«Η Δύναμη του Πεπρωμένου» του Verdi στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Covent Garden)

O Yusif Eyvasov ως Don Alvaro. Φωτο: The Royal Opera House/Bill Cooper.

 

Ο αρχιμουσικός Sir Antonio Pappano. Φώτο: The Royal Opera House/Sim Canetty Clarke.
Ο αρχιμουσικός Sir Antonio Pappano. Φώτο: The Royal Opera House/Sim Canetty Clarke.

 

O Giuseppe Verdi συνέθεσε την όπερά του Η Δύναμη του Πεπρωμένου (La Forza del Destino) για το Αυτοκρατορικό Θέατρο της Αγίας Πετρούπολης. Η πρεμιέρα δόθηκε εκεί το 1862, με επιτυχία. Ακολούθησαν παραστάσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις όπως και στη Νέα Υόρκη.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1869, ο ίδιος ο μουσουργός ένιωσε την ανάγκη να προτείνει μία αναθεωρημένη εκδοχή του έργου του, η οποία είδε για πρώτη φορά το φως στη Scala του Μιλάνου, στις 27 Φεβρουαρίου 1869. Αυτή είναι η εκδοχή που ακολουθείται στις μέρες μας. Αξίζει να αναφερθεί ότι η σημαντικότερη από τις αλλαγές είναι εκείνη που αφορά στην κατάληξη του έργου.

Η όπερα, σε λιμπρέτο του Francesco Maria Piave, το οποίο στηρίχθηκε στο θεατρικό έργο με τίτλο,  Don Álvaro; o, La fuerza del sino (1835), του Ángel de Saavedra, Δούκα του Rivas, είναι γεμάτη δράση, πάθος, έρωτα, αγωνίες, ατυχίες και απογοητεύσεις, όπου, όπως μαρτυρά ο τίτλος, η δύναμη του πεπρωμένου έχει τον πρώτο λόγο: ο Don Alvaro, κατά λάθος, σκοτώνει τον Μαρκησίο του Calatrava, πατέρα της αγαπημένης του Leonora. Το ζευγάρι φεύγει μακριά, κυνηγημένο από τον αδελφό της Leonora, Don Carlo di Vargas, που θέλει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο.

Πρόκειται για μια πραγματικά μεγάλη όσο και ερμηνευτικά εύφορη όπερα, υψηλών δραματικών και φωνητικών απαιτήσεων, με όλα εκείνα τα στοιχεία που δίνουν την ευκαιρία στους τραγουδιστές να δοκιμαστούν φωνητικά, μουσικά και υποκριτικά, αποδεικνύοντας τις ικανότητές τους. Παράλληλα, όμως, είναι ένα έργο που, όπως όλα τα μεγάλα, είναι έτοιμο να φέρει στην επιφάνεια τις όποιες αδυναμίες των πρωταγωνιστών.

Στις 17 Απριλίου, στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, Covent Garden (Royal Opera House), παρακολουθήσαμε παράσταση της εν λόγω μελοδράματος, στη νέα παραγωγή του Γερμανού σκηνοθέτη Christof Loy, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2017, στην Εθνική Όπερα της Ολλανδίας (Άμστερνταμ). Επρόκειτο για συμπαραγωγή με το βρετανικό λυρικό θέατρο και η πρόσφατη πρώτη της παρουσίαση στο Λονδίνο, σηματοδοτούσε το πολυαναμενόμενο ανέβασμα, του οποίου η αρχική διανομή στελεχώθηκε από τους διάσημους Anna Netrebko και Jonas Kaufmann. Εμείς προλάβαμε την επόμενη διανομή, η οποία επίσης είχε τις δικές της αρετές, αποτελούμενη από εκλεκτούς τραγουδιστές.

