Βαθιά, εκεί στον νόστο ενός έρωτα χαμένου γεννιέται ένα δάκρυ, το δάκρυ του μικρού Νάρκισσου που θέλησε με μανία να αδράξει το όμορφο πρόσωπό του, καθώς το χάζευε που έλαμπε πανώριο στη γαλάζια πηγή˙ το χεράκι του όμως βούλιαζε μάταια στο δροσερό νερό χωρίς να μπορεί να αιχμαλωτίσει την αγαπημένη εικόνα …κι εκείνος έμεινε για πάντα εκεί, παλεύοντας να πιάσει το κάλλος το άπιαστο, ερωτευμένος με το απατηλό είδωλο, ώσπου εκείνο χάθηκε στο άρμα του νεφεληγερέτη χρόνου κι ο Νάρκισσος ρίζωσε στην όχθη της λησμονιάς, μαράζωσε, τον ρούφηξε λαίμαργα η γη κι έγινε λουλούδι…
Ντόριαν! Ένα όνομα, ελληνικό, που μέσα από την πένα του Oscar Wilde ντύνεται έρωτες ανόσιους, πάθη προκλητικά και έργα ανίερα που ερωτοτροπούν με φαουστικές επιθυμίες μιας κόλασης ενθαδικής.
Ντόριαν! Σαν το κουτί της Πανδώρας, ανοίγει η καρδιά του ανθρώπου και ξεφυτρώνουν κάθε λογής επιθυμίες, στέκονται λίγο δίβουλες και κοιτούν με απορία γύρω τους, μετά πετούν μακριά και πάλι, αναζητώντας να γίνουν σάρκα και όνειρο. Ποιος πρόλαβε να τις δει και τις αγαπήσει, ποιος σκέφτηκε να τις καλέσει και να συνομιλήσει μαζί τους; Ποιος ονειρεύτηκε να ερωτοτροπήσει μαζί τους κι ας καεί στη φλόγα τους; Ποιος άδραξε τον άνεμο από το πέταγμά τους για να τον κυλήσει ηδονικά στο θνητό του κορμί, ανασαίνοντας μια φευγαλέα αθανασία;
Ντόριαν Γκρέυ! Ο Ντόριαν, ο Ντόριαν! Έτσι το έλεγαν εκείνο το παιδί…που αντικρίζοντας την εικόνα του πάνω στον καμβά, την ερωτεύτηκε και στάθηκε εκστατικά μπροστά της, μη μπορώντας να παλέψει με την ύβρη, εκείνη την αχαλίνωτη επιθυμία υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων. Ερωτεύτηκε το δυνατό βλέμμα που έκανε το πορτρέτο του να λάμπει από ζωή και κάλλος, τη λάβα της ύπαρξης που έστεκε αγέρωχα μέσα στην παντοδυναμία – νόμιζε – της νεότητας.
Ντόριαν Γκρέυ: Ω, πόσο όμορφα ένιωσε ο Ντόριαν εκείνο το απόγιομα που ο Μπάζιλ Χόλγουορντ ολοκλήρωσε το πορτρέτο του ευγενούς δανδή, επ΄ονόματι Ντόριαν Γκρέυ˙ εκείνο το πορτρέτο που ήρθε σα μετουσίωση ενός έρωτα ιδανικού, αχαλίνωτου και λαίμαργου, που τον άδραξε η Τέχνη και τον έκανε φως, ιδέα ενός αιώνιου κάλλους, ενός αγαθού υπέρτατου, αδιάφθορου από το ανθρώπινο χέρι. Ω, πόσο αλαζονική απόλαυση ένιωσε ο Ντόριαν εκείνο το απόγιομα! Κι είχε μέσα της εκείνη η έπαρση τέτοια πορφύρα, που ο μικρός Ντόριαν δεν είδε πίσω από το βλέμμα του πορτρέτου εκείνες τις μικρές αμαρτίες, που έχασκαν χυδαία, γεννημένες σε ώρες άχρονες και σκιερές, ανασαίνοντας φόνους και θάνατο. Αφέθηκε ο Ντόριαν, κι ας βούιζαν στα αυτιά του παφλασμοί από μια πηγή, μακρινή της λήθης, για κάποιον Νάρκισσο που έγινε λουλούδι…Δεν άκουσε ο Ντόριαν, δεν είδε ο Ντόριαν…μόνο το πορτρέτο είδε…
Μόνο το πορτρέτο είδε τον αλλόκοτο αναπαμό της δύσης, που έσταζε αίμα σε ένα μονοπάτι δίκοχο˙ κι ήταν το βάρος της ανθρώπινης αγάπης αβάσταχτο και τρομερό, εκεί στο μέσο της οδύνης. Κι ήρθε η νύχτα η άλογη, κι η αγάπη έγινε φονικό, το κάλλος έγινε χτικιό, θραύσμα άσπονδης θυσίας που μάταια πόθησε την αιώνια ομορφιά. Κανείς δεν είδε…μόνο το πορτρέτο είδε…εκείνα τα τριάντα αργύρια που κόστισε η ψυχή του Ντόριαν, πριν βουλιάξει σε μια ανίερη προδοσία…
Κανείς δεν είδε….μόνο ο Γιώργος Λιβανός είδε…την ανθρώπινη ψυχή να βασανίζεται χωρίς αιδώ και συγχώρεση στο δίκοχο εκείνο μονοπάτι˙ ο Γιώργος Λιβανός μέσα από τη σκηνοθετική του ευαισθησία συνθέτει στον δικό του καμβά χιλιάδες στιγμές από ανείπωτες τραγωδίες, τραύματα και πάθη, δημιουργώντας αριστοτεχνικά έναν πολύχρωμο όλεθρο. Λέξεις, πάθη κι ανασαλέματα ζωής και κατάρας στιγματίζουν με σφοδρότητα τον καμβά του σκηνοθέτη και διαπερνούν αυτόν τον καμβά με μένος, σχεδιάζοντας πάνω του με μνήμες πόνου εκείνο το παιδί που απώλεσε τον εαυτό του και δεν είδε…την άλλη πλευρά του πορτρέτου…του πορτρέτου του.
Κανείς δεν είδε…μόνο ο Γ. Λιβανός είδε τον μικρό Ντόριαν – και κάθε μικρό Ντόριαν – που μαγεμένος από την κενοδοξία της ένδοξης ενθαδικής του παρουσίας αφέθηκε και…δεν είδε την κρυφή μεριά του πορτρέτου, μια μεριά τόσο πραγματική, όσο οι δύο όψεις του εαυτού του˙ ο Γ. Λιβανός πράγματι, εστιάζει αγαπητικά, με ενδελέχεια και ενσυναίσθηση στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και ανατέμνει σκηνοθετικά εκείνο το σκοτεινό ακρογιάλι της ανθρώπινης συνείδησης που στέκει πίσω μας, αλλόκοτο, αμείλικτο, ενίοτε αφιλόξενο, αλλά σατανικά ανθρώπινο και φρικιαστικά αληθινό. Ως εκ τούτου, η σκηνοθετική ενσυναίσθηση φωτίζει κάθε σκοτεινή πτυχή, κάθε χαρακτήρα που εμπλέκεται στη ζωή του Ντόριαν, γεμίζοντας τον καμβά με πολύχρωμές ανεπαίσθητες απεικονίσεις χαρακτήρων που συνθέτουν ένα άρτιο και ψυχογραφικά πλήρες εγχείρημα.
Ο Γ. Λιβανός ως Μπάζιλ Χόλγουορντ κυριαρχεί στη σκηνή, ιχνηλατώντας με την μεγάλη του εμπειρία κάθε συναισθηματική μετάπτωση, έχοντας απόλυτο έλεγχο κάθε κίνησης, λέξης και εικόνας που γίνονται βίωμα στη σκηνή˙ ένα από τα τραγικά πρόσωπα του δράματος ο Γ. Λιβανος καταπίνει μέχρι τέλος τη μοίρα του, αγέρωχος, τρυφερός και σκληρός, συμπονετικός, ματαιωμένος και δοτικός καταθέτει με φως την αλήθεια του.
Φυλακισμένος στους ενδόμυχους πόθους του, δημιουργεί ένα πορτρέτο που αιχμαλωτίζει την ένδοξη ματαιότητα του αντικειμένου του πόθου του και του επιτρέπει να εκφράσει με τον δικό του τρόπο τις άηχες κραυγές του˙ κι είναι αυτή η στιγμή που αιχμαλωτίστηκε πάνω στον καμβά κι έγινε άλγος και βάσανο για εκείνον και για τον Ντόριαν… κι είναι αυτή η στιγμή, που μόνο ο θάνατος σώζει και τους δύο!
Ο Σ. Παναγιωτίδης είναι ο Ντόριαν, ένα πρόσωπο χωρίς διλήμματα και ηθικούς ενδοιασμούς˙ διέπεται από ποικίλες συναισθηματικές πτυχές και χαρακτηρολογικές μεταπτώσεις, καθώς φορτώνοντας το είδωλό του με τα δικά του ηθικά βάρη ξεφορτώνεται κάθε αξιακό πρότυπο˙ μέσω της αυταπάτης της αθανασίας και της ενθαδικής του ισχύος δεσπόζει πάνω από κάθε ανθρώπινη αρχή κι αξία, ασελγεί σε συνειδήσεις, πουλιέται ξεδιάντροπα, βουλιάζει στη διαφθορά και δε διστάζει πάνω στην παράνοιά του να φτάσει στον ίδιο τον φόνο – αν και έως εκείνο το σημείο έχει συντελέσει άπειρους, μικρούς αναίμακτους φόνους. Ο Στάθης Παναγιωτίδης, ως Ντόριαν, εκφράζει με δωρικότητα, σωστή άρθρωση, σιγουριά και υποκριτική ακρίβεια έναν δύσκολο και εξαίρετα απαιτητικό ρόλο, που τον υποχρεώνει να είναι συνεχώς παρών στη σκηνή και να διαχειρίζεται διαφορετικές καταστάσεις, με διαφορετικά πρόσωπα και διαφορετικούς τρόπους. Ο Σ. Παναγιωτίδης ερμηνεύει με ενσυναίσθηση όλες τις προαναφερόμενες διακυμάνσεις του Ντόριαν, μετρώντας με πάθος τις στιγμές που τον χωρίζουν από την τρέλλα, στην οποία και παραδίδεται.
Ο Γιάννης Τσιώμου, ως Λόρδος Χένρυ δεσπόζει στη σκηνή, αξιοποιώντας στο έπακρο το σώμα της φωνής του και μας χαρίζει με τη γνωστή υποκριτική του δεινότητα έναν χαρακτήρα γεμάτο αλαζονεία και απαξίωση. Ο Λόρδος Χένρυ του Γ. Τσιώμου είναι ο ίδιος ο ψυχοπομπός – θα λέγαμε – του Ντόριαν στον Άδη! Δυναμικός, σατανικός, μορφωμένος, ετοιμόλογος και απατηλός, γοητευτικός και κυριαρχικός, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς χαίρεται να παίζει με τις ψυχές των άλλων˙ αποτελεί το συμπεριφορικό πρότυπο του Ντόριαν και αρέσκεται να χάνεται μαζί του σε δαιδαλώδεις ηδονικές απολαύσεις, εκφυλίζοντας κάθε όνειρο που ίσως ακουστεί ανθρώπινο.
Ο Γιώργος Καρατζάς, ως ζωντανό πορτρέτο επωμίστηκε έναν δύσκολο ρόλο στον οποίο ανταπεξήλθε με σθένος, σοβαρότητα και έμπνευση. Πράγματι η έννοια του ζωντανού πορτρέτου εισάγεται για πρώτη φορά στη σκηνή παγκοσμίως – γεγονός που οφείλεται στη σκηνοθετική ευφυΐα του Γ. Λιβανού, προκαλώντας μια μεταφυσική αλληλεπίδραση μεταξύ σκηνής και κοινού, απογειώνοντας το επίπεδο της μέθεξης. Το πορτρέτο ζωντανεύει και επικοινωνεί με τον Ντόριαν σε πραγματικό χρόνο, στοιχείο που εντείνει ακόμη περισσότερο την αποθηρίωση της φαντασίας. Καταλυτική και αξέχαστη η σκηνή μεταξύ Ντόριαν και ζωντανού πορτρέτου, όπου ο Ντόριαν παίρνει τη μεγάλη απόφαση να ασπαστεί τον Άδη και να περάσει στην αντίπερα όχθη, γεμάτη αλλόκοσμη ατμόσφαιρα, αλλόκοτο φωτισμό και μεταφυσικές αναφορές.
Η Μαρία Δρακοπούλου ως Σίμπιλ, άλλο ένα τραγικό πρόσωπο μετά τον Μπάζιλ Χόλγουορντ, με ενσυναίσθηση και χάρη ερμήνευσε μια ευαίσθητη γυναίκα που ερωτεύεται παράφορα έναν άνδρα και από τον έρωτα αυτόν, χάνει το ταλέντο της. Η Σίμπιλ αποτρελαίνεται καθώς ο υπερόπτης Ντόριαν την απαξιώνει, κι εκείνη προτιμά τον θάνατο από τη ζωή. Η Μ. Δρακοπούλου ερμηνεύει επίσης την κόμισσα και εναλλάσσεται εύστοχα στους χαρακτήρες.
Η Αγάπη Μανουρά ερμηνεύει τρεις διαφορετικούς ρόλους, τη μητέρα της Σίμπιλ, τη Δούκισσα Χάρλυ και την οικονόμο του Ντόριαν˙ η ευκολία με την οποία η Α. Μανουρά εναλλάσσεται στους τρεις εντελώς διαφορετικούς ρόλους είναι εντυπωσιακός, άλλοτε συμπονετική και τρυφερή, άλλοτε σνομπ και αλλαζονική, άλλοτε πιστή και ταλαιπωρημένη, γνωρίζει πάντοτε πού βαδίζει.
Ο Σωτήρης Αντωνίου, σοβαρός και στους δύο ρόλους του, ειδικά ως αδερφός της Σίμπιλ ερμηνεύει με δεξιότητα και σοβαρότητα το μένος και το αδιέξοδο που τον πνίγει, ενώ ο Μάνος Χατζηγεωργίου ερμηνεύει καθέναν από τους τρεις ρόλους τους ολοκληρωμένα με τη γνωστή υποκριτική του δεινότητα, αξιοπρέπεια και δύναμη. Ακριβής και δυναμικός ως λόρδος Φέρμορ, ευχάριστος ως κ. Χάμπαρντ και εγκλωβισμένος ως Άλαν Κάμπελ. Τέλος, εντυπωσιακή η Καίτη Ιμπροχώρη, ως λαίδη Άγκαθα στο video wall!
Η μετάφραση του Θωμά Βούλγαρη συντελεί στη μέθεξη του κοινού μεταφέροντας με σαφήνεια τα νοήματα κάθε σκηνής, η καλλιτεχνική επιμέλεια του Γ. Σολδάτου ολοκληρώνει αποτελεσματικό το όλο έργο, η electro-pop μουσική του Μίμη Πλέσσα, (από την ομώνυμη παράσταση του 1976-77) σχολίασε εύστοχα τις συναισθηματικές εντάσεις και τα εξαιρετικά κοστούμια εποχής της Δέσποινας Βολίδη μας ένωσαν τόσο όμορφα με εκείνο το μαγεμένο χθες που γίναμε κομμάτι του. Επίσης ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία του έργου είχε το ευρηματικό σκηνικό της Δ. Βολίδη που απλώθηκε σε τρία επίπεδα και απογείωσε τη φαντασία μας. Οι φωτισμοί του Γ. Λιβανού εντείνουν τον απόκοσμο μυστικισμό και φωτίζουν τις μεταπτώσεις, ενώ συγκίνηση προκαλεί η ηχογραφημένη εισαγωγή του Δ. Ποταμίτη από την ομώνυμη παράσταση της περιόδου 1976-77.
Ο Ντόριαν χάθηκε τελικά κι ίσως ο χαμός του να ήταν ένας εξαγνισμός, μια κάθαρση, έτσι όπως ο Γ. Λιβανός αρέσκεται να ολοκληρώνει τις παραστάσεις του, μέσα σε ένα λευκό φως, λύτρωσης και ελπίδας. Αμέτρητες μικρές τραγωδίες χώρεσαν στα δάχτυλα του Ντόριαν την ώρα που βύθιζε το μαχαίρι, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη θνητότητά του.
Πόσο όμορφα ένιωσε εκείνο το απόγιομα ο Ντόριαν, όταν είδε το υπέροχο πορτρέτο του, πόσο περήφανος ένιωσε μέσα στη λάμψη του˙ πώς να κρυφτείς από την ύβρη Ντόριαν; θεοί και δε αντέχουν, βασιλιάδες και δεν μπορούν…
Ξέρεις κάτι Ντόριαν; Φαίνεται πως μόνο η τέχνη χαρίζει αθανασία στα δημιουργήματά της Ντόριαν κι εμείς ένα μόνο μπορούμε να κάνουμε, είτε να πάρουμε την αθανασία και σε μια στιγμή να τη συντρίψουμε, είτε να τη διαιωνίσουμε κι εμείς μέχρι να μας σταματήσει ο χρόνος, σωστά Ντόριαν;
Ο Ντόριαν πέταξε μακριά, ντυμένος μοιρολόγια και επιθυμίες αμαρτωλές κι ανομολόγητες, πιασμένος σε παλιές μνήμες, νήδυμους μύθους και βότσαλα από ξεχασμένα πέλαγα…και κάπου εκεί καταμεσίς του γαλάζιου, το κακό αγάπησε τα άνθη, ήταν τα δικά του άνθη…
Car j’ai, pour fasciner ces dociles amants,
De purs miroirs qui font toutes choses plus belles:
Mes yeux, mes larges yeux aux clartés éternelles! Charles Baudelaire, Fleurs du Mal, 1857.
Λία Τσεκούρα, Πεντέλη, 27032022.