«Η Αγριόπαπια»
Henrik Ibsen, 1884.
Σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά.
Θέατρο Εκάτη.
Οι μέρες ντύθηκαν το χρώμα της νύχτας και έσβησαν στα πέρατα του φόβου, καθώς ζωή και θάνατος ενώθηκαν στη σχισμή ενός χρόνου φευγαλέου, εκεί, στην παλιά σοφίτα, που έτριζε καθώς το ψεύδος κυλιόταν ξεδιάντροπα πάνω στο ξύλινο πάτωμά της.
Η Αγριόπαπια! Τίτλος σύντομος, λιτός, μυστηριώδης –χαρακτηριστικό του νατουραλιστικού κινήματος- έμπλεος συμβολισμών και νοηματικό κέντρο του ιψενικού δράματος, η Αγριόπαπια, γραμμένη το 1884, συνιστά ένα υφάδι πάνω στο οποίο πλέκονται με δηλητηριώδη ορμή τραγικές ιστορίες τραγικών ανθρώπων. Η ατμόσφαιρα του έργου διαμορφώνει ένα αμιγές ιψενικό τοπίο, σκοτεινό και υπαινικτικό, όπου δεσπόζει η διαρκής και ζώσα αναμονή μιας νήδυμης απειλής, με έναν λόγο κομψό και παράλληλα ανηλεή.
Ζωτικό ψεύδος! Ο όρος αυτός αποδίδεται στον Henrik Ibsen και μάλιστα πρωτοεμφανίζεται στην Αγριόπαπια. Παλαιές αμαρτίες, ανομολόγητοι έρωτες και βαθιά θαμμένα μυστικά ερωτοτροπούν γεννώντας έναν βίο που βουλιάζει στη λάσπη, έναν βίο ετοιμόρροπο και ρηχό∙ μέσα σε αυτή τη λάσπη βρέθηκε βαριά πληγωμένη η αγριόπαπια που έσωσε από βέβαιο θάνατο η οικογένεια Ekdal και την κρατά αιχμάλωτη στη σοφίτα, μαζί με μια σκάφη με νερό για να πλατσουρίζει.
Μια ανέγγιχτη άβυσσος άρρητων μυστικών καλύπτεται από ένα χαλί ψεύδους, βαθιά ζωτικού, καθώς διατηρεί -συμβατικά έστω- στη ζωή όποιον τρέμει στην πιθανότητα να σηκώσει αυτό το χαλί για να δει τι κρύβεται από κάτω∙ το ζωτικό ψεύδος χωρίζει ανελέητα τη ζωή σε δύο κομμάτια, ένα κομμάτι πλάνης κι ένα κομμάτι αλήθειας. Ενίοτε -ωστόσο- τα δύο αυτά κομμάτια, με ασαφή τα όριά τους, περιπλέκονται ηδονικά μεταξύ τους, χαρίζοντας στη ζωή μια αύρα ευχάριστης πλάνης, απαραίτητης και αναγκαίας για την αναίμακτη συνέχεια της ζωής –καίτοι η ανέγγιχτη αυτή άβυσσος, με μια λέξη, με έναν συνειρμό, μπορεί να εκραγεί, έτοιμη να καταβροχθίσει τις όποιες φευγαλέες στιγμές γαλήνης.
Η Αγριόπαπια ενσωμάτωσε το ζωτικό ψεύδος, ενώθηκε μαζί του στη σκοτεινή σοφίτα τρέφοντας τη σακατεμένη της σάρκα από το ζοφερό τραύμα της νοσηρότητας του οίκου, στοιχειώνοντας τη ζωή των Ekdal, κάθε νύχτα, κάθε ξημέρωμα∙ μόλις μια αδιόρατη απειλή αποκάλυψης και τρόμου αναδυόταν στο σαλόνι της οικογένειας, μόλις η σιωπή γινόταν αβάσταχτη από την οδύνη, η αγριόπαπια εμφανιζόταν σα σκιά κάνοντας το ψέμα λησμονιά και φως.
