Το αινιγματικό και μοιραίο καλοκαίρι του Tennessee Williams στο θέατρο «Νεος Ακάδημος»

 

«ΞΑΦΝΙΚΑ ΠΕΡΣΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»

Tennessee Williams.

Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ.

 

Ξαφνικά έσταξε αίμα η θάλασσα στο σκοτάδι του βυθού, οι λέξεις αγκάλιασαν η μια την άλλη πριν το χάραμα και το καλοκαίρι έγινε άνεμος καυτός μέσα στα χρυσά λιοτρόπια του χρόνου, του γεμάτου ανάπαιστους…

 

Suddenly Last Summer! Η πρεμιέρα του μονόπρακτου αυτού έργου πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1958, στο York Playhouse με τον δημιουργό του να το θεωρεί «το πιο ποιητικό δράμα» που έγραψε ποτέ. Ο Thomas Lanier Williams III, γνωστός με το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό όνομα Tennessee Williams, συγκαταλέγεται μαζί με τους Eugene O’ Neill, Arthur Miller και Edward Albee στους σημαντικότερους Αμερικανούς δραματουργούς του 20ου αιώνα.

Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι!  Τίτλος που κόβει την ανάσα, καθώς γύρω από τις λέξεις περιδινείται μια ηδονική εκκρεμότητα, που στέκεται στο χείλος ενός γκρεμού∙ εφιαλτικές προσδοκίες, θανάσιμα οράματα, φόβοι, ενοχές κι ένας δισυπόστατος φόνος περιπλέκονται σε μια αγριεμένη μέρα που σκοτείνιασε για πάντα τον οίκο της Mrs. Venable.

Ξαφνικά! Επίρρημα που πέφτει σα ριπή ανέμου μανιακού, σχίζοντας στα δύο τον νου με τη σφοδρότητα της σημασίας του, της ζώσας αναμονής του, της ρευστότητας που καταβροχθίζει τον χρόνο∙ αγριεμένος ο καιρός, αγριεμένη και η απαντοχή του ονείρου που ασφυκτιά στην κολασμένη βλάστηση ενός κήπου…εκεί που κατοικούσε ο καταραμένος ποιητής, ο Sebastian.

Πέρσι το Καλοκαίρι! Ένα ακανθώδες μυστήριο αναδύεται από μια μνήμη ανεπαίσθητα εφιαλτική, που κατακαίει το είναι μέσα σε μια απόγνωση, σε μια διαρκή αβεβαιότητα αδιέξοδη, αλύτρωτη∙ αυτός ο ορίζοντας συναισθημάτων αιχμαλωτίζει το νόημα του δραματικού σύμπαντος του T. Williams, υποδηλώνοντας και τη σημασία της ζωής για εκείνον και το έργο του.

Ένας δισυπόστατος φόνος, αμαρτωλή μετουσίωση ενός δισυπόστατου κόσμου, όμορφου και συνάμα φρικώδους, ενός πάθους συνειδητού και παράλληλα ασυνείδητου διαμορφώνουν αυτό το υφάδι που, κατά τον Bakhtin,   συνιστά το δια-λογικό δραματικό σύμπαν του Williams∙  ένας κόσμος σχιζοφρενής, όμορφος αλλά και εφιαλτικός, με όρια που χωρίζουν αλλά και ενώνουν ψυχές, πρόσωπα και βιώματα να συνυφαίνουν το συγκεκριμένο δράμα.

Η συνύπαρξη καλού και κακού, παρανοϊκού και έλλογου ορίζουν και συγκροτούν την πορεία του ανθρώπινου βίου, στοιχείο που ενυπάρχει στον Williams -και όχι μόνο αν σκεφτεί κανείς τα δράματα του Shakespeare όπου συνυπήρχε το κωμικό με το τραγικό∙ το θέατρο φωτίζει -ενίοτε ζοφερά- το καθοριστικό κομμάτι μιας ανθρώπινης ιστορίας που ενώνεται και αλληλεπιδρά με τις αναρίθμητες ιστορίες άλλων ανθρώπων.

