“What the butler saw”
Του Joe Orton
Σκηνοθεσία: Αντώνης Λουδάρος
Θέατρο Άλμα
Ένας μπάτλερ μπλεγμένος στις σχιζοφρενικές ίντριγκες ενός ψυχίατρου με ροζ και ροκ οίστρους, γυμνές γραμματείς κρυμμένες πίσω από κουρτίνες, κομψές μεγαλοκυρίες πνιγμένες στο αλκοόλ και σε παράνομες αγκαλιές, καθηγητές ψυχιατρικής με σουρεάλ φαντασιώσεις που αναστατώνουν τη ροή του γίγνεσθαι και αστυνομικοί που ζουν στον δικό τους χωρόχρονο…Κι όλα αυτά μέσα σε μια ομίχλη που δημιουργεί το πούρο του Churchill…
Τι είδε ο μπάτλερ αναρωτήθηκε ο Άγγλος δραματουργός John Kingsley Orton και ξεκίνησε τη συγγραφή της ομώνυμης φάρσας σε δύο πράξεις το 1966 για να την ολοκληρώσει τον Ιούλιο του 1967, ένα μήνα πριν τον φρικτό του θάνατο από το χέρι του αγαπημένου του, Kenneth Halliwell. Το τελευταίο έργο του Orton έκανε πρεμιέρα στις 27 Ιανουαρίου 1969 στο Queen’s Theatre στην περιοχή του West End.
Τι είδε ο μπάτλερ μέσα στο ιατρείο του Dr. Prentice και αναστατώθηκε όλο το ξιπασμένο και ενίοτε σκανδαλώδες σύμπαν της αστικής τάξης; Το ιατρείο του ψυχίατρου Prentice έγινε ένα πολύπαθο θέατρο∙ πάνω στη σκηνή του ο Orton ζωντανεύει πάθη, ερωτικές προσδοκίες, ροζ φωτογραφίες, καυτούς πόθους, περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας, υφαίνοντας αλλόκοτες και περίπλοκες σχέσεις έξη προσώπων με τρόπο υπερρεαλιστικό, αλλοπρόσαλλο, ευτράπελο αλλά βαθιά καυστικό και αληθινό.
Τι είδε ο μπάτλερ και βγήκε από τα ρούχα του; Αν σκεφτεί κανείς ότι ο τίτλος του έργου παραπέμπει ενδεχομένως στον όρο ηδονοβλεψίας, που συνιστά μια ψυχιατρική νόσο, τότε εύκολα συνδέεται ο τίτλος με την πλοκή∙ ως εκ τούτου, το ιατρείο του ψυχιάτρου Prentice τροφοδοτεί τις ψυχώσεις του μπάτλερ, καθώς εκείνος – ακούσια (;) – παρακολουθεί άλλα άτομα να εμπλέκονται σε προσωπικές συμπεριφορές, όπως γδύσιμο, ερωτικές περιπτύξεις, ή άλλες πράξεις ιδιωτικού χαρακτήρα.
Ο μπάτλερ γίνεται έτσι θεατής, αλλά και εμπλεκόμενος, θύτης αλλά και θύμα όλων αυτών των μπλεγμένων σχέσεων που αναδύουν μια αποφορά του κοινωνικού γίγνεσθαι από την κορυφή έως τη βάση. Τα πρόσωπα με πολύ μεγάλη ευκολία αφήνονται να απωλέσουν την αξιοπρέπειά τους, όμηροι των παθών και των προσδοκιών τους, μίας σαχλής σεξουαλικής απελευθέρωσης, μιας εν γένει απαξιωτικής συμπεριφοράς απέναντι στον άλλο, γεμάτης περιφρόνηση και παραφροσύνη∙ η αλαζονεία, η απαξίωση και η κατάχρηση αλληλεπιδρούν με τις σκανδαλώδεις συμπεριφορές και κινούνται αμφίδρομα, συγκλονίζοντας τα θεμέλια της κοινωνικής ιεραρχίας.
Η ευρηματική σκηνοθεσία του Αντώνη Λουδάρου αξιοποιεί αυτή την αμφίδρομη, ανεξέλεγκτη και ταχεία κορύφωση της έκλυσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας∙ τα πάντα ρέουν με τρόπο γρήγορο, κλιμακούμενο και άρτια οργανωμένο, έτσι ώστε να τονίζεται κάθε νοηματική διάσταση της εκάστοτε σκηνής μέσα από την ευφυώς θεότρελη σκηνοθετική οπτική. Παράλληλα, μέσω των συνεχών μεταμφιέσεων, ο σκηνοθέτης τονίζει με οργιαστικά σκηνοθετικά ευρήματα την ευκολία με την οποία η κοινωνία, το άτομο μέσα σε αυτή, «μεταμφιέζεται» σε άλλα πρόσωπα, αλλάζει ταυτότητες, χάνει αξίες, πιθηκίζει συμπεριφορές.
Ο σκηνοθέτης έχει διαχειριστεί αριστοτεχνικά τις περίπλοκες υποκριτικά και τεχνικά λεπτομέρειες που απαιτεί η παρουσίαση μιας φάρσας, τις γρήγορες εικόνες, τις κοφτές ατάκες, τις εναλλαγές που δεν μπορούν να περιμένουν, προβάλλοντας, αρχικά, μια διαυγή μικρογραφία της κοινωνίας και μια άρτια παράσταση, ενδεικτική του επαγγελματισμού και της σκληρής δουλειάς που βρίσκεται πίσω από ένα αποτέλεσμα τέτοιου επιπέδου. Το ιατρείο-θέατρο των καταστάσεων είναι πλούσιο σε χρώματα και σε εντάσεις, κινησιολογικές, λεκτικές, υποκριτικές που κρατούν τον θεατή στην τσίτα, να περιμένει απνευστί την επόμενη σκηνή.
Το όλο εγχείρημα στηρίχτηκε στην υποκριτική δεξιότητα των έξη προσώπων, τα οποία επί της ουσίας συνιστούν κάτοπτρο της κοινωνικής εικόνας. Ο Σπύρος Πούλης, ως Dr. Prentice, ισορροπεί επάξια και απολαυστικά μεταξύ του σοβαροφανούς μεγαλοψυχιάτρου και του ανενδοίαστου γυναικά, εμπλουτίζοντας τις σκηνές με το πλούσιο κωμικό του υπόβαθρο. Η Μελίνα Σπετσιέρη, ως Geraldine Barclay, ερμηνεύει με μπρίο τον ρόλο της ξανθιάς γραμματέως – πέτρας του σκανδάλου. Η all weather Μαρία Φιλίππου ως Mrs. Prentice προσελκύει συνεχώς το βλέμμα του θεατή πάνω στη σκηνή, ερμηνεύοντας με εκπληκτική δεξιότητα έναν ρόλο που τον κάνει δικό της.
Ο Κώστας Αποστολάκης, ως Dr. Rance, ερμηνεύει με θεοπάλαβη παράνοια τον ψυχίατρο επιθεωρητή, γοητεύοντας με τη δεινότητα της κωμικής υποκριτικής του. Ο Σπύρος Κυριάκος, ως μπάτλερ Nicholas Beckett δρα κωμικά, τόσο σε λεκτικό όσο και σε σωματικό επίπεδο και εντείνει τα ευτράπελα επί σκηνής. Τέλος, ο Αντώνης Καλομοιράκης ως Sergeant Match είναι το κερασάκι στην τούρτα αυτής της απίστευτης απολαυστικής φάρσας.
Η μετάφραση και η διασκευή του Πάνου Αμαραντίδη αποδίδουν με σαφήνεια τα μηνύματα και προβάλουν διαυγώς τον, δύσκολο σε απόδοση, κωμικό λόγο. Τα σκηνικά του Ντέιβιντ Νεγρίν διαθέτουν μια κομψή ένταση, προάγοντας το ύφος της παράστασης, τα κοστούμια της Νικόλ Παναγιώτου προβάλλουν τα στοιχεία του εκάστοτε χαρακτήρα, τα Κίτρινα Ποδήλατα επενδύουν ευρηματικά την παράσταση με τη μουσική τους, ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Φωτόπουλου ρίχνουν τη δική τους λάμψη στην κλειδαρότρυπα των κοινωνικών ευτράπελων.
Τι είδε ο μπάτλερ τελικά και τραντάχτηκε συθέμελα το σύμπαν – ταράχτηκε άραγε; Είδε αυτό που όλοι γνωρίζουμε και αδυνατούμε να αντιμετωπίσουμε∙ ανθρώπινες αδυναμίες που βαραίνουν κάθε κοινωνικό στρώμα και δηλητηριάζουν σχέσεις και συμπεριφορές. Αυτό που είδε ο Orton είναι μια κοινωνική – και συνάμα ανθρώπινη – πληγή, την οποία κατόρθωσε να την αναπλάσει σε μια θεατρική φάρσα, απαλύνοντας τον τρόμο που μπορεί να νιώσει ο θεατής, αναγνωρίζοντας τον εαυτό του στα πρόσωπα της σκηνής.
Κατ, επέκταση, μέσω της προβλητικής ταύτισης με τις περσόνες του έργου, αναζητεί κανείς τα όρια αυτού του σύνθετου φαινομένου, όπου το πρόσωπο προβάλλει στο έτερο, και σημαντικά άλλο πρόσωπο, συναισθήματα μη αποδεκτά, βουλιάζοντας στο ασυνείδητο του Εγώ, δημιουργώντας πρόσφορο περιβάλλον για τη διαμόρφωση ενός συγκύτιου έτοιμου να μας καταβροχθίσει όλους…συμφωνείτε Dr. Prentice;
Λία Τσεκούρα,
Πεντέλη, 17-12-2022.