Η σκηνική συγκεκριμενοποίηση της κ. Βαλεντίνης Λουρμπά, σεβόμενη κατ΄αρχάς το κοινό της και το ίδιο το έργο του Henrik Ibsen, ενατενίζει με έμπνευση και ενσυναίσθηση το μανιχαϊστικό αυτό σύμπαν που περιορίζεται στον χώρο της σοφίτας και το σαλόνι των Ekdal, διαμορφώνοντας έναν διττό κόσμο∙ αναδύεται ως εκ τούτου ένας οξύμωρος μικρόκοσμος, όπου η πληγωμένη αγριόπαπια συμβολοποιείται και καθίσταται το αντικείμενο προβλητικής ταύτισης της μικρούλας Hedvig, ενώ παράλληλα ο παππούς Ekdal εξασκείται στο κυνήγι των περιστεριών και των κουνελιών που συμβιώνουν με την αγριόπαπια. Ο Ibsen αναδεικνύει έτσι τη συνύπαρξη καλού και κακού αλλά και τη συμβίωση ζωτικού ψεύδους και τραγικής αλήθειας, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε.
Η σκηνοθεσία αναπλάθει αριστοτεχνικά ένα συμπαγές, αμιγές και αυτούσιο ιψενικό σκηνικό, σκοτεινό και υπαινικτικό, το οποίο ταξιδεύει στον χρόνο μεταφέροντας τον θεατή στα τέλη του 19ου αιώνα. Κάθε σκηνή της παράστασης είναι καλοδουλεμένη, προσεγμένη, συναισθηματικά και υποκριτικά άρτια, προβάλλοντας την ενδελεχή κριτική βάσανο της κ. Λουρμπά. Η σκηνοθέτις διαλύει κάθε παραστατική εικόνα εις τα εξ ων συνετέθη αναδομώντας στοχευμένα και με σπαρακτική ευαισθησία το δίπολο αλήθειας και ψεύδους, τη διάπυρη και υπόρρητη σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου∙ ως εκ τούτου ο θεατής μετέχει σε μια παράσταση, η οποία απομακρύνεται από εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις, εστιάζοντας στη μεγάλη κορύφωση της συγκρουσιακής απαντοχής που γεννά την αλήθεια της σφοδρότητας κάθε προσωπικής οδύνης.
Ο κ. Μάνος Χατζηγεωργίου ερμηνεύει αριστοτεχνικά τον Hialmar Ekdal, ιχνηλατώντας με απαράμιλλη ενσυναίσθηση κι ευαισθησία κάθε συναισθηματική πτυχή του ματαιωμένου αυτού άνδρα ακροβατώντας, θαυμαστά, μεταξύ ειρωνείας, κυνισμού, έπαρσης, φόβου, μανιασμένης οργής, ανασφάλειας, τρυφερότητας, βιαιότητας, μετάνοιας, καταλλαγής, συγχώρεσης, ελέους∙ ο κ. Χατζηγεωργίου εμμένει σπαρακτικά στο ψεύδος του καθώς η αλήθεια του προκαλεί φρίκη και αδυνατεί να τη δεχτεί και να τη διαχειριστεί. Ο κ. Χατζηγεωργίου αγκαλιάζει τον ρόλο, αγκαλιάζει τον Hialmar και τις αδυναμίες του, σπαράσσοντας υπό το βάρος των βιωμάτων του, διαμορφώνοντας με υποκριτική δεινότητα πάνω στη σκηνή ένα πάσχον πρόσωπο που μέσω του θανάτου ενσωματώνει τη σημασία της αλήθειας.
Η κ. Όλγα Μουργελά, ως Gina Ekdal, με την –ένοχη(;)- σιωπή της προστατεύει τον οίκο από τη μοίρα του –αλλά το πλήρωμα της μοίρας επέρχεται τελικά με βίαιη σφοδρότητα∙ η κ. Μουργελά παρασύρει με την ερμηνεία της τον θεατή σε μια διαρκή ζώσα απαντοχή φόβου -μιας αδιόρατης απειλής ενός κόσμου φρικτού –τον οποίο εκείνη γνωρίζει καλά, ως δημιουργός αυτού. Ως εκ τούτου οι εντάσεις που εκρήγνυνται μέσα της καθίστανται μια εσωτερική δύναμη πάλης με το ανέφικτο καθώς δεν αφήνει τις εκρήξεις αυτές να κατακλείσουν την ατμόσφαιρα του οίκου της. Η κ. Μουργελά ερμηνεύει μέχρι τέλους με απαράμιλλη δραματικότητα και ευαισθησία τη Gina Ekdal, η οποία βιώνει τον δικό της όλεθρο μεταξύ ψεύδους και αλήθειας μέσω μιας σταδιακής κορύφωσης που ολοκληρώνεται με μια συγκλονιστική προσωπική κατάρρευση.
