Εθνική Λυρική Σκηνή – «Οθέλλος» του Verdi με πρωταγωνιστές τους Antoņenko και Costea, σε σκηνοθεσία του ονειρικού Wilson

Celia Costea και Alexandrs Antonenko (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)
Σκηνή από τον “Οθέλλο” (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

 

Μία ακόμη σύμπραξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) με ονομαστό διεθνή μουσικό φορέα έφερε απολύτως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ο λόγος για τη σύμπραξη του λυρικού μας θεάτρου με το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Baden-Baden. Καρπός υπήρξε το ανέβασμα της όπερας Οθέλλος (Otello) του Giuseppe Verdi (1813-1901), σε σκηνοθεσία του διάσημου Αμερικανού εικαστικού Robert (Bob) Wilson. Η συμπαραγωγή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το προαναφερθέν Γερμανικό Φεστιβάλ, στις 13 Απριλίου 2019. Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της ελληνικής παρουσίασης από την ΕΛΣ, στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, στις 23 Φεβρουαρίου.

Ο Οθέλλος, η προτελευταία όπερα του Verdi, βασίστηκε στο ομώνυμο δράμα του William Shakespeare (1564-1616), αγαπημένου συγγραφέα του συνθέτη, ενώ το λιμπρέτο συνέταξε  ο Arrigo Boito (1842-1918). Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Σκάλα του Μιλάνου (Teatro alla Scala) στις 5 Φεβρουαρίου 1887 και έκτοτε ανήκει στα σταθερά έργα του ρεπερτορίου δίνοντας την ευκαιρία σε τραγουδιστές, αρχιμουσικούς και σκηνοθέτες να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους αντιμετωπίζοντας ένα αναμφισβήτητο αριστούργημα υψηλών απαιτήσεων.

Η ΕΛΣ έχει δώσει επανειλημμένως στο παρελθόν την ευκαιρία στο κοινό της να παρακολουθήσει παραγωγές της όπερας αυτής, ωστόσο η τελευταία υπήρξε εντελώς ιδιαίτερη, χάρη τόσο στην επιλογή των τραγουδιστών, όσο και –ίσως, κυρίως- στην εικαστική ματιά του Wilson, που υπέγραφε, εκτός από τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τους φωτισμούς. Συνεργαζόμενος με τους ικανότατους Nicola Panzer (συσκηνοθεσία), Serge von Arx (συνεργάτης σκηνογράφος), Jacques Reynaud και Davide Boni (κοστούμια), Marcelo Lumaca (συνεργάτης φωτιστής), Manuela Halligan (χτένισμα και make-up), Tomasz Jeziorski (προβολές) και Konrad Kuhn (δραματουργός), πρότεινε μία άποψη που ισορροπούσε ανάμεσα στο όνειρο, τον ψυχογραφικό υπαινιγμό και το καλυμμένο συναίσθημα, στοιχεία γνωστά σε όσους έχουν παρακολουθήσει τη δημιουργική του πορεία μέσα στο χρόνο.

Το κοινό, εισερχόμενο στην αίθουσα, πολύ προτού αρχίσει η παράσταση βλέπει την προβολή ενός τεράστιου ελέφαντα ξαπλωμένου και ακίνητου, με ελάχιστη κίνηση των βλεφάρων του, ο οποίος αργοπεθαίνει. Ο ελέφαντας, αυτή τη φορά σε αντίγραφο τεράστιων διαστάσεων, δεσπόζει στη σκηνή μόλις σηκώνεται η αυλαία και για περίπου πέντε λεπτά, με συνοδεία ήχου ανέμου, αφήνει τον θεατή/ακροατή να αναλογισθεί ότι ακόμη κι ένα τόσο δυνατό και κυρίαρχο πλάσμα όπως αυτό, μπορεί κάποια στιγμή να φθάσει στο τέλος του ηττημένο, προφανώς παραπέμποντας στην τραγική φιγούρα του άλλοτε κραταιού Οθέλλου που έχοντας ξεγελαστεί από τον Ιάγο και τυφλωμένος από τη ζήλια, οδηγείται στην καταστροφή του έχοντας προηγούμενως πνίξει την αγαπημένη όσο και αθώα σύζυγό του Δυσδαιμόνα.

Ο Wilson εφαρμόζοντας τη γνωστή του σκηνοθετική άποψη, αφαίρεσε από τους τραγουδιστές του κάθε γρήγορη κίνηση, ενώ δεν τους επέτρεψε να αγγίξουν ο ένας τον άλλον, δημιουργώντας ένα σκηνοθετικοεικαστικό κάδρο που σταθερά φλέρταρε με τη στατική διάσταση. Τα σκηνικά ήταν ελάχιστα· σε στιγμές βλέπαμε μία σφαίρα, σκάλες ή καμάρες που παρέπεμπαν στη διακόσμηση του παλατιού. Το σκούρο, σκοτεινό μπλε χρώμα και οι σκιές του σε συνδυασμό με το λευκό, δέσποζαν. Τα κοστούμια ήταν λιτά, μα απολύτως καλαίσθητα, δεμένα σωστά με την όλη εικόνα και με ιστορικές αναφορές. Τα πρόσωπα ήταν βαμμένα λευκά, ακόμη και εκείνο του Οθέλλου, μαύρου κυβερνήτη της Βενετίας· οι εκφράσεις ήταν όχι ανύπαρκτες, αλλά καλυμμένες, σαν να κρύβονταν κάτω από μάσκες. Η χορωδία έμενε συνήθως στο σκοτάδι. Στις σκηνές της όπερας όπου υπάρχει μεγάλη δράση κι όπου η μουσική κινείται ταχύτατα, η στατική ματιά του Wilson έφερνε μία απόλυτη αντίθεση που σε έκανε να αναρωτιέσαι αν οι ήρωες όντως βίωναν τα γεγονότα. Ο αφαιρετικός Wilson είχε μεταφέρει την πλοκή στο δικό του προσωπικό επίπεδο, θέτοντας τα δικά του ερωτήματα και επιχειρώντας να δώσει απαντήσεις προκαλώντας τον στοχασμό του κοινού και κυρίως τον προβληματισμό του, που τόσο είχε ανάγκη σε αυτή την πορεία του. Πέραν του νοηματικού πλαισίου –ίσως θα οφείλαμε να σημειώναμε, παράλληλα με αυτό- η εικαστική ματιά, με γεωμετρικές παραπομπές, του Wilson, όπως πάντα υπήρξε υψηλής αισθητικής και καλαισθησίας, δημιουργώντας ατμόσφαιρα και ικανοποιώντας κάθε στιγμή τα μάτια.  Και πολύ μας κέντρισε το ενδιαφέρον στο τέλος της όπερας, το λευκό φως που εμφανίζεται πάνω από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, λυτρωτικό και ενδεχομένως, ως λύση και τελική απάντηση.

Βρήκαμε ότι το μουσικό μέρος του ελληνικού ανεβάσματος στάθηκε σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, πρωτίστως χάρη στη συμμετοχή των λυρικών καλλιτεχνών που επωμίσθηκαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Και πριν αναφερθούμε στον καθένα ξεχωριστά, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα υπήρξε εύκολη υπόθεση για εκείνους να τραγουδούν τα μουσικά και τεχνικά δύσκολα μέρη τους καλούμενοι να παραμένουν ακίνητοι ή προσπαθώντας να υιοθετήσουν κινήσεις σε slow motion mode.

Τούτων λεχθέντων, στον ρόλο του Οθέλλου είχαμε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τον Λετονό τενόρο Aleksandrs Antoņenko, ο οποίος σημειώνει διεθνή καριέρα στα κορυφαία λυρικά θέατρα του κόσμου. Έχει επανειλημμένως, εδώ και χρόνια,  καταχειροκροτηθεί ως Οθέλλος στο εξωτερικό κι είναι κοινό μυστικό ότι η δραματική φωνή τενόρου που κατέχει ταιριάζει γάντι στον ρόλο. Η μεγάλων διαστάσεων φωνή του εύκολα γέμισε την αίθουσα της ΕΛΣ, και μολονότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να κινηθεί επί σκηνής όσο ίσως θα ήθελε, φωνητικά και μουσικά πρότεινε μία ερμηνεία αξιοσημείωτων ποιοτήτων. Κακά τα ψέματα, αυτός ο δίχως άλλο συναρπαστικός (και σε πολλές σελίδες του, τόσο συγκινητικός) ρόλος είναι συνάμα κι ένας από τους πλέον φωνητικά «φονικούς» του ρεπερτορίου (πραγματική πρόκληση για τις αντοχές της φωνής του τενόρου), εξαιτίας του οποίου κάποιοι τραγουδιστές –δεν χρειάζεται να αναφερθούν ονόματα- κυριολεκτικά έφθειραν ή ακόμη και κατέστρεψαν τη φωνή τους·  δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολλοί δραματικοί τενόροι, ακόμη και σε ώριμα στάδια της σταδιοδρομίας τους, προτιμούν να μένουν μακριά από εκείνον. Θα πρέπει, συνεπώς, να θεωρήσουμε τον Antoņenko φαινόμενο, όχι μόνο για τις φωνητικές του αντοχές (τις οποίες, σε κάθε περίπτωση, καλό θα ήταν να μην θέτει συνεχώς σε δοκιμασία), αλλά και κυρίως για τον τρόπο που προσεγγίζει τον ρόλο. Ο τρόπος ακριβώς που νιώθει και εκφράζει τον Οθέλλο και τη συναισθηματική εξέλιξή του μέσα στην όπερα είναι άξια επαίνων, όπως εξάλλου είναι και το χαρακτηριστικά σκουρόχρωμο τίμπρο της φωνής του, ο έλεγχος της αναπνοής και γενικότερα ο έλεγχος των εκφραστικών και τεχνικών του μέσων.

Τάσης Χριστογιαννόπουλος και Aleksandrs Antoņenko (φωτογραφία: Lucy Jansch)

Δίπλα του η Ρουμάνα υψίφωνος Celia Costea με την πάντα ωραία και πλούσιων δυνατοτήτων φωνή της, πρότεινε μία Δυσδαιμόνα μουσικά ολοκληρωμένη. Πρόκειται για ρόλο τον οποίον, όπως κι ο Antoņenko, γνωρίζει καλά και έχει δοκιμάσει επανειλημμένως επί σκηνής.

Ο βαρύτονος Τάσης (Αναστάσης) Χριστογιαννόπουλος επιστρατεύοντας σκέψη, μουσικότητα και ακμαία φωνή, υπογράμμισε τα μοχθηρά μονοπάτια του ρόλου του Ιάγου. Ο περιορισμός στις κινήσεις, δεν τον εμπόδισε να δείξει υποκριτικά τις εντάσεις του ρόλου μέσω των εκφραστικών ματιών του.

Στους υπόλοιπους ρόλους, δευτεραγωνιστικούς μεγαλύτερους ή μικρότερους, διακρίθηκαν με φωνές κατάλληλες οι  Δημήτρης Πακσόγλου (Cassio), Γιάννης Καλύβας (Roderigo), Πέτρος Μαγουλάς (Lodovico), Μαρίνος Ταρνανάς (Montano), Παύλος Σαμψάκης (ένας κήρυκας) και Βιολέττα Λούστα (Emilia).

Η ορχήστρα και χορωδία της ΕΛΣ, υπό τη διεύθυνση του ηλικιακά νέου και καλά μελετημένου μαέστρου Στάθη Σούλη, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία παρτιτούρα πραγματικό ογκόλιθο, απέδωσαν σε γενικές γραμμές με αμείωτη συνέπεια και ενδιαφέρον. Ωστόσο, θα σημειώσουμε κάποιες σποραδικές ρυθμικές αστάθειες κατά τις εκτενείς όσο και τεχνικά πολύπλοκες πολυπρόσωπες σκηνές της πρώτης πράξης κατά τις οποίες η ιδιοφυής αντιστικτική γραφή του συνθέτη θα μπορούσε να είχε αναδειχθεί με περισσότερη διαύγεια. Οι κλιμακώσεις των κομβικών σκηνών της όπερας είχαν προετοιμαστεί προσεκτικά από τον Σούλη, του οποίου το ταλέντο πιστεύουμε ότι είναι εξελίξιμο, και είχαν δομηθεί με μουσικοδραματική πειστικότητα (λ.χ. η προετοιμασία της κλιμάκωσης της τρίτης πράξης, στο τέλος της οποίας, κατά τη διάρκεια της επίσημης τελετής, ο Οθέλλος προσβάλει τη γυναίκα του μπροστά στους έκπληκτους επισήμους).

Celia Costea και Alexandrs Antoņenko (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

Συνοψίζοντας, μία επιτυχία του λυρικού μας θέατρου, που δίχως άλλο τίμησε τη διεθνή σύμπραξη με το  Φεστιβάλ του Baden-Baden και μας κάνει να αδημονούμε για τις επόμενες διεθνείς συμπαραγωγές που ακολουθούν προσεχώς. Θα προσθέσουμε εδώ ότι πρόσφατα ανακοινώθηκε η νέα μελλοντική σύμπραξη της ΕΛΣ με τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (Metropolitan Opera), την Όπερα του Καναδά (Canadian Opera Company) και τη Λυρική Όπερα του Σικάγου (Lyric Opera of Chicago), για την παραγωγή της εμβληματικής όπερας Medea του Luigi Cherubini (1760-1842), σε σκηνοθεσία του Σκωτσέζου Sir David McVicar, την οποία θα παρακολουθήσουμε στη χώρα μας στις αρχές του επόμενου έτους. Θα αποτελούσε όντως εξαιρετικό γεγονός αν η διαπρεπής Αμερικανοκαναδή υψίφωνος Sondra Radvanovsky, που πρόκειται να ενσαρκώσει στη Metropolitan Opera την τραγική ηρωίδα του Cherubini, ερμήνευε τον ρόλο και στη δική μας λυρική σκηνή. Οψόμεθα. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον της ΕΛΣ αναμένεται συναρπαστικό.

 

 

 

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα