Εύφορο μουσικό καλοκαίρι στο Λονδίνο. Μέρος Β΄- Συναυλίες στο πλαίσιο των BBC Proms (Requiem του Verdi με τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC, Bruckner από τη Φιλαρμονική του BBC κι ένας σπάνιος Purcell), ο Mahan Esfahany ερμηνεύει Bach στο Wigmore Hall, δύο όπερες του Verdi στη Βασιλική Όπερα

"Otello" του Giuseppe Verdi. Βασιλική Όπερα (φωτογραφία: Royal Opera House/Clive Barda)
BBC Proms. Εναρκτήρια συναυλία. Το Requiem του Verdi (φωτογραφία: Chris Christodoulou)
BBC Proms. Εναρκτήρια συναυλία. Το Requiem του Verdi από τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC, υπό τον Sakari Oramo (φωτογραφία: Chris Christodoulou)

Συνεχίζοντας την αναφορά μας στις πρόσφατες συναυλίες και παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στο Λονδίνο, στις 15/7, στο επιβλητικό Royal Albert Hall (θυμίζουμε ότι εγκαινιάστηκε το 1871 από τη Βασίλισσα Βικτωρία και μολονότι είναι χωρητικότητας 5.272 ατόμων, κάθε άλλο παρά δημιουργεί αίσθηση αχανούς αίθουσας, διατηρώντας πάντα την αίσθηση ζεστού, φιλόξενου και οικείου χώρου που αγκαλιάζει το κοινό του), ακούσαμε την εναρκτήρια συναυλία του περίφημου κύκλου συναυλιών των BBC Proms.

Το φετινό φεστιβάλ πραγματοποιείται στο πλαίσιο του εορτασμού της συμπλήρωσης 100 ετών από την ίδρυση του BBC (British Broadcasting Corporation, έτος ίδρυσης 1922 ως British Broadcasting Company˙ έλαβε τη σημερινή ονομασία το 1927). Το πρόγραμμα της συναυλίας καλύφθηκε από μία μεγαλοπρεπή εκτέλεση του διάσημου Requiem (Λειτουργία υπέρ τεθνεώτων) του Giuseppe Verdi. Η σκέψη μας στράφηκε στα θύματα της πανδημίας αλλά και σε εκείνα του φοβερού σύγχρονου πολέμου στα ουκρανικά εδάφη που έχουν στερήσει, και συνεχίζουν να στερούν, ζωή τόσων συνανθρώπων μας. Μετά από τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας, υπήρξε εντυπωσιακό όσο και συγκινητικό το γεγονός να παρακολουθεί κανείς τόσους χορωδούς να ενώνουν τις δυνάμεις τους˙ για την εν λόγω εκτέλεση συνδυάστηκαν οι BBC Symphony Chorus με την Crouch End Festival Chorus. Οι χορωδίες τραγούδησαν με την κατάλληλη δραματικότητα (το Dies irae, ελλ. Ημέρα οργής, έλαβε μία δυναμική και σαφώς οπερατικής κατεύθυνσης ανάγνωση), ηχητική πληρότητα, με προσοχή στις δυναμικές και ρυθμική ακρίβεια (ειδικά τα αντιστικτικά μέρη, λ.χ. Sanctus). Έτσι, τίμησαν το επικό δημιούργημα του Verdi. Το μέρος του τενόρου είχε αρχικά ανακοινωθεί -προς μεγάλο ενθουσιασμό των πολλών θαυμαστών του που έσπευσαν να προμηθευτούν εγκαίρως τα εισιτήριά τους- ότι θα επωμιζόταν ο διάσημος νέος Βρετανο-ιταλός τενόρος Freddie De Tomasso, τον οποίον είχαμε δει και ακούσει στις 8/12/2021 στη σκηνή της Βασιλικής Όπερας, όταν κυριολεκτικά τελευταία στιγμή, κατά τη διάρκεια της παράστασης (Giacomo Puccini, Tosca), αντικατέστησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Mario Cavaradossi, τον Αμερικανό τενόρο Bryan Hymel (βλ. critics’ point, 10/2/2022). Όμως, λόγω του ότι είχε διαγνωστεί θετικός στον κορονοϊό, δυστυχώς υποχρεώθηκε να αποσυρθεί. Τον αντικατέστησε ο Κορεάτης τενόρος David Junghoon Kim, ο οποίος, δίχως να διαθέτει τις ξεχωριστές φωνητικές ποιότητες του De Tomasso, τραγούδησε με μουσικότητα συνεισφέροντας στο καλοδεμένο σολιστικό κουαρτέτο αποτελούμενο επιπλέον από την Νοτιοαφρικανή υψίφωνο Masabane Cecilia Rangwanasha, τη Βρετανίδα μεσόφωνο Jeniffer Johnston και τον Κορεάτη μπασοβαρύτονο Kihwan Sim. Δεν θα κρύψουμε ότι με άνεση ξεχώρισε η Rangwanasha χάρη στη χαρακτηριστικά θερμή της φωνή, με στέρεα κέντρα και ωραίες λαμπερές ψηλές νότες. Παρέδωσε ένα Libera me αξιοσημείωτης εσωτερικής δύναμης. Η θαυμάσια BBC Symphony Orchestra (στα χάλκινα όργανα της οποίας προστέθηκε και cimbasso, το οποίο σήμερα δεν χρησιμοποιείται αλλά την εποχή του συνθέτη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές), υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου Φινλανδού αρχιμουσικού Sakari Oramo, συνέδραμε με τον αναλυτικό ήχο της στο εμπνευσμένο συνολικό αποτέλεσμα.

Ο τσεμπαλίστας Mahan Esfahani (φωτογραφία: Kaja Smith)

Αλλάζοντας αίθουσα και επιστρέφοντας στο αγαπημένο Wigmore Hall, στις 16/7 (πάντα εκείνη την ημέρα θυμόμαστε τον μεγάλο Αυστριακό –ελληνικής καταγωγής- αρχιμουσικό Herbert von Karajan, ο οποίος έφυγε Κυριακή 16/7/1989), ακούσαμε τον διαπρεπή όσο και πολυηχογραφημένο Ιρανό τσεμπαλίστα Mahan Esfahani. Ο ίδιος παρέδωσε μία σε βάθος μελετημένη και δουλεμένη στη λεπτομέρεια ερμηνεία του ακροτελεύτιου και ημιτελούς μουσικού ογκόλιθου, με τίτλο Η Τέχνη της Φούγκα (Die Kunst der Fuge), BWV 1080, του Johann Sebastian Bach. Η ερμηνεία εντάχθηκε στο πλαίσιο στενής του συνεργασίας με το Wigmore και στη συνέχιση του επιτυχημένου «κύκλου Bach», που εγκαινιάστηκε το 2017. Σημειώνουμε ότι το έργο είθισται να ερμηνεύεται σε τσέμπαλο, ωστόσο, λόγω του ότι ο ίδιος ο συνθέτης δεν έχει ορίσει ακριβές όργανο στο ιδιόγραφο, ενίοτε ακούγεται και από άλλους συνδυασμούς οργάνων, καθώς κάποιες από τις φούγκες όπως είναι καταγεγραμμένες δεν μπορούν να παιχτούν από ένα όργανο. Ο Esfahani επέλεξε να ακολουθήσει την πρώτη έκδοση του έργου, Μάιος 1751, σε επιμέλεια του ιδιοφυούς γιού του μουσουργού, Carl Philip Emanuel Bach, ο οποίος, ως γνωστόν, υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους συνθέτες της εποχής του. Κατά την εκτέλεση των Φυγών και Κανόνων, που συναποτελούν το μουσικό κείμενο, o τσεμπαλίστας πέτυχε να εξερευνήσει την πολυπλοκότητα της μπαχιανής σκέψης, να αναδείξει την υποδειγματική αντιστικτική τεχνική (και προφανώς, πολυφωνική τέχνη) και ιδίως την αστείρευτη επινοητικότητα του Γερμανού Δασκάλου κατά την ανάπτυξη των μερών και κατά τις θεματικές μεταμορφώσεις. Άρθρωσε το κάθε μέρος με σκέψη, ρυθμική ενέργεια, επιμέλεια στον διαχωρισμό της κίνησης κάθε φωνής, γνώση της αρμονικής βάσης και σαφή αίσθηση της δομής και της κατεύθυνσης. Σήκωσε ξαφνικά και με νόημα τα χέρια κατά την ημιτελή ύστατη φούγκα, εκεί όπου η μουσική διακόπτεται αιφνιδίως και ποτέ δεν συμπληρώνεται, λόγω του θανάτου του Bach. Στο τέλος του ρεσιτάλ, ο μουσικός έλαβε το μετάλλιο του Wigmore Hall από τα χέρια του καλλιτεχνικού και εκτελεστικού διευθυντή της αίθουσας, John Gilhooly. Στη συνέχεια, μέσω ενός συγκινητικού λόγου ευχαρίστησε το Wigmore Hall (θυμίζουμε ότι πραγματοποίησε την παρθενική του εμφάνιση στην αίθουσα, το 2009), αλλά και όλους όσους συνέδραμαν στη μέχρι σήμερα εξέλιξη της πορείας του. Αναφέρουμε ότι επιστρέφει στο Wigmore Hall, στις 25/2/2023, για να ερμηνεύσει το Δεύτερο Βιβλίο από το Καλά Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο (Das Wohltemperierte Klavier, BWV 870-893) και να συνεχίσει έτσι την περιπλάνησή του στο εξαίσιο μπαχιανό σύμπαν. Ευχή μας, να τον ακούσουμε κάποια στιγμή και στη χώρα μας.