Ειδικότερα, τον ρόλο της Leonora κράτησε η Ουκρανή σοπράνο Liudmyla Monastyrska, πετυχαίνοντας να διεισδύσει στο ρόλο, επιβεβαιώνοντας τις υψηλές μας προσδοκίες, τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά. Η μεγάλου μεγέθους ζεστή φωνή της, το ωραίο και ιδιωματικό, ιταλικού χαρακτήρα, φραζάρισμα, ο έλεγχος της αναπνοής και η δραματική ένταση με την οποία μπόλιαζε την κάθε νότα, εντυπωσίαζαν. Υπογράμμισε την αγωνία της πρώτης άριας Sono giunta!… Madre, pietosa Vergine, από την δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης, κατά την οποία η ηρωίδα αναζητά καταφύγιο στο μοναστήρι θέλοντας εκεί να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της, ενώ στην τελευταία της άρια, από την τέταρτη πράξη, Pace, pace mio Dio!, κατά την οποία αποζητά γαλήνη, πρόσφερε ακριβώς τα θαυμάσια pianissimi που ζητά ο συνθέτης και που σπάνια τηρούνται με τέτοια ακρίβεια λόγω της δυσκολίας τους.

Πριν από την έναρξη της παράστασης ανακοινώθηκε ότι ο Αζερμπαϊτζανός  τενόρος Υusif Eyvazov ανάρρωνε από λοίμωξη του λαιμού και ότι αισθανόμενος καλύτερα θέλησε να τραγουδήσει, ζητώντας όμως την κατανόηση του κοινού. Καθώς ήταν η πρώτη φορά που θα ακούγαμε επί σκηνής τον γνωστό τραγουδιστή και σύζυγο της Netrebko, ειλικρινά χαρήκαμε που δεν ακύρωσε. Μολονότι τα σημάδια της ασθένειας δεν καλύπτονταν εύκολα,  κυρίως κατά τα πρώτα στάδια της παράστασης, εντούτοις ο καλλιτέχνης με σθένος αψηφώντας το πρόβλημα πρότεινε μια ερμηνεία που σεβάστηκε τα ζητούμενα του ρόλου: υποστήριξε έναν συμπαθή ήρωα βουτηγμένο μέσα στην αγωνία και τις ατυχίες αλλά αντλώντας έμπνευση στην μέχρι τέλους ακλόνητη αγάπη του για την Leonora. Κρατάμε τη γενναιοδωρία του τραγουδιού του στις μεγάλες άριες, ειδικά την όλο απόγνωση εκείνη της δεύτερης πράξης, La vita è inferno all’ infelice. Η τεχνική του, το ωραίο του legato και τα στιβαρά φωνητικά του κέντρα είναι επίσης άξια επαίνων.

O Yusif Eyvasov ως Don Alvaro. Φωτο: The Royal Opera House/Bill Cooper.
O Yusif Eyvasov ως Don Alvaro. Φωτο: The Royal Opera House/Bill Cooper.

Ο Άγγλος βαρύτονος Christopher Maltman υπήρξε σχεδόν ιδανικός στον ρόλο του Don Carlo di Vargas: το μένος, η οργή και η μανία του ήρωα που ενσάρκωνε, υπήρξαν κάθε στιγμή καλά αποτυπωμένα στην ερμηνεία του. Η προσωπικότητα και το ιδιαίτερο μέταλλο της φωνής του καλλιτέχνη διακρίνονταν σε όλη τη διάρκεια και ειδικά στις μεγάλες σκηνές και άριες (λ.χ. Son Pereda son ricco d’onore, από τη δεύτερη πράξη).

Στον ρόλο της νεαρής τσιγγάνας Preziosilla ευχαρίστησε η νεαρή ανερχόμενη Ρωσίδα μεσόφωνος Aigul Akhmetshina τραγουδώντας και παίζοντας με ενέργεια, γοητεία και τσαχπινιά. Έξοχο το μπρίο της ειδικά κατά τη πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου χάρισε την άρια Al suon del tamburo με ιδιαίτερη αφηγηματική δύναμη, παράλληλα απολαμβάνοντας την πολύτιμη σύμπραξη της χορωδίας.

O βετεράνος, σχεδόν εβδομήντα ετών, Ιταλός μπάσος Ferruccio Furlanetto (γ. 1949), λατρεμένος τραγουδιστής του Herbert von Karajan, τον οποίον έχουμε θαυμάσει και στο παρελθόν στη σκηνή του Covent Garden, πρότεινε μια μουσικά και υποκριτικά ολοκληρωμένη ενσάρκωση του ρόλου του Padre Guardiano, φραγκισκανού ηγούμενου της μονής στην οποία αναζητούν καταφύγιο, αρχικά η Leonore, η οποία τελικά θα μονάσει σε μια σπηλιά κοντά σε αυτό, και αργότερα, χωρίς να γνωρίζει ότι βρίσκεται και εκείνη στο ίδιο μέρος, ο αγαπημένος της, Don Alvaro. Αποτελεί πάντα ξεχωριστή εμπειρία να ακούει κανείς την άμεσα αναγνωρίσιμη, μεγάλου μεγέθους και εξαιρετικής θέρμης φωνή του καλλιτέχνη, όπως και να εκτιμά τα συστατικά του ιδιωματικού του τραγουδιού.

 Στον ρόλο του βοηθού του, ο συμπατριώτης του βαρύτονος Alessandro Corbelli, τον οποίον έχουμε παρακολουθήσει σε ζωντανές αναμεταδώσεις από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (the Met), διέθετε γεμάτη φωνή και την απαραίτητη χιουμοριστική διάθεση, που ζητά ο ρόλος.

Μόνον ένα μεγάλο λυρικό θέατρο σαν το Covent Garden μπορεί να καλύπτει τους μικρότερους ρόλους με διακεκριμένους τραγουδιστές, που στο παρελθόν έχουν θριαμβεύσει διεθνώς σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και κερδίσει την εκτίμηση του κοινού. Στην συγκεκριμένη παραγωγή, δύο βετεράνοι συμπλήρωσαν τη πολυτελή διανομή σε μικρότερους ρόλους: ο σχεδόν ογδοντάχρονος πολυηχογραφημένος Άγγλος μπάσος Robert Lloyd (γ. 1940), που με τη βαθιά και μεγάλου όγκου φωνή του, όπως και με το μεγαλοπρεπές του παράστημα, εντυπωσίασε στον ρόλο του Μαρκησίου του Calatrava, τραγουδώντας με πάθος τη φράση της κατάρας του κλεισίματος της πρώτης πράξης, και η κατά εννέα χρόνια μικρότερή του, Αμερικανίδα σοπράνο Robert Alexander (γ. 1949), που ξεχώρισε με την ωραία της παρουσία και την καλά διατηρημένη φωνή της, στο ρόλο της Curra, υπηρέτριας της Leonora. Σημειώνουμε ότι η Alexander είχε σημειώσει το ντεμπούτο της στο Covent Garden ως Mimi (Giacomo Puccini, La bohème) κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1984-1985.

Κατά την άποψή μας, κορυφαία αρετή της παράστασης, υπήρξε η διεύθυνση του μουσικού διευθυντή του λυρικού θεάτρου, Sir Antonio Pappano. Είχαμε και κατά το παρελθόν την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τις αρετές του σημαντικού αυτού μαέστρου όπερας στο podium του Covent Garden (Vincenzo Bellini, Norma, 26/9/2016, και Verdi, Don Carlo, 22/5/2017), όμως τούτη η φορά ήταν ο οίστρος με τον οποίο υπογραμμίστηκε η ερμηνεία του, που την έκαναν τόσο ξεχωριστή. Πραγματικά νιώσαμε τη δύναμη του πεπρωμένου στην πληρότητά της να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα πλήρη την παράσταση. Οι κλιμακώσεις κτίζονταν με συναρπαστική ισχύ και η θρησκευτικότητα, όπως εξάλλου και η πνευματικότητα, της μουσικής ερμηνευόταν με αφιέρωση και  προσοχή.

Η μουσικότητα, η βαθιά γνώση της ανθρώπινης φωνής και ο τρόπος ανάδειξής τους, η αληθινή αγάπη που τρέφει για το είδος του μελοδράματος, καθιστούν τον Pappano έναν από τους αρτιότερους σύγχρονους αρχιμουσικούς όπερας. Η σχέση του με τη Βασιλική Όπερα είναι πλέον δοκιμασμένη. Κατέχει τη θέση του Μουσικού Διευθυντή από το 2002 και έχει οδηγήσει το κορυφαίο βρετανικό λυρικό θέατρο σε θριάμβους. Είναι ευτύχημα που δέχθηκε να ανανεώσει το συμβόλαιό του μέχρι το 2023. Πραγματικά δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί άξιο διάδοχό του σήμερα, όταν λίγοι είναι οι μαέστροι που διαθέτουν τις δικές του γνώσεις πάνω στο οπερατικό ρεπερτόριο και που θα μπορούσαν να δοθούν με τόση προσοχή και αγάπη σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα έχει λυθεί για το προσεχές μέλλον.

Και βεβαίως, το μεγαλύτερο δώρο για έναν μαέστρο στο Covent Garden είναι η θεσπέσια ορχήστρα και η λαμπρή χορωδία. Έχουμε ξαναγράψει για τις αρετές της ορχήστρας με αφορμή κριτικές αναφορές σε προηγούμενες παραστάσεις του Covent Garden, που παρακολουθήσαμε. Η ορχήστρα κυριολεκτικά κεντά έναν ήχο αναλυτικό, μοναδικά εκλεπτυσμένο, όπου χρειάζεται, δυναμικό, και πάντα ποιοτικό. Τα ξύλινα πνευστά της ηχούν πάντα εκφραστικά και τα χάλκινα, μεγαλοπρεπώς.

Η χορωδία, επίσης, είναι ένα όργανο σπάνιο. Στην όπερα αυτή του Verdi όπου κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο, συμμετέχοντας σε πολλές σκηνές, πέτυχε να ενώσει τον ήχο της με εκείνο των μονωδών, με λαμπρή ομοιογένεια και προσοχή, ελέγχοντας τη δυναμική και το vibrato της.

Ο σκηνοθέτης Loy, σε συνεργασία με τον σκηνογράφο Christian Schmidt και τον υπεύθυνο φωτισμού Olaf Winter, πρότεινε μία ικανοποιητική παραγωγή.   Ναι, μπορεί να μην είχε κάτι δραστικά νέο να προσφέρει (και ίσως ευτυχώς, καθώς οι δίχως λόγο μοντέρνας αντίληψης παραγωγές, ακυρώνουν πολλά από τα νοήματα των μελοδραμάτων), ωστόσο υπογράμμιζε με συνέπεια τη δράση. Κατά τη διάρκεια της διάσημης ορχηστρικής εισαγωγής, είχε την ιδέα να δείξει τους ήρωες σε παιδική ηλικία, όταν διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους: η μικρή Leonora απομονώνεται στον κόσμο της και στρέφει την προσοχή της στην Παναγία. Η βιντεοσκοπημένη σκηνή του φόνου προβάλλεται σε καίρια σημεία της πλοκής, σαν υπενθύμιση του χτυπήματος της μοίρας. Το βασικό στοιχείο του σκηνικού είναι ένα δωμάτιο, το οποίο διαμορφώνεται ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης. Τα διαχρονικά κοστούμια έμειναν πιστά στην εποχή και τη δράση. Οι χορογραφίες του Γερμανού Otto Pichler εντυπωσιακές στην κίνηση, αλλά και θορυβώδεις, με παρατεταμένα παλαμάκια και ηχηρά ρυθμικά κτυπήματα των ποδιών στο έδαφος.

Εν κατακλείδι, μια παράσταση που σαφώς ξεχώρισε λόγω των μουσικών της ποιοτήτων.

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα