Εύφορο μουσικό καλοκαίρι στο Λονδίνο. Καρποί μίας πολύτιμης πολιτιστικής μητρόπολης. Μέρος Α΄- Ailish Tynan, Andrè Schuen και Sheku Kanneh-Mason στο Wigmore Hall, «Cavalleria Rusticana» και «Pagliacci» στη Βασιλική Όπερα

Ο βαρύτονος Andrè Schuen (δεξιά) και ο πιανίστας Daniel Heide.
Ο βαρύτονος Andrè Schuen (δεξιά) και ο πιανίστας Daniel Heide.
Ο βαρύτονος Andrè Schuen (δεξιά) και ο πιανίστας Daniel Heide (αριστερά)

 

Το Λονδίνο αποτελεί πάντα μία από τις μεγάλες μουσικές μητροπόλεις του κόσμου, έτοιμο να ικανοποιήσει απολύτως τον φιλόμουσο από κάθε χώρα που θα το επισκεφτεί αναζητώντας μουσικές εμπειρίες υψηλών προδιαγραφών.

Ο Ιούλιος, που σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι μήνας σχεδόν αποκλειστικά αφιερωμένος σε φεστιβαλικές εκδηλώσεις, για το Λονδίνο αποτελεί μία από τις πλέον μουσικά καρποφόρες περιόδους συνδυάζοντας συναυλίες στο πλαίσιο του ετήσιου καλλιτεχνικού προγραμματισμού παράλληλα βεβαίως με το περίφημο Φεστιβάλ του BBC Proms, το οποίο αποτελεί πόλο έλξης πολλών διεθνών επισκεπτών.

Κατά την πρόσφατη επίσκεψή μας στη βρετανική πρωτεύουσα (9-27/7), γοητευτήκαμε από την ποιότητα των συναυλιών και παραστάσεων που παρακολουθήσαμε. Επίσης, όπως κάθε φορά, είχαμε τη χαρά να ενωθούμε, ψυχικά και πνευματικά, με το εκλεκτό κοινό του Λονδίνου, που διαθέτει την αγάπη, την αγωγή και τη γνώση, δηλαδή τις αρετές που του επιτρέπουν να εκτιμήσει τα ακροάματα σε υψηλό βαθμό και που αναμφισβήτητα συνδράμουν στη δημιουργούν ενεργειακά φορτισμένης ατμόσφαιρας ενισχύοντας τη μουσική πράξη και εμπνέοντας τους καλλιτέχνες να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό.

Προχωράμε ευθύς αμέσως στις μουσικές εκδηλώσεις (συναυλίες και παραστάσεις όπερας):

Στο Wigmore Hall, αίθουσα ιδανική για συναυλίες μουσικής δωματίου με έξοχη ακουστική, στις 10/7, παρακολουθήσαμε ρεσιτάλ τραγουδιού της Ιρλανδής υψιφώνου Ailish Tynan, που έχει διακριθεί τόσο στον χώρο της όπερας όσο και του Lied. Με μεγάλη προσοχή στην έκφραση και στο στήσιμο της κάθε φράσης, επιστρατεύοντας ευαισθησία και συγκίνηση, απέδωσε διάσημα και λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό τραγούδια, κατά σειρά ακρόασης, των Edvard Grieg, Franz Schubert, Reynaldo Hahn και Richard Strauss. Η μουσικότητά της όσο και η άρθρωσή της υπηρετούσαν κάθε φράση του κειμένου, με καλοκτισμένες αναπνοές και εκφορά των συμφώνων στο τέλος των λέξεων, που ανάλογα με τα ζητούμενα ήταν άλλοτε υπογραμμισμένα κι άλλοτε λιγότερο εμφατικά, αλλά πάντα καθαρά. Τόσο η ίδια όσο και ο Νοτιοαφρικανός πιανίστας της, James Baillieu (ειδικός στην ερμηνεία του Lied και καθηγητής της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, Royal Academy of Music), που εκμαίευσε έναν πλούσιο, ορχηστρικό ήχο από το πιάνο, έφεραν στην επιφάνεια τα νοήματα, τις ποικίλες διαθέσεις και συναισθήματα των έργων, τον νοσταλγικό κόσμο του Grieg (λ.χ. Die verschwiegene Nachtigall, Op. 48/4 και Ein Traum, Op. 48/6), τις αγωνιώδεις στιγμές του Schubert (γεμάτη ένταση η εκτέλεση του Gretchen am Spinnrade, D118), την ερωτική γοητεία του Hahn (Venezia), και τον γεμάτη εκφραστική γενναιοδωρία (λ.γ. Zueignung, Op.10/1), αλλά και στοχασμό (λ.χ. Morgen, Op. 27/4), ύστερο ρομαντισμό του Strauss.

Στην ίδια αίθουσα, μία μέρα αργότερα (11/7), ακούσαμε ρεσιτάλ τραγουδιού του νέου Ιταλού βαρύτονου Andrè Schuen. Πρόκειται για έναν από τους σχετικά πρόσφατα ενταγμένους καλλιτέχνες της κορυφαίας δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon, που είχε επιλεγεί από τον αξέχαστο Αυστριακό αρχιμουσικό Nikolaus Harnoncourt για την παρουσίαση του κύκλου των όπερων του Wolfgang Amadeus Mozart, σε λιμπρέτα του Lorenzo Da Ponte (ο κύκλος, που δόθηκε το 2014 στο Theater an der Wien, αποτέλεσε ένα από τα ύστατα επιτεύγματα του Harnoncourt, ορόσημο λόγω των πρωτοποριακών ερμηνευτικών απόψεων- εξηγούνται αναλυτικά σε ειδικά documantaires- και κυκλοφορεί σε Blu-ray Disc και DVD από την εταιρεία Unitel Edition).

Ένα έργο –και τι έργο- κατέλαβε το πρόγραμμα που επέλεξε ο Schuen για την εμφάνισή του στο Wigmore: ο κύκλος τραγουδιών, με τίτλο Die schöne Magelone, Op. 33, του Johannes Brahms, σε ποίηση του Johann Ludwig Tieck. Ο κύκλος ολοκληρώθηκε το 1869, από τον ακόμα νέο συνθέτη (τα πρώτα τραγούδια του έργου μελοποιήθηκαν μερικά χρόνια νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1861). Σημειώνουμε ότι μολονότι ο Brahms άφησε πίσω του πολλά αριστουργηματικά Lieder,  αυτός είναι ο μοναδικός κύκλος τραγουδιών του. Η υπόθεση στην οποία βασίζεται ο κύκλος έχει της ρίζες της σε μία γαλλική αφήγηση του 15ου αιώνα και σε γενικές γραμμές αναφέρεται στον ευγενή πολεμιστή Peter, ο οποίος δραπετεύει με την αγαπημένη του Magelone, πριγκίπισσα από την Νάπολη˙ σύντομα το ζεύγος χωρίζεται από μουσουλμάνους πειρατές. Στη συνέχεια, ο αιχμάλωτος Peter ερωτεύεται την κόρη του Σουλτάνου, Sulima, ωστόσο, μετά από διάφορα γεγονότα, στο τέλος, ο Peter συνδέεται και πάλι με την αρχική του αγαπημένη. Όσον αφορά στην ερμηνεία, τόσο ο Schuen, όσο και ο σταθερός συνεργάτης του Daniel Heide, Γερμανός πιανίστας που έχει αφιερωθεί στο Lied έχοντας λάβει πολύτιμες γνώσεις παρακολουθώντας μαθήματα μεγάλων του είδους της παλαιότερης γενιάς (λ.χ. Dietrich FischerDieskau και Christa Ludwig), πέτυχαν να αναδείξουν το συναισθηματικό και το πνευματικό εύρος του κύκλου. Η αξιοσημείωτα θερμή όσο και βελούδινη, στη βάση της δουλεμένη και γεμάτη ηχοχρώματα, φωνή του βαρύτονου, όσο και η εύπλαστη, ενδιαφέρουσα, πάντα ανταποκρινόμενη στα μπραμσιανά ζητούμενα, φραστική του πιανίστα, που έδειχνε πάντα τη διάθεση να εξερευνήσει την αρμονική σκέψη του συνθέτη, είχαν πολλά να προσφέρουν. Η φαντασία του Brahms και η σε στιγμές οπερατική διάθεση (λ.χ. Wo soll ich die Freude?) του κύκλου, όπως και ο ιδιαίτερος λυρισμός (λ.χ. Sind es Schmerzen, sind es Freuden), ήρθαν στην επιφάνεια με πειστικό τρόπο.

Εκτός προγράμματος, οι ίδιοι ερμηνευτές, χάρισαν με αμείωτη αισθαντικότητα τα τραγούδια: Du bist wie eine Blume, Op. 25/24 (από τον κύλο Myrthen, Op. 25), του Robert Schumann (μέντορα του Brahms) και το κοσμαγάπητο Wiegenlied (νανούρισμα, το οποίο πολλές μητέρες έχουν τραγουδήσει στα παιδιά τους), βεβαίως του Brahms.

Και πάλι στην ίδια φιλόξενη αίθουσα, την αμέσως επόμενη βραδιά (12/7), παρακολουθήσαμε συναυλία μουσικής δωματίου από τους πολύ νέους, αλλά ήδη διάσημους, Βρετανούς Sheku KannehMason (23 ετών), τσέλο, και Isata KannehMason (26 ετών), πιάνο (σημειώνουμε ότι πριν από μερικούς μήνες (19/2)  ακούσαμε την τελευταία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, βλ. critics’ point, 5/4). Τα δύο αδέλφια, που σήμερα ηχογραφούν για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρίας Decca, έχουν κερδίσει τις εντυπώσεις κοινού και κριτικών, κι όχι αδίκως. Ο KannehMason υπήρξε ο πρώτος μαύρος μουσικός που, το 2016, κέρδισε το σημαντικό Βραβείο του  Νέου Μουσικού του BBC (BBC Young Musician). Το εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόγραμμά τους σχηματίστηκε από τέσσερις σονάτες συνθετών του εικοστού αιώνα. Στο πρώτο μέρος της βραδιάς, έφεραν στην επιφάνεια με ιδιαίτερη προσοχή τις μελωδικές και αισθησιακές ιμπρεσσιονιστικές ιδέες της Σονάτας για βιολοντσέλο του Frank Bridge. Στη συνέχεια, με κατάλληλα χρωματισμένη θεατρική διάθεση και δυνατή αφήγηση, εξερεύνησαν τις εκφραστικές και δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της ερμηνευτικά εύφορης Σονάτας για βιολοντσέλο, Op. 65, του Benjamin Britten, γραμμένη ειδικά για τον αξέχαστο Ρώσο φιλέλληνα βιολοντσελίστα και φίλο του συνθέτη, Mstislav Rostropovich. Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, εκτέλεσαν με εκφραστική βεβαιότητα τα έντονα ρυθμικά σχήματα της Σονάτας για βιολοντσέλο του Αρμένιου Karen Kachaturian, ανιψιού του γνωστού συνθέτη, Aram Khachaturian, και ολοκλήρωσαν τη συναυλία τους με μια δραματική, γεμάτη ένταση, ανάγνωση της Σονάτας για βιολοντσέλο, Op. 40, του Dmitri Shostakovich. Εκτός προγράμματος, χάρισαν μια καλοσχηματισμένη ερμηνεία, της μεταγραφής για βιολοντσέλο και πιάνο, του γνωστού τραγουδιού OlMan River, από το musical Show Boat των Oscar Hammerstein και Jerome Kern.

Σκηνή από την “Cavalleria Rusticana” (φωτογραφία: Royal Opera House/Tristam Kenton)

Προχωρώντας, στις 14/7, στη Βασιλική Όπερα (The Royal Opera), παρακολουθήσαμε παράσταση, των διασήμων μελοδραμάτων Cavalleria Rusticana του Pietro Mascagni και Pagliacci του Ruggero Leoncavallo. Πρωταγωνιστής και στις δύο όπερες, που είθισται να παρουσιάζονται μαζί και διαρκούν περίπου δυόμιση ώρες (χωρίς να υπολογιστεί το διάλειμμα), είχε προγραμματιστεί να είναι ο κορυφαίος Γερμανός τενόρος Jonas Kaufmann, ωστόσο λίγο καιρό πριν από την παραγωγή, προς μεγάλη απογοήτευση όλων, ανακοινώθηκε ότι αποσύρεται λόγω post covid-19 συμπτωμάτων (ευτυχώς, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο αγαπημένος καλλιτέχνης είναι εντελώς καλά και συνεχίζει κανονικά τις εμφανίσεις του). Κάποια στιγμή, είχε ανακοινωθεί ότι θα κρατούσε μόνον τον ρόλο του Turiddu, στην όπερα του Mascagni, και ότι τον ρόλο του Canio, στην όπερα του Leoncavallo, θα επωμίζονταν ο Ιταλός Fabio Sartori, ο οποίος, στη συνέχεια, επίσης ακύρωσε και χρειάστηκε να αντικατασταθεί. Εκτός από τους δύο τενόρους, λίγο καιρό πριν από την έναρξη των παραστάσεων, αποσύρθηκαν η Γεωργιανή μεσόφωνος Anita Rachvelishvili (που θα τραγουδούσε τον ρόλο της Santuzza, στην Cavalleria Rustivana), η Αλβανίδα υψίφωνος Ermonela Jaho (που θα τραγουδούσε την Nedda, στους Παλιάτσους), όπως και η Ρωσίδα μεσόφωνος Aigul Akhmetshina (που θα τραγουδούσε τον μάλλον σύντομο ρόλο της Lola, στο πρώτο έργο). Ευτυχώς, όπως θα δούμε παρακάτω, όλοι αντικαταστάθηκαν επιτυχώς.

Την παραγωγή των δύο έργων, που παρακολουθήσαμε σε αναβίωση, υπέγραφαν οι Damiano Michielietto (σκηνοθεσία), Noa Naamat (αναβίωση σκηνοθεσίας), Paolo Fantin (σκηνογραφία), Carla Teti (κοστούμια) και Alessandro Carletti (φωτισμοί)˙ μολονότι υιοθετούσαν νέες ιδέες και μετέφεραν τις πλοκές χρονικά πιο κοντά στην εποχή μας, σεβάστηκαν το βασικό νοηματικό πλαίσιο των έργων. Πέτυχαν να αναδείξουν, με σχεδόν κινηματογραφική εμμονή στη λεπτομέρεια, τους ήρωες και το δράμα που αναπτύσσεται σε κάθε έργο. Ειδικότερα, κατά την διάρκεια της εισαγωγής στην πρώτη όπερα, είδαμε σε μορφή flashback την Mamma Lucia να σπαράζει (το κλάμα ακουγόταν) πάνω από το σώμα του νεκρού γιού της, Turiddu, ενώ λίγο αργότερα, πάντα στην αρχή του ίδιου έργου, είδαμε τον Beppe, ήρωα της δεύτερης όπερας, να τοιχοκολλάει αφίσες για την παράσταση των Παλιάτσων (έτσι, με έξυπνο τρόπο, συνδέθηκαν, έστω και πρόσκαιρα, τα δύο έργα). Στο δεύτερο έργο, είδαμε ένα σκηνικό χωρισμένο στα δύο, που μας επέτρεπε να παρακολουθούμε ταυτόχρονα τον χώρο του κοινού, αλλά και τα παρασκήνια.

Σκηνή από την Cavalleria Rusticana, Seok Jong Baek και Aleksandra Kurzak (φωτογραφία: The Royal Opera House/ Tristram Kenton)
Σκηνή από την “Cavalleria Rusticana”, Seok Jong Baek και Aleksandra Kurzak (φωτογραφία: The Royal Opera House/ Tristram Kenton)

Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους επωμίσθηκε μία ομάδα εξαιρετικών λυρικών καλλιτεχνών. Η διάσημη Πολωνή υψίφωνος Aleksandra Kurzak, που αντικατέστησε αμφότερες τις προαναφερθείσες συναδέλφους της που ακύρωσαν (Rachvelishvili και Jaho), με δυνατή προσωπικότητα, υποστηριγμένη από σκηνική και φωνητική επιβλητικότητα, δίχως άλλο διακρίθηκε στην ερμηνεία των δύο ρόλων˙ έφερε στο προσκήνιο ακέραιη την τραγικότητα των ηρωίδων. Επιπλέον, η εύπλαστη φωνή της αποδείχθηκε ανθεκτικό όργανο στις τρανές δραματικές και τεχνικές απαιτήσεις των ρόλων. Δίπλα της, ο Νοτιοκορεάτης τενόρος Seokjong Baek (Turridu) και o Ιταλός τενόρος Marco Berti (Canio) άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις ερμηνεύοντας τις άριες και σκηνές τους με μουσικότητα και ψυχή. Ο διεθνής συμπατριώτης μας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Alfio και Tonio), με επιβλητική  φωνή και εκφραστική ένταση, εισέδυσε επιτυχώς στους ρόλους του. Στους Παλιάτσους, o Canio του Ιταλού τενόρου Marco Berti κι ο Beppe του Ρώσου τενόρου Egor Zhuravskii, κρίθηκαν μουσικά και δραματικά συνεπείς. Ειδική αναφορά οφείλουμε στον νεαρό Ιταλό βαρύτονο Mattia Olivieri, που πρότεινε έναν Silvio ανθρώπινο, γοητευτικό και αληθινό˙ ακόμα, ο καλλιτέχνης ξεχώρισε με την ποιοτική του φωνή και την υποκριτική ισχύ που διαθέτει (κρατάμε το όνομά του). Η  Ιταλίδα μεσόφωνος Elena Zilio (Mama Lucia, του πρώτου έργου) έπλασε με νόημα την τραγική μάνα, ενώ  η Ιταλίδα μεσόφωνος Martina Belli (Lola, του ίδιου έργου) υπήρξε σαγηνευτική. Στην όπερα του Leoncavallo, προσθέτουμε επίσης τα ονόματα του Σουηδού μπάσου Olle Zetterström και του Άγγλου τενόρου Andrew OConnor, που επωμίσθηκαν τους μικρούς ρόλους των δύο χωρικών.

Σκηνή από την όπερα "Pagliacci" από τη Βασιλική Όπερα (φωτογραφία: Tristram Kenton)
Σκηνή από την όπερα “Pagliacci” από τη Βασιλική Όπερα (φωτογραφία: Tristram Kenton)

Τέλος, στο podium θαυμάσαμε τον πάντα συναρπαστικό Αγγλο-ιταλό αρχιμουσικό (γεννημένο στο Λονδίνο από Ιταλούς γονείς) Antonio Pappano, μουσικό διευθυντή της Βασιλικής Όπερας από το 2002 (ευχόμαστε, και προφανώς δεν είμαστε οι μόνοι, να παραμείνει στη θέση αυτή όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια). Υπήρξε ο βασικός μοχλός της επιτυχημένης ανάγνωσης των δύο έργων· με το γνωστό του δυναμισμό, την ικανότητά του να αναπνέει με τους τραγουδιστές, τη φλόγα και τη ρυθμική ενέργεια της διεύθυνσής τους, καθοδήγησε τις δυνάμεις που είχε στην διάθεσή του. Σε αυτές προσθέτουμε τη θαυμάσια χορωδία και την υπέροχη στο αναλυτικό της παίξιμο ορχήστρα.

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα