθεια του βιώματος ενός πολύ μεγάλου ρόλου με πολλαπλές συναισθηματικές μεταπτώσεις∙ εγκλωβισμένος στις εμμονές και τους φόβους του,  εναλλάσσει με αριστοτεχνική ωριμότητα συναισθήματα και συμπεριφορές, ακροβατώντας, θαυμαστά, μεταξύ ειρωνείας, κυνισμού, σαρκασμού, έπαρσης, φόβου, μανιασμένης οργής, ανασφάλειας, τρυφερότητας, βιαιότητας, μετάνοιας, καταλλαγής, συγχώρεσης, ελέους. Ο Tyrone εξαρτάται απόλυτα από τη Mary, επιβιώνει συναισθηματικά με την ψευδαίσθηση ότι εκείνη είναι υγιής και απλώνει με βία και συντριβή το παρελθόν του πάνω στο υφάδι των οικογενειακών δεσμών. Ως εκ τούτου τα μέλη της οικογένειας αρνούνται να ζήσουν στο παρόν τους – αδυνατούν να το δουν – και το στρέφουν ως φονικό όπλο απέναντι στα υπόλοιπα μέλη.

Ο Tyrone αξιοποιεί και χρησιμοποιεί την τέχνη για να γεφυρώσει τα σχεσιακά χάσματα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πετάξει από πάνω του τον χαρακτηρισμό του «αποτυχημένου» πατέρα και ηθοποιού – καθώς η αποτυχία ως ματαίωση συντρίβει τον κυριαρχικό του χαρακτήρα∙ ως πάσχον πρόσωπο ο Tyrone θεωρεί ότι μέσω της ποίησης μπορεί να δημιουργήσει μία νέα οικογένεια, δημιουργώντας μια ιδεατή εικόνα – άλλη μία ψευδαίσθηση που συντηρεί την οικογενειακή σχέση. Ωστόσο, αυτή η ψευδαίσθηση υφίσταται περιστασιακά και κυριαρχεί εντός του πλαισίου που αφορά την ποίηση και την υποκριτική – στοιχείο που δρα καταπραϋντικά στην κόλαση που βιώνουν τα τέσσερα πάσχοντα πρόσωπα.

Ο οίκος των Tyrones, όπως κάποτε και ο οίκος των Ατρειδών, συγκλονίζεται από την κατάρα που κληροδοτεί ο πατέρας στους γιούς. Ο Tyrone, σαν άλλος Αγαμέμνων, διαπράττει συνεχείς ύβρεις – βία, υποτίμηση, αλκοόλ –  και, αδυνατώντας να σταθεί ως πατρικό πρότυπο, καταστρέφει την παιδική ηλικία των γιών, διαπράττοντας μια οιονεί έμμεση τεκνοκτονία· άλλωστε όπως αναφέρουν οι γιοι, με δυσαρέσκεια, θυμούνται ακόμη την εμπειρία του  αλκοόλ σε μικρή ηλικία, όταν με τον τρόπο αυτό ο πατέρας προσπαθούσε να καταλαγιάσει τους φόβους τους.

Ο Αινείας Τσαμάτης, ως  πρωτότοκος Jamie, αναλαμβάνει με εξαιρετική προσήλωση, ρεαλισμό και προσωπική συντριβή τον ρόλο ενός Υπερεγώ του πατέρα, του αδερφού και της μητέρας, πετώντας πάνω τους ξεδιάντροπα και οργισμένα τα θραύσματα από το κάτοπτρο των τριών αυτών προσώπων∙ μπλεγμένος στο δίχτυ του θυελλώδους θυμικού, της οργής, του αλκοόλ, των poètes maudits του 19ου αιώνα και της προσωπικής ματαίωσης – αποτυχημένος ηθοποιός σαν τον πατέρα του –  παλεύει μέχρι το τέλος για να καταλαγιάσει τον όλεθρο που κληρονομεί από το παρελθόν του.

Ο Α. Τσαμάτης πατά με αυτοπεποίθηση και βαθιά ενσυναίσθηση στις εναλλαγές πάνω στις οποίες περιδινούνται άγριες, απότομες και στιγμιαίες ριπές αγάπης και μίσους, σεβασμού και απαξίωσης∙ φονικοί διάλογοι, υποτίμηση και βία χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των τριών ανδρών που καταλαγιάζουν – περιστασιακά – όταν γεφυρώνεται το χάσμα μέσω της ποίησης. Βαθιά ευαίσθητος, αναζητά απελπισμένα μια μητέρα που μπορεί να σταθεί στα πόδια της και να τον προστατεύσει από την κόλαση. Η ματαίωση αυτή – και η παρεπόμενη ανασφάλεια – τον οδηγεί στην υποτίμηση των γυναικών, στη δυσκολία διαμόρφωσης υγιών σχέσεων και στην προσωπική κατάρρευση.

Ο Aναστάσης Λαουλάκος ως Edmund είναι όλος ένα ουρλιαχτό! Παλεύει να υπάρξει σε ένα milieu που τον βιώνει ως ανεπαρκές υποκατάστατο του μικρού, νεκρού Eugene∙ ο Edmund γεννήθηκε φέροντας μέσα του τις γονεϊκές ενοχές  που σκίαζαν τον θάνατο του μικρού παιδιού, ακροβατώντας πάνω σε ένα εκκρεμές που άλλοτε γέρνει προς την αρρωστημένη υπερπροστασία κι άλλοτε προς τη γονεϊκή οργή.

Ο A. Λουκάκος, μεταδίδει με βάθος και συντριβή τον σπαραγμό του, καθώς βουλιάζει σε έναν προσωπικό όλεθρο. Ο Edmund του Α. Λουκάκου ακουμπά με απόγνωση στο στήθος της τέχνης του, αναζητώντας καταλλαγή και γαλήνη, αδυνατώντας να ζήσει σε έναν κόσμο χωρίς όραμα∙ γίνεται φάντασμα που ζει μέσα στην ομίχλη και τη θλίψη, προσμένοντας τον θάνατο για να μπορέσει να γίνει αγαπητός στο περιβάλλον του – έναν θάνατο που ίσως να μην είναι και πολύ μακριά.

Η Ελίνα Ρίζου, ως Κάθλιν, ερμηνεύει με συνέπεια έναν ρόλο που ως ιντερμέδιο ανακουφίζει με την τρυφερότητά και τον καταπραϋντικό του λόγο τα πάσχοντα πρόσωπα από την οδύνη των συνεχών συγκρούσεων∙ η συμβολή της προσδίδει το δέον βάρος στο σύνολο της παράστασης.

Η ευφυής μετάφραση του Νίκου Γκάτσου – μετάφραση που παίχτηκε και στην πρώτη παράσταση του 1965 στο Εθνικό Θέατρο – προβάλλει με ενάργεια, ποιητικότητα, συγκίνηση αλλά και αγριότητα τον ρεαλιστικό λόγο του Eugene O’ Neil∙ διάλογοι γεμάτοι σφοδρές αλήθειες, εικόνες άλλοτε σκληρές, άλλοτε συγκινητικές και σκοτεινές,  λεξιλόγιο πλούσιο γεμάτο εντάσεις και μελαγχολία, λόγος χαρακτηριστικός των πασχόντων προσώπων που εκφράζουν ανελέητα τις ανελέητες οδύνες τους απλώνονται πάνω στη σκηνή.

Η ευρηματική σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου, πέρα από κάθε ρεαλιστική προσέγγιση, εικονοποιεί μια έρημη χώρα, όπου δεσπόζει ένας ανοιχτός τάφος, περιγράφοντας το εσωτερικό είναι των χαρακτήρων, ενώ τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη προσδίδουν μια ιδιαίτερη μελαγχολία και ταυτίζονται με τους χαρακτήρες. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εντείνουν τις σκηνικές αναφορές και τονίζουν τη συγκρουσιακή υφή του έργου, ενώ, τέλος, η μουσική του Γιώργου Πούλιου ενορχηστρώνει συγκινησιακά την ατμόσφαιρα αυτού τού μεγάλου ταξιδιού.

Στην άκρη εκείνης της ατέρμονης σύγκρουσης, έρχεται η 4η πράξη για να λυτρώσει τα πάσχοντα πρόσωπα∙ η Mary, ως άλλη Οφηλία διενεργεί μια αργοπορημένη είσοδο, τεχνική που αξιοποιούσε ο O’ Neil στην κορύφωση της έντασης για να δηλώσει την απαραίτητη σπουδαιότητα στον ρόλο και την ουσία του έργου∙ είναι η εγκυμονούσα στιγμή, καθώς όλοι περιμένουν τη μητέρα, η οποία θα δράσει εξισορροπιστικά και νομοτελειακά, τη στιγμή που οι τρεις άνδρες έχουν καταλήξει σε συναισθηματική σύγκλιση μετά από εκρήξεις και θανατηφόρους διαλόγους.

Πράγματι, η Mary, με έναν λόγο γεμάτο μορφίνη, συγκίνηση, έλεος και μελαγχολία αποκαθαίρει πλέον το υφάδι των οικογενειακών σχέσεων και δεσμών, κλείνοντας, περιστασιακά, τον κύκλο των συγκρούσεων∙ ο μακροχρόνιος έρωτας απέναντι στον Tyrone, τα συναισθήματα αγάπης, κατανόησης, οργής αλλά και τρυφερότητας απέναντι στα παιδιά της πλέκουν το πέπλο της υπομονής, της πίστης και της δύναμης που καλύπτει τη μορφή της και καταδεικνύει το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης –  η οποία per se εμπεριέχει ταυτόχρονα ζωή και θάνατο.

Οι δεσμοί της αγάπης και μαρτυρίου μεταξύ των τραγικών αυτών προσώπων είναι τόσο δυνατοί που αγκαλιάζουν τις συγκρούσεις και τις λυτρώνουν. Ο οίκος των Tyrones θα παραμείνει εκκρεμής μεταξύ ημέρας και νύχτας, θα κυριαρχείται από μια οικεία αμφιθυμία που θα κυλιέται ξεδιάντροπα μεταξύ αγάπης και μίσους, σε ένα ατέρμονο – ενίοτε λυτρωτικό – ταξίδι της μεγάλης μέρας του φωτός μέσα στη νύχτα των ολέθρων.

Κι είχε η νύχτα μαβιές ανταύγειες την ώρα που χαζεύαμε τις βροχές και φιλούσαμε τα δάκρια της καταχνιάς. Θλίψη και πένθος χάιδευε τα παράθυρα της λήθης που πήρε τα χέρια μας και τα χάιδεψε με προσευχές και θάλασσες. Κι ήταν βαριά η ώρα που φτάσαμε στο καταχείμωνο, εκεί πέρα στο μάκρος του ουρανού, προσμένοντας μέρες πολλές το τέλος μιας θλίψης.

Λία Τσεκούρα,

Πεντέλη, 01-02-2023.