Εικόνες έμπλεες συμβολισμών δεσπόζουν και καθορίζουν το έργο με το δισυπόστατο να ερωτοτροπεί διαρκώς και διακαώς με την πλοκή∙ ένα φυσικό περιβάλλον γκροτέσκο και παρανοϊκό, μια μητέρα φύση που κυοφορεί και χαϊδεύει στους κόλπους της στρεβλούς αμαρτωλούς βλαστούς που αφήνουν έκθετο το σαρκοβόρο τους χάδι -η γέννηση του φαύλου από έναν φυσικό κόσμο, ο οποίος παράλληλα διαθέτει εξ ορισμού και εγγενώς κάτι το φυσικά δαιμονικό –Good wombs have borne bad sons θα πει ο Shakespeare στην Τρικυμία.

Μια φύση αλλόκοτη και θυελλώδης καθορίζει το γίγνεσθαι και προφητεύει τα μελλούμενα, νοσηρά και ειδεχθή∙ η μοίρα του ονείρου, γίνεται εφιάλτης, μια απομάγευση που στοιχειώνει με θάνατο και σιωπή την ύπαρξη των πασχόντων προσώπων -όλοι και καθένας για τους δικούς του λόγους.

Δύο στοιχεία που κυριαρχούν και καθορίζουν την ελικοειδή και πολυσύνθετη εξέλιξη της πλοκής είναι η έλλειψη λόγου και η έλλειψη παρουσίας του βασικού πάσχοντος προσώπου, του Sebastian. Σιωπή και απουσία, ένα νοσηρό μη-είναι, μια ζώσα και παρούσα ανυπαρξία συνιστούν τη δραματουργική επιλογή του Williams την οποία αξιοποιεί θαυμαστά∙ με αυτόν τον τρόπο αποδομεί και επαναδομεί νοήματα, θέσεις και σημασίες γύρω από το θεματικό κέντρο του Suddenly last summer, τον ανθρώπινο κανιβαλισμό, τη θνητότητα του καλλιτέχνη, της ποίησης και μια ύβρη αλλεπάλληλων μορφών.

Η προαναφερόμενη σιωπή και απουσία του πάσχοντος με τη σύγχρονη ηχηρή και πανίσχυρη φαντασιακή του παρουσία συνιστά ένα οξύμωρο στοιχείο που προφητεύει και αφηγείται ακατάπαυστα μια προσωπική οδύνη, απότοκο ενός ανομολόγητου πάθους∙ ένα σιωπηρό ουρλιαχτό κυριαρχεί σε όλο το δράμα, καταδεικνύοντας ανηλεώς πολλαπλές εικόνες κανιβαλισμού που συμβολοποιούν πράξεις, όπως η ανάγκη της Mrs. Venable να επέμβει στον νου της Catherine φιμώνοντας τη μνήμη της για να σώσει τη φήμη και την εικόνα του πολυαγαπημένου -όχι πάντοτε με μητρική αύρα- Sebastian, ο οποίος βρίσκει τραγικό θάνατο από το πάθος του και τους προσωπικούς του δαίμονες.

Η σεξουαλικότητα -πάντα παρούσα στον T. Williams- καθίσταται ένα φονικό όπλο που κατακρεουργεί τον Sebastian∙ ειδικότερα το ομοφυλοφιλικό στοιχείο αναδύεται στο έργο του ακόμη κι όταν είναι σε λανθάνουσα μορφή. Συνεπώς, ο ωμός ρεαλισμός του Williams συνιστά μια προβολή του ταραγμένου εσωτερικού είναι που βιώνει πολλαπλά τραύματα σε μια άβυσσο χωρίς επιστροφή.

Ο απών Sebastian, εκφράζοντας τον πνευματικό του πατέρα, αφ΄ενός απωθεί επιθυμίες που αντιβαίνουν στην ανατροφή που έχει υποστεί -καθολικισμός, πουριτανικό περιβάλλον, σωματική αγνότητα- και εγκλωβίζεται σε μια φυλακή, σε έναν κόσμο εκ διαμέτρου αντίθετο από τον κόσμο στον οποίο ανήκει. Συνεπώς οι πράξεις του -ως ένας παροξυσμός και μια (αυτό)καταστροφική λαίλαπα- καταδεικνύουν την έξοδο ενός ανθρώπου -που ζει σε μια αλλότρια ηθική τάξη- προς την προσωπική ελευθερία με πολλές έκνομες και ανήθικες απολήξεις.

Το τραυματικό και διαστροφικό περιβάλλον του Sebastian κατέγραψε με διεισδυτικότητα και ευφυΐα η σκηνοθέτις Λίλλυ Μελεμέ, προβάλλοντας ανάγλυφες τις πληγές των πασχόντων προσώπων∙ η σκηνοθετική οπτική ιχνηλατεί και διαυγάζει με ποιητικότητα τους συμβολισμούς του έργου, ενώ επαναπροσδιορίζει σε κάθε καλοδουλεμένη σκηνή το δίπολο αίτιου και αιτιατού. Η σκηνοθεσία συνομιλεί με την αλληγορία, αφίσταται από εξιδανικεύσεις και εστιάζει στην κορύφωση της αλήθειας και της οδύνης.

Ως εκ τούτου διαμορφώνεται ένα διττό σκηνικό αποτέλεσμα που διαυγάζει τον δισυπόστατο φόνο, -του ανθρώπου και της τέχνης- και κυριαρχούν δύο είδη πλοκής, μια φαντασιακή και μια πραγματική που συνυφαίνονται και συλλειτουργούν∙ η σκηνική δράση εντοπίζεται, κατ΄επέκταση, σε ένα σύμπαν που ξετυλίγεται αρχικά ως δαιμονική υπόνοια και κατόπιν λαμβάνει φαντασιακό εικονικό παρόν. Η μαγεία του θεάτρου που καθιστά εκ προοιμίου το ιδιωτικό δημόσιο, θέτοντας αυτό σε κοινή θέαση λειτουργεί καταπραϋντικά, φωτίζει το ασυνείδητο και καταλαγιάζει πληγές και παλαιούς ολέθρους.

Σχετικά με τον θίασο που μεταμορφώνει σε σκηνικό αποτέλεσμα την αλληγορία, η κ. Φιλαρέτη Κομνηνού, ως Mrs. Venable αναδύει μια κομψή αλαζονεία και μια αδήριτη ανάγκη να σβήσει κάθε κακή μνήμη του γιού Sebastian από το σύμπαν, αφού πρώτα εκείνη τον έχει ήδη καταβροχθίσει από τη στιγμή που γεννήθηκε.  Η κ. Κομνηνού, επιβλητική και αλλόκοτα απόκοσμη, κινείται με άνεση στο εύρος της σκηνής -συμβολισμός της τάσης της ηρωΐδας να καταλαμβάνει τον ζωτικό χώρο του κάθε άλλου- και με την υποκριτική της δεξιότητα ερμηνεύει κάθε πτυχή του δύσκολου αυτού ρόλου, τονίζοντας ενίοτε με τη σιωπή της κάθε υπόρρητο σημειακό στοιχείο του έργου.

Νοσηρά παγερή, απαξιωτική και ειρωνική αποσυνδεδεμένη από τον περιβάλλοντα χώρο, στέκει εγκλωβισμένη στη ζούγκλα του κήπου της, που στην ουσία συνιστά την άβυσσο της ψυχής της -αλλά και του Sebastian- κινώντας τα βδελυρά νήματα του αρρωστημένου πάθους της∙ η Mrs. Venable έμεινε μόνη να πνίγεται από τον γιγάντιο ομφάλιο λώρο -αλληγορία του κολασμένου σε βλάστηση κήπου- που κάποτε την έδενε με τον Sebastian και τώρα τυλίγεται απειλητικά γύρω από τον λαιμό της.

Η κ. Αναστασία Παντούση, ως Catherine, αφήνει την ερμηνευτική της δεινότητα να εξελιχθεί σταδιακά και προσφέρει εικόνες απίστευτης συναισθηματικής σφοδρότητας, εσωτερικής έντασης και προσωπικής συντριβής. Η κ. Παντούση έχει επεξεργαστεί αριστοτεχνικά έναν ρόλο με πολλαπλές δυσκολίες, συναισθηματικές κορυφώσεις και συνομιλία με το ασυνείδητο της Catherine και δρα με συγκινητική πειστικότητα∙ η Catherine της κ. Παντούση ισορροπεί κινησεολογία και εκφορά του λόγου, ενώ οι σιωπές και το βλέμμα της εικονοποιούν την ταραγμένη κι αλλόκοτη αφήγηση της Catherine, μεταφέροντας με το παρανοϊκό της παραλήρημα τη φαντασία στον πραγματικό κόσμο, αποκαθηλώνοντας το νοσηρό όραμα, το οποίο συντρίβει η ίδια πάνω στη σκηνή.

Ο κ. Δημήτρης Τσίκλης ερμηνεύει με ιδιαίτερη κομψότητα, προσεγμένα και καλοδουλεμένα τον John Cukrowicz που στέκεται διχασμένος απέναντι στον όρκο και τη συμμετοχή σε μια εγκληματικά ανήθικη πράξη για λόγους σκοπιμότητας∙ ο ψυχίατρος του κ. Τσίκλη γνωρίζει πώς να διατηρεί τις απαραίτητες συναισθηματικές αποστάσεις και να αντιμετωπίζει με ευαισθησία και ενσυναίσθηση τη νοσηρή πραγματικότητα, όντας το πρόσωπο που ορίζει το τέλος και σφραγίζει τη μοίρα της Mrs. Venable, απελευθερώνοντας την Catherine από τον ιστό του εφιάλτη.

Η κ. Λίλλυ Μελεμέ ως Grace Holly κι ο κ. Πάρης Λεόντιος ως George Holly συνομιλούν μεταξύ τους ερμηνευτικά, ολοκληρώνοντας σημασιολογικά το δράμα, λειτουργώντας ως πρόσωπα που εντείνουν τη ροή της πλοκής∙ τα δύο αυτά πρόσωπα αναλαμβάνουν το μεσαίο τμήμα της πλοκής, που ενώνει το απόκοσμο και σκοτεινό -αυταρχικό- επίπεδο πλοκής όπου κυριαρχεί η Mrs. Venable με τον συγκρατημένο, υπαινικτικό λόγο με το επίπεδο του παραληρηματικού λόγου όπου πρωταγωνιστεί η Catherine.

Οι φωτισμοί της κ. Μελίνας Μάσχα συνομιλούν με την παράσταση και διαμορφώνουν τις εκάστοτε εντάσεις, τα σκηνικά της κ. Μικαέλας Λιακατά διαμορφώνουν ένα μίνιμαλ και αλλόκοτο τοπίο που αφήνει τη φαντασία να εικονοποιεί συμβολισμούς και συναισθήματα, ενώ τα κοστούμια της κ. Ειρήνης Γεωργακίλα προβάλλουν με σαφήνεια και κομψότητα τον χαρακτήρα και τις επιλογές του κάθε ρόλου, κρύβοντας τις ενοχές και τα διλήμματα. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του κ. Σταύρου Γασπαράτου επενδύει με μυστήριο και ποιητικότητα άρρητα συναισθήματα και μυστικά.

Σαν ώρα γλυκιά κι ανέμελη ακούστηκε το γέλιο του ασπάλαθου που άγγιξε τον ήλιο…εκείνο το πρωί του Σαββάτου… ηλιαχτίδες φίλησαν τα πράσινα φύλλα και χάιδεψαν τη θλίψη…κι εμείς εκεί στο χάσμα ενός πένθους ψηλαφήσαμε λαίμαργα τα χνάρια μιας νέας μέρας…

Λία Τσεκούρα.

Πεντέλη, 19.04.2024