Ραδιοφωνικό θέατρο – «Μητρική Στοργή» του August Strindberg – Σκηνοθεσία: Κωστή Τσώνου

August Strindberg (1849-1912)
August Strindberg (1849-1912)
August Strindberg (1849-1912)

                                 

August Strindberg

Μητρική Στοργή (Moderskärlek), 1892

Σε σκηνοθεσία Κωστή Τσώνου

Ραδιοφωνικό θέατρο:

https://www.youtube.com/watch?v=doV1FGzPF-8&ab_channel=%CE%9D%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CE%94%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85

 

Εγκλωβισμένες επιθυμίες και μένος, αιώνια και περίτεχνα κρυμμένα σε ψυχές νέες, τρυφερές, αγαπημένες αναδύονται απειλητικά για να δηλητηριάσουν, να κάψουν τον λοιμό και να αποκαθάρουν τη σημασία της οδύνης.   

 

Εάν πράγματι η θεατρική σκηνή μεταμορφώνεται σε  ίσκιο ζωής άλλοτε πλέριας κι ευωδιαστής, άλλοτε ξεφτισμένης, πλημμυρισμένης αράθυμους ύμνους και ντροπή, τότε το έργο του August Strindberg μοιρολογεί και πενθεί έναν βίο αβίωτο και ατελή· πρόσωπα και στοχασμοί υποφέρουν, νοσούν, ακουμπούν πάνω στο σανίδι για να εκφράσουν, να εκστομίσουν προσωπικές οδύνες και συμφορές,  αλλόκοτες, κολασμένες, αληθινές, πλεγμένες στον ιστό που υφαίνει περίτεχνα ο γιος της δούλας.

Moderskärlek, Motherly Love, Mutterliebe, Μητρική Στοργή! Σε όποια γλώσσα κι αν το μελετήσει κανείς, αφουγκράζεται τον απόηχο της Ηλέκτρας, του Hello from Bertha του Tennessee Williams (ας σημειώσουμε ότι Bertha λέγεται και η κόρη του αξιωματικού Adolf στον Πατέρα του Strindberg), της Julieta του Almadovar και ανατριχιάζει στη θύμηση του προφητικού λόγου και πρώτα η μάννα που μ’ εγέννα, είναι ο πιο άσπονδος εχθρός μου. Εφιαλτικές ρήσεις  που ερωτοτροπούν σε έναν κύκλο από γυναικείες παρουσίες εντείνοντας ανελέητα το σφυροκόπημα της ρήξης και της απώλειας.

Είναι η εποχή όπου στα τέλη του 1880 και στις αρχές του 1890 η τέχνη αμφισβητεί την επιφανειακή οπτική του ρεαλισμού και στρέφεται στον εσώτερο εαυτό, ιχνηλατώντας τα όρια του νου, τις –  κατά Bahr –  états d’âme  και τη νατουραλιστική πνοή τους. Απότοκο της τάσης αυτής ο Πατέρας, το πρώτο νατουραλιστικό έργο του Strindberg, που δημοσιεύεται το 1887 και δημιουργεί έναν σφοδρό άνεμο που απεκδύει την ανθρώπινη ύπαρξη, τραυματισμένη από τον όλεθρο της ματαίωσης.

Ένας πατέρας, μισογύνης, ψυχολογικά ασταθής, μια σύζυγος δεσποτική και δόλια εξουσιαστική που ελέγχει έναν κύκλο γυναικών, λειτουργώντας και δρώντας συνειδητά υποκειμενικά από την αρχή έως το τέλος του έργου, αποσκοπώντας στον ψυχολογικό ενταφιασμό του συζύγου. Ο Strindberg σηματοδοτεί μια νέα ψυχολογία που αναλύει τα συναισθήματα ως περίπλοκες έννοιες που αποσυντίθενται έως το βαθύ υποσυνείδητο, έως τη στιγμή της γέννησής τους, σηματοδοτώντας τη λεγόμενη psychology of nerves, καταδεικνύοντας κάθε μεταβλητή και κάθε στοιχείο που συμβάλει στην ενεργοποίηση των συναισθημάτων. Ως εκ τούτου, ο Strindberg καταγράφει τις états d’âme του ατόμου, δηλαδή τη σταδιακή μετακίνηση της ψυχοσύνθεσης με διαλεκτικό και σιωπηρό τρόπο, γεγονός που καθιστά το δράμα μια ζωντανή πραγματικότητα.

