«Ο Επιστάτης» του Harold Pinter σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, στο Θέατρο «Αργώ»

Ο ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ

Του Harold Pinter

Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης.

Θέατρο «Αργώ», 2023-2024.

 

Κι ήταν τόσο υγρό εκείνο το δωμάτιο που φυλάξαμε τρυφερά τις νύχτες μας,  ένιωθες ξένη την ανάσα και πένθιμη τη βαριά σιωπή, καθώς οι μνήμες και οι μέρες μας έγιναν έρεβος και μας έπνιξαν, ποτέ δεν κατάλαβε κανείς πώς χαθήκαμε τόσο μοιραία και σιγηλά…θυμάσαι;

 

The Caretaker! Το τρίπρακτο δράμα του νομπελίστα Harold Pinter παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο Arts Theatre Club στο West End του Λονδίνου τον Απρίλιο του 1960. Ο Επιστάτης, όπως μεταφράζεται στα ελληνικά, παραστάθηκε 444 φορές στο Dutchess Theatre μετά την πρεμιέρα του πριν μετακομίσει στο Broadway.

There are no hard distinctions between what is real and what is unreal, nor between what is true and what is false. A thing is not necessarily either true or false; it can be both true and false, αναφέρει ο Pinter το 1958 και πράγματι η ατμόσφαιρα της τέχνης, ήδη από τον μεσοπόλεμο, ερωτοτροπεί με έναν λανθάνοντα υπαρξιακό σχετικισμό. Αξιακά πρότυπα καταστρατηγούνται, παραδοσιακές αντιλήψεις, βαθιά ριζωμένες, κόπτονται απότομα και τα συθέμελα του κόσμου τρίζουν άλλη μια φορά πριν το ολέθριο συμβάν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που θέτει την ανθρωπότητα σε φάση επανεκκίνησης και επαναπροσδιορισμού θέσεων, αξιών αλλά και πρακτικής λειτουργίας.

Έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα του Επιστάτη, ήτοι το 1961, ο Martin Esslin δημοσιεύει το έργο του Theatre of Absurd, ενώ σε μεταγενέστερες εκδόσεις του συγκεκριμένου έργου ο Esslin κατατάσσει τον Pinter ως τον 5ο δραματουργό του ιδιαίτερου αυτού τύπου θεάτρου μετά τους Beckett, Ionesco, Genet και Adamov.

Το θέατρο του παραλόγου, από τα τέλη του 1940 δρομολόγησε τη δική του εξελικτική πορεία και τις δικές του προκλήσεις, καθώς το διακύβευμά του ερείδεται πάνω στο βίωμα ενός σύμπαντος ολέθριου· απώλεια κοινωνίας και διασύνδεσης μεταξύ των ανθρώπων, απομάγευση αξιών, ιδανικών, προσδοκιών και οραμάτων προς χάριν ενός οργιαστικού και ανεξιχνίαστου παραληρήματος χωρίς νόημα, καθώς η ζωή αδυνατεί να νοηματοδοτήσει τον εαυτό της -η ζωή, ως σύμπαν, ως ον, ως άνθρωπος, εγκλωβισμένη σε ένα δωμάτιο…

Είναι εκείνη η νεκρή ζώνη μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας που ως συγκροτητικός όρος του δράματος δομεί ένα περιβάλλον με όρια ρευστά -καίτοι αυθύπαρκτα- ενώ σταδιακά αναδύονται σπαράγματα ζωής, τραύματα, εφιάλτες και πάθη που θωπεύουν λάγνα το φροϋδικό unheimlich· ο Pinter δομεί αριστοτεχνικά το έργο του επί ενός unheimlich -ανοίκειου- σημαίνοντος που κινείται απειλητικά γύρω από την ύπαρξη και την κατακλύζει.

Η μεταπολεμική αλήθεια -αλλά και το κάθε σημερινό πολεμικό παρόν- γεμάτο φρίκη βασανίζει τον νου και το σώμα, αφήνοντας να αναδυθεί μια αλλόκοτη απειλή που αποκαθηλώνει τον Άνθρωπο από το κέντρο του κόσμου συνομιλώντας, ενδεχομένως, με το κίνημα του αντιανθρωπισμού που επαναπροσδιορίζει την ανθρώπινη θέση και ισχύ· στον απόηχο ενός αδιεξόδου που πνίγει κάθε προσωπική επιλογή, ο πιντερικός ήρωας εγκλωβίζεται σε έναν ακατανόητο υπαρξιακό λαβύρινθο που συρρικνώνει κάθε μορφή προσωπικής επιλογής.

Ο Pinter μέσω της δυναμικής με την οποία επενδύει το δράμα και το υπαρξιακό παράλογο συνθέτει έναν κόσμο παράλληλα κωμικό και τραγικό, ενδεχομένως έναν σπαρακτικό κωμικό κόσμο, ένα τραγελαφικό, θα έλεγε κανείς, σύμπαν χωρίς αύριο· ένας γκροτέσκα αληθινός κόσμος φαντάζει εφιαλτικός ελλοχεύοντας εντός μιας υπερρεαλιστικής αχλής και διαυγάζει την ατελεύτητη ορμή του λεγόμενου pinteresque που σαγηνεύει και σαρκάζει τη ζοφερή πραγματικότητα.

Η σκηνοθετική εξεικόνιση του κ. Σωτήρη Χατζάκη συνδυάζει τα ουσιώδη και χαρακτηριστικά στοιχεία του πιντερικού ύφους και παροντοποιεί μια παράσταση που προβάλλει στοχευμένα και αμιγώς τις σημασίες των νοημάτων· η χρήση του προαναφερόμενου pinteresque, εκείνου του λόγου -και διαλόγου- που προκύπτει αλλόκοτος και ξένος, ένας λόγος κομψά και προσεγμένα άλογος, νοσηρά επαναλαμβανόμενος, διάσπαρτος με εφιαλτικές παύσεις και σιωπές, έμφορτος με απειλητικούς και κρυμμένους λογισμούς κυριαρχεί ως προειδοποίηση θανάτου.

Παράλληλα, η σκηνοθεσία αξιοποιεί τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του παραλόγου, την υποτυπώδη πλοκή του δράματος –αντι-δράμα– τους αφελείς και ανεπαρκείς χαρακτήρες –αντι-ήρωες– δομώντας έναν φανταστικό και εφιαλτικό κόσμο που ζει και υποφέρει σε μια τραγική φάρσα· ως εκ τούτου τα πρόσωπα εγκλωβισμένα στον εαυτό τους βιώνουν, προκαλούν και διαιωνίζουν γεγονότα ταυτόχρονα κωμικά, εφιαλτικά και παράλογα.

Το άναρχα επιπλωμένο δωμάτιο, γεμάτο απορρίμματα, άχρηστα και φθαρμένα, σαπισμένα, παλιοκαιρισμένα αντικείμενα, αναδύει απώλεια ευταξίας, απουσία στόχων και οραμάτων, αδράνεια και αδιαφορία για το γίγνεσθαι και το παρόν, κρατώντας αιχμάλωτο ένα ανούσιο κι αιματηρό παρελθόν· δημιουργείται ως εκ τούτου η εικόνα που θυμίζει μια άναρθρη και συνεχή κραυγή με το φρικτό δωμάτιο-κρατητήριο να συνιστά έναν περίκλειστο χώρο χωρίς καμία διέξοδο. Ο χώρος αυτός συνιστά αλληγορία ενός νοός που ζει φυλακισμένος, κομμάτι ενός κόσμου που διαχρονικά πνίγεται και ασφυκτιά σε ένα αιώνιο εφιαλτικό παρόν που καταβροχθίζει λαίμαργα κάθε ελπίδα.

Προσέτι, η σκηνοθεσία διαυγάζει τη δεξιότητα του Pinter να δημιουργεί και να ταυτοποιεί το παράλογο εντός ενός κόσμου ρεαλιστικού· ως εκ τούτου, ο κ. Χατζάκης συγκεκριμενοποιεί σκηνικά ένα ρεαλιστικό περιβάλλον το οποίο επενδύει με την αύρα ενός φρικώδους παραλόγου, ενός κόσμου αλλόκοτου, υπερρεαλιστικού που ερείδεται σε άλογες καταστάσεις.

Παράλληλα, καθίσταται εμφανής μια δραματολογική θέση του Pinter να υφαίνει την -υποτυπώδη- πλοκή γύρω από ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο λειτουργεί ως εισβολέας και υποκινητής συγκρούσεων, είτε αυτός είναι ο επιστάτης, είτε ένας επισκέπτης από παλιούς καιρούς, είτε η σφήκα ενός ανεπαίσθητου πόνου, είτε ένας βουβός, άφαντος, σερβιτόρος· η αλληλεπίδραση μεταξύ των τριών προσώπων -όντων, σκιών- που ενδεχομένως να συνιστά ένα ανούσιο γεγονός, αναμοχλεύει άρρητες και υποχθόνιες κραυγές απόγνωσης, αφήνοντας να αναδυθεί ο όλεθρος, η φρίκη που καθένας κρύβει βαθιά μέσα του.

Τα τρία πρόσωπα, ήτοι οι κ. Αιμιλιανός Σταματάκης, Γιώργος Φριντζήλας και Σωτήρης Χατζάκης, σε βαθιά συνομιλία με τον ρόλο τους, έρχονται αντιμέτωποι με φόβους και εμμονές, αποτυπώνοντας σπουδαίες στιγμές υποκριτικής δεξιότητας, εφιαλτικών διαλόγων και ψυχεδελικών μονολόγων οδηγώντας τον θεατή στη μέθεξη· ακροβατούν αριστοτεχνικά μεταξύ εφιάλτη και πραγματικότητας, με ρυθμό στον λόγο που εναρμονίζεται με τη σωματικότητά τους, εντείνοντας τη ματαίωση του παράλογου αντιήρωα.

Η μετάφραση του κ. Κώστα Σταματίου προβάλλει εναργώς τις σημασίες και την ιδιαίτερη πιντερική γλώσσα, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια της κ. Έρσης Δρίνη μεταφέρουν γυμνή, τραγική και φρικώδη την αθλιότητα και τη μιζέρια της ανθρώπινης terra incognita. Οι φωτισμοί του κ. Αντώνη Παναγιωτόπουλου διαυγάζουν με περισσή ενσυναίσθηση, ένταση και πρόκληση κρυφές, φανερές κι αλλόκοτες σημασίες.

Ήταν η μέρα μουντή, κρυμμένη στο σύθαμπο του χρόνου, εκείνου που χάθηκε κάτω από το χειρόγραφο του γυρισμού καθώς ξεθώριαζε μέσα στο σκοτεινό και παγωμένο δώμα…πες μου, πώς να χαϊδέψω ξανά τα βότσαλα που ασπρογυαλίζουν στην ξένη θάλασσα; Πες μου ποια σύμβολα κεντά ο θάνατος για να φανεί; Αχ βρε ήλιε μου…πώς άντεξες και το έκανες αυτό το κακό;

Λία Τσεκούρα,

Πεντέλη, 29.08.2024.