«Ήρωες» του Gerald Sibleyras, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά

Σκηνή από την παράσταση. Φωτογραφία: Δάφνη Δρακούλη

ΗΡΩΕΣ

του Gerald Sibleyras,

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς.

Από μηχανής θέατρο.

 

Λευκός ο λυγμός που βράδιασε τις χαρές μας κι οίστρος γλυκός το φως που σάλεψε πάνω σε έναν νόστο πένθιμο…ανέφελη μια μνήμη…ζωγράφισε μελαγχολικά το επιτύμβιο κάποιων ηρώων για τον θάνατο μιας λεύκας…

 

 

Le vent des Peupliers! Ο Gerald Sibleyras δημιούργησε το 2003 τους Ήρωες, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά, γνωρίζοντας  σημαντική  αναγνώριση, αφού το δράμα μεταφράστηκε και παρουσιάστηκε στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία αλλά και τις Η.Π.Α. Η πρεμιέρα δόθηκε στο Théâtre Montparnasse, ενώ προτάθηκε για τέσσερις υποψηφιότητες Molières, όπως μεταξύ άλλων εκείνη του Καλύτερου Συγγραφέα. Το έργο είχε τη χαρά να μεταφραστεί στην αγγλική από τον Tom Stoppard με τον τίτλο Heroes και παρουσιάστηκε στο  Wyndham Theatre του Λονδίνου σε σκηνοθεσία Thea Sharrock κερδίζοντας το “Lawrence Olivier Best New Comedy Award”.

 

Le vent des peupliersείναι το ανεμάκι που χαϊδεύει τα φύλλα μιας λεύκας, την ώρα που εκείνη βυθίζεται στα μυστικά της ζωής της· κι όταν το ανεμάκι φουντώσει και παρασύρει τη λεύκα στους δικούς του ολέθρους, εκείνη θα κοιτάξει πέρα στον ορίζοντα αναζητώντας μια ελπίδα για να μη λυγίσει…

 

Ήρωες! Λέξη πλημμυρισμένη συμβολισμούς και οδύνες εξωραΐζει και αγιοποιεί τις ανθρώπινες απώλειες και τα ατέλειωτα πένθη· οι Ήρωες  του Sibleyras τυλίγουν με νόστο και οράματα την ενθαδικότητά τους σε ένα παρόν που συνιστά πάντοτε, γιατί άραγε, μια αντιηρωική συνθήκη.  Νοήματα, σημασίες, πάθη, νίκες και ήττες απλώνονται σε ένα βάθος ζωής, όπου ο χρόνος έχει κατακερμαστεί σε μικρές πολύτιμες μνήμες και ο χρόνος,  ο πανδαμάτωρ χρόνος, δεσπόζει απειλητικός αλλά και απελευθερωτικός στην αυγή του επέκεινα.

O συγγραφέας ιχνηλατεί το εσώτερο είναι των τριών προσώπων που λάτρεψαν τις προσδοκίες τους και σμίλευσαν τις φιλοδοξίες τους με τρόπο ηρωικό, ζώντας άλλοτε σε φλογερή κόλαση κι άλλοτε σε φωτεινό παράδεισο· έτσι κάπως οι ήρωες κέντησαν τις δικές τους μικρές ιστορίες πάνω στη μεγάλη, την αμείλικτη Ιστορία, συναρμολογώντας εικόνες έπους. Αυτός ο επικός άνεμος, που χαϊδεύει τις λεύκες, ζει μέσα στους ήρωες -όπως σε κάθε ήρωα- και μέσα σε αυτόν τον άνεμο κυλάει άλλοτε αργά, άλλοτε ασθμαίνοντας η ζωή οδεύοντας προς το μεγάλο, ηρωικό τέλος.

Σκηνή από την παράσταση. Φωτογραφία: Δάφνη Δρακούλη

Η σκηνοθετική οπτική του κ. Δημήτρη Μυλωνά ανιχνεύει με ευαισθησία, ενσυναίσθηση και βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχής κάθε συναισθηματική διάσταση των ηρώων· έτσι ο σκηνοθέτης παροντοποιεί μια παράσταση που προβάλλει με ποιητικότητα τις σκοτεινές νύχτες και τις χαρούμενες μέρες των προσώπων, αξιοποιώντας αριστοτεχνικά τα σημειακά στοιχεία της υποκριτικής, του φωτισμού, των σκηνικών και των κοστουμιών.

Η ζωντανότητα του θεάτρου προβάλλει ως ένα αόρατο ξόρκι που διασκορπίζει στην ατμόσφαιρα τα σπαράγματα ζωής των προσώπων, δημιουργώντας  με υπόρρητη γοητεία έναν αναστοχασμό των σημασιών και των νοημάτων, δημιουργώντας μια πολυπόθητη μέθεξη· το χάρισμα του θεατρικού αντικατοπτρισμού, της αυτεπίγνωσης που αναδύεται έμφορτη με υποσυνείδητα κι αλλόκοτα μυστικά, φωτίζει τον μικρό ή μεγάλο ήρωα που κρύβουμε όλοι στα μύχια της ύπαρξής μας.

Ως εκ τούτου το παροντικό και φευγαλέο χρονικό ορόσημο της παράστασης, εκείνη η ετεροτοπία εντός της οποίας περιδινούνται και ζωντανεύουν στο γύρισμα του χρόνου παλιές μνήμες και νοσηρές προφητείες, λειτουργεί ως ένα ντεριντιανό συμβάν μιας αμφίδρομης υπαρκτικής διαύγασης που περιπλέκει στα άδυτά της σκηνή και πλατεία.

Σκηνή από την παράσταση. Φωτογραφία: Δάφνη Δρακούλη

Η σκηνοθεσία αξιοποιεί με περίτεχνο και συγκινητικό τρόπο την υποκριτική των σημαντικών αυτών πρωταγωνιστών, των κ. Κ. Αρζόγλου, Χ. Βαλαβανίδη και  Π. Σκουρολιάκου, ενώ παράλληλα η τεράστια εμπειρία τους προσδίδει πρόσθετη αξία στο σκηνικό αποτέλεσμα· οι Ήρωες κινούνται οριζόντια και κάθετα στον άξονα της σκηνής, δεσπόζοντας ισομερώς στον χώρο και στη δραματουργική εξέλιξη με χειρονομίες και στάσεις καθημερινότητας και ρεαλιστικής έκφρασης, οι οποίες προκύπτουν αβίαστα και ανεπιτήδευτα.

Οι κ. Κ. Αρζόγλου, Χ. Βαλαβανίδης και  Π. Σκουρολιάκος ταυτίζονται με το πρόσωπο που υποδύονται σε σημείο που ο ρόλος χάνεται και κυριαρχεί το πρόσωπο που ερμηνεύει -δημιουργώντας απαράμιλλη οικειότητα κι εγγύτητα· παράλληλα συνομιλούν ερμηνευτικά και άρρητα μεταξύ τους, ούτως ώστε κάθε φόβος, εμμονή, πένθος και φρίκη βιώνονται σε συλλογικό επίπεδο και προβάλλουν αναίμακτα, επεξεργασμένα από την ενσυναίσθηση που ενώνει τα πρόσωπα -και το κοινό.

Προσέτι, οι ρυθμοί της παράστασης άλλοτε επιταχύνονται, άλλοτε επιβραδύνουν λειτουργώντας επικουρικά αλλά κυρίως συμβολικά ως προς τη δραματουργική συνθήκη· ωστόσο, οι ηθοποιοί είναι εκείνοι που στηρίζουν κι ελέγχουν τους ρυθμούς με την υποκριτική τους αφήνοντας να αναδυθεί ο ρυθμός της ζωής που άλλοτε ανασαλεύει σαν ήρεμο κύμα, άλλοτε χύνεται στο φως της μέρας σαν ξεδιάντροπος χείμαρρος.

Σκηνή από την παράσταση. Φωτογραφία: Δάφνη Δρακούλη

Η διαχείριση του φωτισμού του κ. Βλάση Θεοδωρίδη δημιουργεί μια οικειότητα και φωτίζει με λευκότητα τα όνειρα και την αγάπη για τη ζωή που δένει τους τρεις ήρωες -και το κοινό. Τα μίνιμαλ σκηνικά του κ. Γιώργου Λιντζέρη συνομιλούν με τις σημασίες του έργου· προσέτι, τα λευκά κοστούμια του ιδίου, ιστορικά τεκμηριωμένα, προσδίδουν στους Ήρωες ένα φως που άλλοτε τους οδηγεί -τους προετοιμάζει θα έλεγε κανείς- προς το επέκεινα, άλλοτε τους εξαγνίζει, φωτίζοντας τον νόστο τους και τους ανωφέλευτους ολέθρους τους.

Η μετάφραση της Μαριάννας Τόλη εκφράζει με ενσυναίσθηση και ευαισθησία τις σημασίες, ενώ παράλληλα το κείμενο μιλιέται και ρέει στη σκηνή, αναδεικνύοντας τα δραματουργικά στοιχεία. Η μουσική, τέλος, της κ. Μαρίνας Χρονοπούλου συνοδεύει και ολοκληρώνει με συγκινητικές εναρμονίσεις και τρυφερές κορυφώσεις κάθε ηρωϊκό βασίλεμα.

 

Μικρός ο κήπος που φώλιασαν τα όνειρά μας…εκεί που σκοτείνιασε η μέρα, σα να της τέλειωσαν οι ώρες, λες και σκίστηκαν εκείνες οι παλιές εφημερίδες που μιλούσαν για νίκες, τις θυμάσαι; «Κάθε τέλος είναι ηρωικό» μου είπες καθώς έφευγες «γιατί είναι ήρωας όποιος αντικρίζει το τέλος του»…έκλαψα, κρυμμένη στα φύλλα μιας λεύκας…

 

Λία Τσεκούρα,

Πεντέλη 13122024.