Δύο μέρες αργότερα (18/7), στο Royal Albert Hall και στο πλαίσιο των Proms, ακούσαμε συναυλία της BBC Philharmonic, υπό τη διεύθυνση του Ισπανού αρχιμουσικού Juanjo Mena, ο οποίος αντικατέστησε τον Ισραηλινό Omer Meir Wellber. Η συναυλία άνοιξε με το έργο, Ricercar a 6 από τη Μουσική Προσφορά (Das Musikalische Opfer, BWV 1079) του Bach, στη γνωστή διασκευή του Anton Webern, ολοκληρωμένη το 1935. Μαέστρος και ορχήστρα υπογράμμισαν με αναλυτικό τρόπο την ιδιαίτερη όσο και ευφάνταστη ενορχήστρωση που, ανάμεσα σε άλλα, μοιράζει με πρωτοποριακό τρόπο, τμήματα των μοτιβικών στοιχείων και αντιστικτικών γραμμών σε διαφορετικά όργανα ή ομάδες οργάνων προσεγγίζοντας εν πολλοίς τις τεχνικές ενορχήστρωσης του δωδεκάφθογγος συστήματος μουσικής σύνθεσης. Στη συνέχεια ακούσαμε το Κοντσέρτο για βιόλα του Βρετανού συνθέτη Sir James MacMillan (το οποίο ακούστηκε στη θέση της πρεμιέρας του Κοντσέρτου για βιόλα της Cassandra Miller, που εικάζουμε ότι αντικαταστάθηκε λόγω της αλλαγής του μαέστρου). Ο σολίστ Lawrence Power ερμήνευσε το έργο με εντυπωσιακό τρόπο στην ανάδειξη των ρυθμικών στοιχείων και ιδίως στον σχηματισμό των μουσικών φράσεων τις οποίες ξεδίπλωσε με πλαστικότητα (λυρικά στοιχεία και καντιλένες δεν απουσίαζαν από τη γραφή της παρτιτούρας). Ο μαέστρος φρόντισε να αναδείξει τα ποικίλα ενορχηστρωτικά εφφέ. Το δεύτερο μέρος καλύφθηκε από τη Συμφωνία αρ. 6 του Anton Bruckner, της οποίας η εκτέλεση κέρδισε σε μεγαλοπρέπεια και ακρίβεια στην εξισορρόπηση των ηχητικών όγκων. Εντούτοις, σε στιγμές, αποζητούσε κανείς περισσότερη διάθεση εμβάθυνσης στην παρτιτούρα και ακόμη, ικανότητα εξερεύνησης των μυσταγωγικών αποχρώσεων έκφρασης.

 

BBC Proms. Διδώ και Αινείας (φωτογραφία: Chris Christodoulou)
BBC Proms. Διδώ και Αινείας (φωτογραφία: Chris Christodoulou)

Στην ίδια πάντα αίθουσα και στο πλαίσιο των Proms, στις 19/7, στις 22.15 το βράδυ (late-night Prom), παρακολουθήσαμε ημισκηνοθετημένη παρουσίαση της όπερας Dido and Aeneas (Διδώ και Αινείας) του επιφανούς Άγγλου συνθέτη της εποχής μπαρόκ, Henry Purcell. Εκείνη η μέρα χαρακτηρίστηκε ως η πιο ζεστή μέρα στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας και η υψηλού επιπέδου παράσταση, που απολαύσαμε στη δροσερή αίθουσα-καταφύγιο, αποδείχθηκε πραγματική ευλογία και βάλσαμο.

Ο γνωστός στο ευρύ κοινό από τις ηχογραφήσεις του Άγγλος αρχιμουσικός και τσεμπαλίστας David Bates ηγήθηκε του ορχηστρικού συνόλου La Nuova Musica και μίας εκλεκτής ομάδας τραγουδιστών, επιλέγοντας ευέλικτες ταχύτητες και τονισμούς φράσεων, που εξυπηρετούσαν τη θεατρική ροή και έκφραση του έργου, στόχευσε σε μία εκτέλεση που, κατά κοινή ομολογία, άγγιζε το ιδανικό αποτέλεσμα. Μέσα από γνώση, αγάπη, ευαισθησία, συγκίνηση και μία ατμόσφαιρα σε στιγμές κατανυκτική, η οποία βιώνεται και δύσκολα περιγράφεται, ξεδιπλώθηκε το εξαίσιο έργο, η υπόθεση του οποίου αφορά στον χωρισμό της βασίλισσας της Καρχηδόνας Διδούς από τον πρίγκιπα της Τροίας Αινεία, εξαιτίας της παρέμβασης σκοτεινών δυνάμεων. Η σπουδαία Βρετανίδα μεσόφωνος Alice Coote ενσάρκωσε μία δραματική, μουσικά, φωνητικά και τεχνικά άμεμπτη, Dido (σημειώνουμε ότι την είχαμε θαυμάσει και κατά το παρελθόν, 17/10/2019, βλ. critics’ point, 14/11/2019, στη σκηνή της English National Opera, Εθνική Όπερα της Αγγλίας, ως Ορφέα, στην όπερα Ορφέας και Ευρυδίκη, ιταλ. Orfeo ed Euridice, του Christoph Willibald Gluck, στην επεξεργασμένη εκδοχή από τον Hector Berlioz, στη σκηνή της Εθνικής Όπερας της Αγγλίας, English National Opera). Η απόδοση του τελικού θρήνου (When I am laid in earth), κατά τον οποίον η ηρωίδα παραδίδεται στο σκοτάδι και στον θάνατο, ζητώντας να μην λησμονηθεί (Remember me!), απέκτησε την απαιτούμενη τραγική της διάσταση στα χείλη της ονειρεμένης Coote. Στο πλάι της, οι James Newby (Aeneas), Gemma Summerfield (Belinda), Madeleine Shaw (Μάγισσα), Nardus Williams (δεύτερη γυναίκα), Nicky Spence (Ναύτης), Tim Mead (Πνεύμα, σημειώνουμε ότι ο διάσημος κόντρα τενόρος τραγούδησε από ψηλά, κοντά στην προτομή του θρυλικού αρχιμουσικού Sir Henry Wood, ιδρυτή τoυ Φεστιβάλ των Proms), Helen Charlston (πρώτη Μάγισσα), Martha McLorinan (δεύτερη Μάγισσα), Luke Cartwight (χορευτής), Owen Morris (χορευτής) και η La Nuova Musica Choir, συνέδραμαν σε αυτήν την εξαίσια μουσική εμπειρία. Προσθέτουμε, ότι η Μάγισσα της Shaw ήταν ερμηνευμένη με ευθύβολο τρόπο, παραμένοντας μακριά από κάθε μανιέρα και αφήνοντας στη μουσική της αναδειχθεί ανεμπόδιστα. Το ήδη διευρυμένο ορχηστρικό σύνολο των είκοσι εννέα εγχόρδων, σαφώς κατάλληλο για μία τόσο μεγάλη αίθουσα, είχε εμπλουτιστεί με μία εξίσου εμπλουτισμένη ομάδα continuo (δύο άρπες, τέσσερις θεόρβες, δύο τσέμπαλα, όργανο δωματίου, δηλ. φορητό εκκλησιαστικό όργανο, δύο βιολοντσέλα και κοντραμπάσο)˙ ο Bates είχε εμπλουτίσει την ομάδα continuo επιλέγοντας με σκέψη διαφορετικούς συνδυασμούς οργάνων για τον κάθε χαρακτήρα. Το υπερκόσμιο καταληκτικό χορωδιακό, With drooping wings ye cupids come, που ακολουθεί τον θάνατο της ηρωίδας και ολοκληρώνει την όπερα, ερμηνευμένο με τόση συγκίνηση από την χορωδία, οδήγησε τους ακροατές σε άλλα σύμπαντα. Το κοινό, μετά το σταδιακό σβήσιμο (diminuendo) της τελικής συγχορδίας, έμεινε σιωπηρό για λίγη ώρα, προτού δειλά-δειλά μπορέσει να εξέλθει από αυτή τη μυσταγωγική μέθη και να ξεσπάσει σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και ζωηρές επευφημίες. Μακάρι να ακολουθήσει επίσημη ηχογράφηση με αυτή τη σπάνια διανομή.

"Otello" του Giuseppe Verdi. Βασιλική Όπερα (φωτογραφία: Royal Opera House/Clive Barda)
“Otello” του Giuseppe Verdi. Βασιλική Όπερα (φωτογραφία: Royal Opera House/Clive Barda)

Συνεχίζοντας, στις 21/7, στη Βασιλική Όπερα, παρακολουθήσαμε παράσταση του Otello, προτελευταίας και μίας από τις πλέον δημοφιλείς όπερες του Giuseppe Verdi (πρεμιέρα, 5/7/1887, Teatro alla Scala του Μιλάνου). Επρόκειτο για αναβίωση της πετυχημένης παραγωγής του Άγγλου σκηνοθέτη Keith Warner (πρώτη παρουσίαση, 2017, υπεύθυνη αναβίωσης, Isabelle Kettle), ο οποίος στόχευσε σε μία ουσιώδη αφήγηση της πλοκής. Το μινιμαλιστικό σκηνικό (Boris Kudlička), τα κλασικού ύφους, γκρίζα, μαύρα και λευκά, κοστούμια (Kaspar Glarner) και ο ατμοσφαιρικός φωτισμός (Bruno Poet), πρόσφεραν τις κατάλληλες προϋποθέσεις στους τραγουδιστές, οι οποίοι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Ο μαύρος Αμερικανός τενόρος Russel Thomas αντιμετώπισε τον ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο του Otello με σθένος και γνώση, αποδίδοντας πειστικά τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα. H Desdemona της Αρμένισσας υψιφώνου Hrachuhi Bassénz, που είναι κάτοχος ελκυστικής λυρικής φωνής, λαξεύτηκε με προσοχή και ευαισθησία. Την παράσταση κυριολεκτικά έκλεψε ο Iago του Βρετανού βαρύτονου Christopher Maltman, ο οποίος, οφείλουμε να αναφέρουμε, κατά τη διάρκεια του εν λόγω ανεβάσματος ερμήνευε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του τον ρόλο, πρότεινε έναν μοχθηρό, απειλητικό, τρομακτικό και μελετημένο στη βάση του, κακό ήρωα, που καταφέρνει να παγιδεύει με σατανική πονηριά τα θύματά του. Τους υπόλοιπους ρόλους στήριξαν πολύ καλά οι Piotr Buszewski (Cassio), Andrés Presno (Roderigo), Monika-Evelin Liiv (Emilia), Blaise Malaba (Montano) και Alexander Köpeczi (Lodovico). Η χορωδία της Βασιλικής Όπερας τραγούδησε με μεγαλοπρέπεια τα εκτενή μέρη της, ενώ η ορχήστρα (αυτή η μοναδικών ποιοτήτων ορχήστρα, την οποία τόσο απολαμβάνουμε και εκτιμάμε κάθε φορά που την ακούμε), έπαιξε με προσοχή στις διαφοροποιήσεις δυναμικής και στα ηχοχρώματα, υπό τη διεύθυνση του θαυμάσιου Μιλανέζου αρχιμουσικού Daniele Rustioni (παλαιότερα βοηθού και προστατευόμενου του Antonio Pappano), που καθοδήγησε τους συντελεστές με μουσικό όραμα και αδιαμφισβήτητη δραματική πυγμή.

 

“Attila” του Giuseppe Verdi στη Βασιλική Όπερα (φωτογραφία: Tom Parker)

Την ακριβώς επόμενη βραδιά (22/7) και στην ίδια λυρική σκηνή, παρακολουθήσαμε σε συναυλιακή μορφή (δίχως σκηνικά και κοστούμια) την αρκετά σπάνια παρουσιαζόμενη όπερα Attila του Verdi (πρώτη παγκόσμια παρουσίαση, 17/3/1846, Teatro La Fenice). Είκοσι χρόνια είχε να ακουστεί το έργο στη Βασιλική Όπερα. Το πρωταγωνιστικό μέρος του Βασιλιά των Ούννων κράτησε ο Ρώσσος μπάσος Ildar Abdarazakov, κορυφαίος σύγχρονος ενσαρκωτής του ρόλου. Η μεγάλη μεγέθους ηχηρή φωνή του και ο δυναμισμός της έκφρασής του έπεισαν από την αρχή μέχρι το τέλος˙ με άνεση και αυτοπεποίθηση ερμήνευσε τα απαιτητικά μέρη του ρόλου του, όπως λ.χ. την άρια της πρώτης πράξης, Mentre gonfiarsi lanima. Στο πλάι του, άξια συμπρωταγωνίστρια, η Ουρουγουανή υψίφωνος Maria José Siri (την οποία εκτιμήσαμε ως Maddalena κατά τη σχετικά πρόσφατη σύμπραξή της με την Εθνική Λυρική Σκηνή, τον περασμένο Φεβρουάριο, στην Όπερα Andrea Chénier του Umberto Giordano, βλ. critics’ point, 1/3/2022). Η δραματικών αποχρώσεων φωνή της, αξιοσημείωτης πληρότητας σε όλες της περιοχές της, της επέτρεψε να αντιμετωπίσει τον φωνητικά και τεχνικά εξαιρετικά δύσκολο αυτόν ρόλο, που απαιτεί μεγάλες αντοχές. Παράλληλα με τα  παραπάνω, η προσοχή και ακρίβεια με την οποία ερμήνευσε τις κολορατούρες, εντυπωσίασαν το κοινό. Στον ρόλο του Ρωμαίου Στρατηγού Ezio (Φλάβιου Αέτιου) ακούσαμε τον διαπρεπή Βρετανό βαρύτονο Sir Simon Keenlyside, γνωστό στο ευρύ κοινό από τις πολλές βραβευμένες ηχογραφήσεις του, και ξεχωρίσαμε την υποδειγματική του μουσικότητα, την ωραία φωνητική του γραμμή και το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής του. Τους υπόλοιπους ρόλους των Foresto, ιππότη της Aquileia και εραστή της ηρωίδας, Uldino, σκλάβο του Attila, και Leone (Πάπας Λέων Α΄), συνδράμοντας στο ψηλό ερμηνευτικό επίπεδο της ερμηνείας, αντιστοίχως επωμίσθηκαν ο Ρουμάνος τενόρος Ştefan Pop (που αντικατέστησε τον διάσημο Joseph Calleja), ο Ρώσος τενόρος Egor Zhuravskii και ο Ρουμάνος μπάσος Alexander Köpeczi. Η χορωδία και ορχήστρα της Βασιλικής Όπερας ανταποκρίθηκαν με τη σταθερή τους ξεχωριστή μουσικότητα, γενναιοδωρία έκφρασης, τονική ακρίβειά και τεχνική δεινότητα. Στο podium στάθηκε η Ιταλίδα αρχιμουσικός Speranza Scappucci, που σημείωνε το ντεμπούτο της στη Βασιλική Όπερα. Αναφέρουμε ότι πριν από δέκα χρόνια σημείωσε το ντεμπούτο της ως αρχιμουσικός όπερας (2012, Yale Opera), ενώ μόλις τον περασμένο Ιανουάριο χειροκροτήθηκε κατά το ντεμπούτο της στο Teatro alla Scala ως η πρώτη Ιταλίδα αρχιμουσικός που διηύθυνε οπερατική παραγωγή στο εν λόγω θρυλικό λυρικό θέατρο (Vincenzo Bellini, I Capuletti e i Montecchi). Προσθέτουμε ότι υπήρξε για πολλά χρόνια πιανίστα répétitrice συνεργαζόμενη με ονομαστά διεθνή λυρικά θέατρα όπως και για οκτώ χρόνια βοηθός του Riccardo Muti στο Φεστιβάλ του Salzburg. Κατά το πρόσφατο συναυλιακό ανέβασμα που παρακολουθήσαμε, καθοδήγησε και στήριξε τους τραγουδιστές με την αναμενόμενη προσοχή. Οι πλατιές μελωδίες, συχνά πατριωτικού αισθήματος, που, όσον αφορά στη δομή τους, οφείλουν πολλά στο ύφος του bel canto, όπως και η εκρηκτική ένταση που επικρατεί σε πολλές από τις σελίδες της παρτιτούρας, αναδείχθηκαν με αμείωτη διάθεση και προσοχή από την Scappucci.

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα