Bones, (H Ζαριά, 2002), του Peter Straughan. Σκηνοθεσία του Θοδωρή Βουρνά. Στο Θέατρο «Αγγέλων Βήμα».

Από αριστερά προς δεξιά: Τ. Παρασκευοπουλος - Μ. Δερβιτσιώτης - Γ. Μπανταδακης - Μ. Κλωνάρης - Α. Νταβρής. Φωτο: Ιάσωνας Κονταίος.

 

Από αριστερά προς δεξιά: Τ. Παρασκευοπουλος - Μ. Δερβιτσιώτης - Γ. Μπανταδακης - Μ. Κλωνάρης - Α. Νταβρής. Φωτο: Ιάσωνας Κονταίος.
Από αριστερά προς δεξιά: Τ. Παρασκευοπουλος – Μ. Δερβιτσιώτης – Γ. Μπανταδακης – Μ. Κλωνάρης – Α. Νταβρής.
Φωτο: Ιάσωνας Κονταίος.

 

 

Όσοι γυρεύγουσι λοιπό μεγάλοι να γενούσι, 

βασίλεια ν’ αποτάξουσι και πλούτη να χαρούσι, 

με πρόκοψη και προθυμιά να σώσουσι τυχαίνει 

ν’ αρπάξου την πλεξούδα μου τούτη τη χρουσωμένη, 

κι ωσά με πιάσουν από κει σφιχτά να με κρατούσι· 

και να μη βγω απ’ το χέριν τως ας βλέπου όσο μπορούσι, 

γιατί αν τως φύγω μια φορά, εύκαιρα παραδέρνου 

να θε να με ζυγώσουσι, μα πλιο δε με γιαγέρνου

 

Ενδεχομένως ο πολυτάλαντος Βρετανός συγγραφέας και σεναριογράφος Peter Straughan να μην είχε στο μυαλό του τον Φορτουνάτο του Φώσκολου όταν δημοσίευσε το 2002 το έργο του Bones˙ ωστόσο, σε κάθε περίπτωση του κύκλου τα γυρίσματα είναι μια από τις βασικές θεματικές της Zαριάς που παρουσιάστηκε στο «Αγγέλων Βήμα» σε σκηνοθεσία του επίσης πολυτάλαντου σκηνοθέτη Θοδωρή Βουρνά.

Το Bones συνιστά μια καταβύθιση του εαυτού στο ζοφερό, υγρό υπόγειο της ύπαρξης, μέσα από ένα μονοπάτι δυσβάσταχτο που απλώνεται αδέξια και φοβισμένα πάνω σε αραχνιασμένα ξύλινα σκαλιά οδυνηρής μνήμης˙ είναι ένα μονοπάτι γεμάτο τριγμούς και σκοροφαγωμένες επιθυμίες ζωής, προσδοκίες ευτυχίας που τσαλαπατήθηκαν και αργοσβήνουν στο foyer ενός σινεμά που για να ζήσει τη μίζερη ζωή του προβάλλει τον έρωτα στη χειρότερη και πιο άθλια μορφή του.

Το Bones  προβάλλει έναν περιθωριακό κόσμο φτωχό και άσχημο, γεμάτο ρωγμές, ρήξεις, έρμαιο μιας αδήριτης ανάγκης επιβίωσης που φωλιάζει κρυφά και οδυνηρά σε μια λασπωμένη πραγματικότητα˙ αυτός ο αλλόκοτος, απελπισμένος κόσμος του Bones ελλοχεύει απειλητικά και ξεδιάντροπα μέσα από την πένα του Straughan που επενδύει με καυστικό χιούμορ υπολείμματα μιας ζωής που αν έβλεπε τον εαυτό της στον καθρέπτη, χωρίς το πέπλο της κωμικότητας θα ξέσκιζε τη σάρκα της.

Αυτό το οξύμωρο παίρνει στα χέρια του ο Θοδωρής Βουρνάς και το επενδύει με την ιδιαίτερη ενσυναίσθηση που τον χαρακτηρίζει και απογειώνει εκφραστικά ένα έργο με πολύπλευρες σημασιολογικές εκφάνσεις. Ο Θ. Βουρνάς επιλέγει μια σκηνοθετική εικονοποίηση που φωτίζει κάθε πτυχή κρυμμένων συναισθημάτων και αναδύει μέσα από ευφυή, τολμηρή, δυναμική και ευφάνταστη τεχνική επιθυμίες θανάτου, ματαιώσεις, απελπισμένες κραυγές ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από επίγειους ολέθρους.

Η σκηνοθεσία του Θ. Βουρνά κατορθώνει να αναδείξει και να περικλείσει σε 80 λεπτά πέντε ζωές που σάλεψαν σε έναν βίο βίαιο˙ αυτή η διάπυρη στιγμή που κορυφώνεται επί σκηνής παρασύρει το κοινό σε μια μέθεξη, οδηγώντας τον θεατή να ταυτιστεί με τις μύχιες προσδοκίες, τα άηχα ουρλιαχτά των πέντε αβάσταχτα απελπισμένων ανθρώπων, εστιάζοντας με απαράμιλλη ευαισθησία και ευφυΐα στην ανθρώπινη οδύνη, εκείνη την οδύνη που αγνοεί ταυτότητα, φύλο και φυλή, καθώς βουλιάζει σε μια κραυγή προσωπικού ολέθρου.

Η σκηνοθετική οπτική τονίζει την απομάγευση κάθε αρχής και κάθε αξίας, όπως του έρωτα που βλέπει τον εαυτό του να ευτελίζεται σε ρημαγμένη πορνική απόλαυση, σχολιάζει τον εκφυλισμό και τη διασάλευση της ανθρώπινης ύπαρξης και ταυτότητας σε έναν άνδρα που αποφάσισε να ντυθεί γυναικεία για να κρυφτεί από τον εαυτό του˙ τονίζεται η διάρρηξη  των ανθρώπινων σχέσεων που υφαίνονται γύρω από τη σαγήνη του εκβιασμού και της χαμέρπειας, τη βαθιά θλίψη που ανασαλεύει λόγω της απώλειας αγαπημένων ανθρώπων, τον ακρωτηριασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην αναζήτηση ενός ίχνους οικειότητας που δεν είναι τίποτε άλλο από την – με οικτρό τρόπο –  εκπεφρασμένη ανάγκη του ανθρώπινου ανήκειν.

Ο Μανόλης Κλωνάρης μας εισάγει στη σκοτεινή ατμόσφαιρα του καταγώγιου και με υποκριτική δεινότητα ακροβατεί μεταξύ αστείου και δραματικού με μια παιδιάτικη καρδιά, ξετυλίγει τον μίτο της πλοκής σταδιακά με κορυφώσεις που μαρτυρούν απόλυτο αυτοέλεγχο του ρόλου και των ιδιαίτερων συναισθηματικών πτυχών της τραγικότητας που χαρακτηρίζει τον ψυχισμό του Ρούμπεν.

Ο Γιώργος Μπανταδάκης αιχμαλωτίζει το βλέμμα και ξεγελάει κάθε φορά τον θεατή καθώς βιώνει ευρηματικά και αριστοτεχνικά κάθε συναίσθημα του Μουν, κάθε ανατροπή και ακραία πράξη, δίνοντας κάθε φορά την ίδια αλήθεια που κρύβουν μέσα τους η πολλαπλότητα και η περιπλοκότητα του ρόλου αυτού.

Ο Τάκης Παρασκευόπουλος είναι πραγματικά απολαυστικός στον ρόλο του Μπεκ, τηρώντας ρυθμό, χρόνο και τόνο σε έναν απαιτητικό και σαγηνευτικό ρόλο˙ κινείται με την άνεση ενός ηθοποιού που ξέρει πώς να πατά γερά στα πόδια του, έχοντας δουλέψει άρτια το υποκριτικό σημείο που μέσα από το αλλόκοτο τονίζει το ανθρώπινο.

Ο Αλέξανδρος Νταβρής ως Μπένυ, είναι σοβαρός και συγκεντρωμένος, αποδεικνύει την εμπειρία του και την προσωπική του αλήθεια, καθώς καλείται να διαχειριστεί τις ανατροπές και να δώσει ή να βρει λύσεις μέσα σε ένα χάος ανθρώπινων σφαλμάτων, πράξεων και ματαιώσεων.

Ο Μάριος Δερβιτσιώτης είναι σώμα και πνεύμα ο γκάγκστερ Ρετζ Γκρέϊν, που εξ΄αρχής προσδίδει τη δέουσα παραβατικότητα και τον δέοντα σαρκασμό στην ατμόσφαιρα, προκαλώντας ρίγη στον Ρούμπεν, γεμάτος δυναμικότητα, τόλμη, με διάσπαρτες ανθρώπινες στιγμές που συνυφαίνονται με την προκλητική αναλγησία ενός αδίστακτου κακοποιού που κουβαλάει πάντα μαζί του τον πόνο των άλλων ως little sacrifices.

Τα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα και τα κοστούμια σε συνεργασία με την Χριστίνα Πανοπούλου λειτούργησαν μαγικά, μεταφέροντας όλο εκείνο το χρώμα και τη μνήμη των films noirs σε συνδυασμό με τον γεμάτο σημασία φωτισμό του Γιώργου Αγιαννίτη, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστήρια, γεμάτη απαντοχή ολέθρου. Η μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου χαρίζει στο έργο τη δυνατότητα της μέθεξης, καθώς η γλώσσα ως μέσον επικοινωνίας μεταφέρει όλα τα ρίγη και τις γοητευτικές ρωγμές μεταξύ τρόμου και κωμικότητας, αγγίζοντας με αλήθεια κάθε εκφραστική πτυχή της βρετανικής slang.

Το Bones είναι ένα ευρηματικό δράμα, το οποίο αντιμετώπισε ευρηματικά ο σκηνοθέτης του με ευρηματικό ρεαλισμό και ενδελεχή καθοδήγηση των άξιων συντελεστών. Ο Θ. Βουρνάς εικονοποιεί θαυμαστά κάθε πτυχή της θεματικής, τις σχέσεις, τις θέσεις, τις αντιθέσεις και τις ρήξεις ακροβατώντας αριστοτεχνικά μεταξύ κωμικού και τραγικού˙ αναδεικνύει τον ρόλο της τύχης που ορίζει εξ’ αρχής τον μίτο των πράξεων και των ανατροπών, την απόφαση των ηρώων να τα παίξουν όλα για όλα, σε μια ζαριά που στοιχειώνει τη χιμαιρική απαντοχή μίας ελπίδας να ξεχυθούν από το χαράκωμα για να αντικρίσουν τον ήλιο.

 

Το κωμικό είναι μόνο η αφορμή για τον P. Straughan και τον Θ. Βουρνά να ξορκίσουν το άλγος και τον όλεθρο που περιδινούνται γύρω από την τυφλή κραυγή ανθρώπων που ανασαίνουν απομεινάρια ζωής, οδυνηρά εγκλωβισμένοι στη σάρκα τους. Μπορεί να είναι το milieu που πρέσβευαν οι νατουραλιστές, ή η αλλόκοτη σιωπή στο βλέμμα που έχουμε όταν μένουμε μόνοι με τον ίσκιο μας να σέρνεται πάνω στον τοίχο της απόγνωσης που φωτίζεται μέσα στον ζόφο.

Αυτός ο ίσκιος φτεροκοπά πάνω στον ψυχισμό, αναμοχλεύει ακατανόμαστες επιθυμίες, απερινόητους πόθους, αιματοβαμμένες χίμαιρες και μας αφήνει έρημους πάνω στον βράχο, δίβουλους κι απελπισμένους, την ώρα που μέσα μας λυσσομανάει το κωμικό και συνάμα τραγικό τέλος ενός απελπισμένα ανθρώπινου εαυτού.

Eίμεθα στη όχθη σαν προβλήτες
Tα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό
Kαι κατεβάζουν τα πουλιά
Kαι τα κελεύσματα των οδοιπόρων.

Mία γυναίκα κάποτε μας σταματά
Aν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξη.

Λία Τσεκούρα, 24102019