Η κ. Λήδα Χατζηδημητρίου ερμηνεύει με απαράμιλλη αλήθεια και υποκριτική δεξιότητα τη μικρούλα Hedvig Ekdal, η οποία ζει μέσω της αγριόπαπιας, είναι αιχμάλωτη σε μια ψευδαίσθηση, στα όρια της τυφλότητας∙ η τυφλότητα τίθεται ως απότοκο κληρονομικότητας -νατουραλιστικό στοιχείο- και συνδέει την επικείμενη τύφλωση της μικρούλας με την αδύναμη όραση του έμπορου Verle, ενισχύοντας την πιθανότητα της πατρότητάς του και, βεβαίως, την κατάρρευση του ζωτικού ψεύδους μέσα στο οποίο ζει ο Hialmar Ekdal.
Η κ. Χατζηδημητρίου αναλαμβάνει με εξαιρετική προσήλωση, ρεαλισμό και συντριβή έναν ρόλο που εκπέμπει αθωότητα, συγκίνηση και αγάπη, αναδύοντας ακόμη περισσότερο την παρουσία του ελέους∙ παράλληλα η τύφλωση συμβολοποιεί την απόσυρση της Hedvig από τον πραγματικό κόσμο και την καταλλαγή της ψυχής της στο ασφαλές και παράλληλα απειλητικό περιβάλλον του ζωτικού ψεύδους. Η μικρούλα Hedvig ζει σε ένα περιβάλλον έρημης χώρας μεταξύ ορατότητας και τυφλότητας, πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.
H αγριόπαπια συνιστά για την Hedvig τη δίοδο προς τη ζωή, καθώς η μικρή, έγκλειστη στη μοναξιά της, έχει δημιουργήσει έναν δικό της κόσμο μέσα στη σοφίτα, όπου μαζί με την αγριόπαπια υπάρχουν και ντουλάπες με βιβλία. Η Hedvig μέσω της παρουσίας της αγριόπαπιας νιώθει σημαντική και ζωντανή, ταυτίζεται με την αναπηρία της αγριόπαπιας και της αποδίδει ανθρωπομορφικά στοιχεία -μοναξιά, απουσία ταυτότητας, θλίψη- που κάνουν το μικρό κορίτσι να ταυτίζεται με το σακατεμένο πτηνό.
Ειδικότερα, η απουσία ταυτότητας της αγριόπαπιας –κανένας δεν ξέρει πούθε ήρθε– οδηγεί την Hedvig να αντιληφθεί για πρώτη φορά τη δική της αμφιλεγόμενη πατρότητα∙ όταν η Hedvig αντιλαμβάνεται με μεγάλη συντριβή την πατρική απαξία λόγω του ενδεχόμενου να μην είναι παιδί του Hialmar, δηλώνει στον Gregers, με απαράμιλλη παιδική αθωότητα, την αγριόπαπια δώρο μας τη στείλανε κι όμως την αγαπάω τόσο, τόσο πολύ.
Αυτό το ζωτικό ψέμα είναι βλέπετε το γνήσιο διεγερτικό! Ο κ. Μιχαήλ Άγγελος Δρόσος ως o ιδεαλιστής Gregers, άτεγκτος, δυναμικός και αποφασιστικός επενδύει με διεισδυτικό ρεαλισμό, συνέπεια και υποκριτική δεξιότητα έναν καταλυτικό ρόλο που ακροβατεί μεταξύ τήρησης των ορίων και του νόμου -που απαιτεί ο συνεπής προτεσταντισμός- και έντονων στοιχείων προσωπικής ματαίωσης και τραυματικών βιωμάτων∙ γιος ενός κακοποιητικού πατέρα -του Verle- ο Gregers εισβάλλει στη ζωή των Ekdal, -ως ακαριαίο συμβάν- καθορίζοντας με σφοδρότητα μια τρίσημη διάσταση στον δραματικό κόσμο των νοημάτων, όντας το πρόσωπο που αποκαλύπτει τη σκιά του ζωτικού ψεύδους, την οποία είναι αποφασισμένος να πατάξει.
Κατ΄αρχάς ο Gregers συνιστά το κάτοπτρο όπου μέσω του τραυματισμού της αγριόπαπιας, ο Hialmar αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα πρόσωπο που ζει στην ψευδαίσθηση της δημιουργικότητας, ενώ στην ουσία παραμένει άβουλος, ματαιωμένος και παγιδευμένος σε βαλτωμένα νερά. Παράλληλα, ο Gregers μέσω της επιθυμίας του να είναι σκύλος, φαντασιώνεται ότι κατασπαράσσει τόσο την Hedvig όσο και τον πατέρα του που ήταν η αιτία κτήσης της αγριόπαπιας και το πρόσωπο που του κληροδότησε πολλαπλά ανεπούλωτα τραύματα. Σε ένα τρίτο επίπεδο ο Gregers συνιστά αγγελιαφόρο των κακών μαντάτων, στοιχείο που πυροδοτεί τις εκρηκτικές εξελίξεις και οδηγεί σε μια θυσία, έναν απονενοημένο φόνο και μια αυτοκτονία στα όρια της αυτοθυσίας.
Ο κ. Χάρης Λογγαράκης τέλος, ερμηνεύει πολλαπλούς ρόλους, όπως τον Old Ekdal και τον Dr. Relling, ιχνηλατώντας με ιδιαίτερη σημασία, συνέπεια και αλήθεια τις συναισθηματικές ανατροπές, ροπές και αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τη –φύσει- δύσκολη εναλλαγή των ρόλων. Ο κ. Λογγαράκης ολοκληρώνει με τη δυναμική του το δύσκολο παζλ της υποκριτικής ομοιογένειας που χαρακτηρίζει τον θίασο.
Ο Ibsen δημιουργεί με την Αγριόπαπια μια υπόρρητη επικοινωνία σημασιών που δεσπόζουν σκηνοθετικά στην παράσταση, όπου παρατηρείται μια παραμόρφωση των όρων και των πολυμορφικών κατοπτρισμών που επενδύουν, ενίοτε, τη σημασία της αγάπης και του έρωτα. Η θυσία της αγριόπαπιας αποκαθάρει με ολέθριο τρόπο το ζωτικό ψεύδος των πασχόντων προσώπων διαυγάζοντας με οδυνηρό φως την αλήθεια και τη γυμνότητα της ζωής, ενώ η αυτοκτονία της Hedvig συνιστά μια αυτοθυσία, στον βωμό της πατρικής αγάπης∙ η μικρούλα Hedvig θυσιάζεται, χωρίς σπλάγχνιση, όπως η αγριόπαπια που τη συντρόφευε στην παιδικότητά της και μαζί της χάνεται κι ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς.
Τέλος, η σκηνογραφία και τα κοστούμια της Val de Lou χαρίζουν ιδιαίτερο ύφος και εντείνουν τη δραματικότητα της παράστασης, ενώ η μουσική του κ. Σωτήρη Λούπα αναδεικνύει κάθε συναισθηματική πτυχή της παράστασης.
Ήταν ανέγγιχτος ο σπαραγμός, ανέγγιχτο και το πεπρωμένο που μάτωσε τη ζωή μας, βουλιάζοντας στο ψεύδος μιας λήθης απατηλής, η οποία μάγεψε το χάραμα της μέρας μας…ήρθε η μεγάλη ώρα αλλά δεν την είδαμε, κρυμμένοι στον οίκο του στοιχειωμένου πένθους… μαράζωσε η ζωή μας…
Λία Τσεκούρα,
Πεντέλη, 06.01.2024.