Ο August Strindberg συγγράφει τη Μητρική Στοργή το 1892, στην εκπνοή της Β’ περιόδου του έργου του, τη λεγόμενη νατουραλιστική, ήτοι 1877-1892·  η χρονολογία αυτή τον βρίσκει, μετά τον χωρισμό από την πρώτη σύζυγο,  στο νησί  Dalarö Ν.Α. της Στοκχόλμης να μελετά βοτανολογία, φυσική και αποκρυφισμό, ενώ ολοκληρώνει μερικά από τα πιο σπουδαία ζωγραφικά του έργα, επηρεασμένα από τη θάλασσα και το αρχιπέλαγος.

Το σύντομο αυτό μονόπρακτο του 1892 κυριαρχείται από μια ακραία και δογματική μητριαρχική τάση που καταστρατηγεί τη ζωή του μοναδικού έτερου μέλους της οικογένειας, της κόρης Ελένης, με σκοπό να επιβληθεί στην οικογενειακή ζωή· η τάση αυτή της μητριαρχίας υπάρχει και στον Ibsen  αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά, χωρίς την ύπαρξη λανθάνοντος δόλου.

Στο έργο του Strindberg η δράση της μητριαρχικής/γυναικείας υπεροχής είναι ακραιφνής, χαρακώνει και τραυματίζει ανεπανόρθωτα τον ιστό της σχέσης, ψέγει αδυσώπητα και ανελέητα το πατριαρχικό στοιχείο, ευτελίζοντας ζοφερά κι αθρήνητα τον πατρικό/ανδρικό ρόλο· ως εκ τούτου το μητρικό φίλτρο στάζει δηλητήριο, ενεργοποιώντας χάσματα, ρήξεις και προσωπική συμφορά.

Ο Stindberg επεξεργάζεται, ενδεχομένως, τη Μητρική Στοργή ως ένα κάτοπτρο της προσωπικής σχέσης που διατηρούσε με τη μητέρα του μέχρι την ηλικία των δεκατριών ετών, όταν εκείνη πέθανε. Ο δραματουργός ιχνηλατεί στο έργο αυτό την απαξίωση που είχε δείξει η μητέρα για τον οξυδερκή και ευφυή στοχασμό του γιού της, γεγονός που στιγμάτισε την ψυχοσύνθεσή του και τον ταλαιπώρησε οδηγώντας τον στην απατηλή και φρούδα αναζήτηση της ιδανικής μητρικής εικόνας.

Μητρική στοργή! Η πλοκή του μονόπρακτου, αυτό το παράθυρο  ζωής που ανοίγει ο Strindberg, συνιστά θραύσμα ζωής δύο – φαινομενικά –  προσώπων που τα ενώνουν δεσμοί αίματος, παρασύροντας στο πέρασμά του πληγές από ζωές όσων σχετίστηκαν με τα δύο κεντρικά πρόσωπα, όπως ο απών πατέρας και ο κύκλος των γυναικών που τις περιτριγυρίζουν· ως εκ τούτου, το σύντομο δραματικό τμήμα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σχέσης μητέρας – κόρης και φωτίζει την κορύφωση της επώδυνης μετάβασης από την άγνοια στη γνώση και την επακόλουθη απομόνωση του εγώ, χαρακτηριστικό στοιχείο στο έργο του μεγάλου Σουηδού.

Μητρική στοργή! Τίτλος σύντομος που μας παραπέμπει κατ΄ευθείαν στις αρχές του νατουραλισμού· τίτλος που αποδίδει νόημα περιεκτικό και σημασιολογικά φορτισμένο με ειρωνεία, οδύνη, απόγνωση, αυταπάτες, δεσποτικές ιαχές που ακρωτηριάζουν επιθυμίες, αξιοπρέπεια, έρωτες και πάθη· αίσθηση που αφήνει να αναδυθεί δηλητηριώδης ο απόηχος από το ανελέητο σφυροκόπημα της νιόβγαλτης ύπαρξης που σπαράσσει για να επιβιώσει.

Μια  μητέρα μυστηριώδης, πνιγμένη σε ένοχα μυστικά και αλλόκοτα ψέματα στον ζόφο των οποίων οικοδομεί μια σχέση ζωής, τη σχέση με τη μονάκριβη κόρη· μια κόρη, που πασχίζει να δει ένα ανασάλεμα ζωής, αλλά εγκλωβίζεται εφιαλτικά σε αόρατα τείχη βγάζοντας άηχες κραυγές απόγνωσης. Οδύνες και συμφορές του παρελθόντος κυνηγούν την Ελένη και περιδινούνται ανελέητα υπό το κράτος του φόβου, των ενοχών, ενός πατρικού φαντάσματος που στοιχειώνει την αύρα του μητρικού οίκου· η μητέρα, ως άνομος δικαστής σταυρώνει ανελέητα την πατρική εικόνα, καταδικάζοντας την κόρη για πάντα στην απώλεια της πατρικής φροντίδας, της πατρικής μνήμης γεννώντας μένος από το μένος εναντίον του αρσενικού, στον απόηχο του Πατέρα.

Θιασώτης του Darwin, ο Strindberg ερωτοτροπεί με τις σαθρές συνέπειες της κληρονομικότητας και θρηνεί την απώλεια της ελπίδας· προβάλλει μέσα από την Ελένη, που μοναδικό της καταφύγιο είναι το θέατρο και η ηθοποιία, τη δική του απόγνωση, ματαίωση και έλλειμμα  μητρικής φροντίδας και αναγνώρισης – άλλωστε κι εκείνος για μια περίοδο πριν το 1870 δοκίμασε την υποκριτική τέχνη χωρίς ωστόσο ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Αυτός ο επίγειος όλεθρος και οι συναισθηματικές εκρήξεις που καθιστούν τους δεσμούς αίματος αιμάτινες χοές συντελούνται σε σκηνοθετικό περιβάλλον ενός ειρηνικού πολέμου· η κυματομορφή των συναισθηματικών εξάρσεων κινείται ανεπαίσθητα αλλά βάναυσα, αποκαλύπτοντας την αποσαρθρωμένη και νεκρή σχέση των δύο γυναικών, καταδεικνύοντας την απουσία της σχέσης μέσα από τις ενοχές και τις αντιπαραθέσεις που υποκινούνται από την αστική ευγένεια λόγου και συμπεριφορών της προτεσταντικής οπτικής.

Όλα συντελούνται σε ένα διαχρονικό παρόν, όπου χώρος και χρόνος συγχέονται, η τραγωδία εκτυλίσσεται ζωντανά, υποχθόνια αλλά ήρεμα με το μίσος και τη μήνη να κατατρώγουν ηδονικά τις ικεσίες για καταλλαγή· η Ελένη ενώ αγνοεί και παρερμηνεύει ουσιαστικά δεδομένα που σχετίζονται άμεσα με την ταυτότητά της σταδιακά αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί την αλήθεια, ωστόσο είναι αργά για να αντιδράσει και βιώνει μια αμείλικτη οδύνη που την οδηγεί σε έναν ζωντανό θάνατο, αυτόν της απομόνωσης και της οριστικής ματαίωσης – της παράδοσης στον θηρευτή – μητέρα. Αυτό το  οξύμωρο στοιχείο, η ατάραχη βαναυσότητα, καταδεικνύει ακόμη πιο απάνθρωπη και εφιαλτική τη σύνθλιψη της ταυτότητας, του διαλόγου, της σχέσης, της ύπαρξης, της κοινωνίας, του είναι.

Ενδεχομένως η Ελένη να μην μπορεί να γκρεμίσει τα τείχη που χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ χρόνια ολόκληρα υψώνανε γύρω της· ίσως σε κάποια βαθιά σπηλιά να φωλιάζουν παλιά χρέη που χάσκουν γυμνά, απειλητικά, εφιαλτικά, ερωτοτροπώντας με δαρβινικά οράματα. Ίσως στις κορφές του Κιθαιρώνα να κείτονται παλαιοί, θανάσιμοι λιμοί που δηλητηριάζουν και αιχμαλωτίζουν σχέσεις, ζωές και ψυχές υπενθυμίζοντας ότι της πόλης το πλήρωμα νοσεί.

Μερικές φορές, ενδεχομένως, το μόνο που απομένει είναι μια βαθιά κραυγή απόγνωσης, πνιγμένη σε ολέθρους και συμφορές· μια κραυγή πλεγμένη στην απαντοχή μιας λύτρωσης, ενός πάθους, την ώρα που ακούει αόρατο θίασο να περνά, κρένοντας μέσα στη νύχτα αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Λία Τσεκούρα,

Πεντέλη, 23032021.