https://www.youtube.com/watch?v=2-q60Ay1ejY&t=2143s
Καταβύθιση του νου στα βάθη της υπόστασής του, αναζήτηση ορίων μπλεγμένων σε ψυχικούς ολέθρους που γέννησαν οι έρωτες μιας ζωής· ξερίζωμα του πόνου, των αισθήσεων, του φόβου για τον θάνατο, την αγάπη, τη ζωή, ακροπατώντας σε ανεπαίσθητες, κόκκινες μνήμες μιας χαμένης ευδοκίας.
Εγκλεισμός! Η θεατρική σκηνή εγκαταλελειμμένη, πνίγεται από την ασφυξία της ανθρώπινης απουσίας, αναμένοντας μια αργοπορημένη άνοιξη. Ο εγκλεισμός, ωστόσο, για τη δημιουργό Στέλλα Μαρή σηματοδοτεί μια προσωπική καταβύθιση, μια προσωπική περισυλλογή που θα γεννήσει μια αντάμωση σε άλλους κόσμους πλημμυρισμένους αύρα θεάτρου και αγαπημένων ψευδαισθήσεων.
Αύρα θεάτρου και αγαπημένων ψευδαισθήσεων αποπνέει η δημιουργία του θεσμού pocketmovies της Στέλλας Μαρή ως αντίδραση στην πανδημία και την «απαγόρευση» του θεάτρου, όπως αναφέρει η ίδια· είναι ο δικός της τρόπος να αναδημιουργεί θεατρικές φαντασιώσεις κι αισθήσεις, υπενθυμίζοντας έργα της που παρουσιάστηκαν στο παρελθόν σε διάφορες σκηνές της Αθήνας και όχι μόνο!
Η Ρέπλικα της Στέλλας Μαρή παραστάθηκε πρώτη φορά τον Μάιο του 2016 και έκλεισε τον κύκλο της έναν χρόνο αργότερα μετά από συνεχόμενα sold out. Η υπόθεση, με φουτουριστικές αναφορές, αφορά την κατασκευή μιας ρέπλικας, ενός ρομπότ, με το όνομα «Ευδοκία», μέσω της οποίας ο ερευνητής-κατασκευαστής αποσκοπεί να διερευνήσει τα όρια της τεχνητής νοημοσύνης με σκοπό να «αποκαταστήσει» τυχόν λανθασμένες επιλογές ερωτικών συντρόφων.
Η Ευδοκία εμπλέκεται στο παιχνίδι προσομοίωσης «Δώσε κι εσύ πόνο…μπορείς», μια αέναη και ασφυκτική πορεία γύρω από έναν φαύλο κύκλο οδύνης κι ολέθρου προς την εκμηδένιση του άλλου, την πρόκληση πόνου σε εκείνον που τον προκάλεσε· η Ευδοκία έχει εκπαιδευτεί από τον κατασκευαστή της, τον «πατερούλη» να δίνει τις «σωστές» απαντήσεις, στοχεύοντας στον αφανισμό του συναισθήματος.
Ευδοκία! Οξύμωρο το πέπλο που πλανάται σαν μυθική αλληγορία· μια γυναίκα που φέρει μέσα της το άνθος της ευμένειας και της θείας αύρας καθίσταται, ή μάλλον κατασκευάζεται, ως εργαλείο πρόκλησης ολέθρου· αυτή η σημασία, η έννοια της αντεκδίκησης χαράσσουν στο κακό που προκαλεί, που καθοδηγείται να προκαλέσει η Ευδοκία, μια ηθική χροιά, που ενδεχομένως να χαϊδεύει απαλά και σατανικά το φροϋδικό ένστικτο της καταστροφής, το ένστικτο του θανάτου.
Πεθαμένοι έρωτες, γυμνά και κυνηγημένα πάθη, πνιγερές κι αθρήνητες απώλειες περιδινούνται ηδονικά, σέρνονται κρυφά μέσα στις φλέβες, καίνε τις ψυχές, καιροφυλακτώντας για ένα επερχόμενο ολέθριο τέλος· θύτης, θύμα, θεατές ενός κακού, έχθιστου λιμού μπερδεύονται σε μια επικίνδυνη συνενοχή, που τρέφεται από την κραυγή της Μήδειας, φεῦ φεῦ, βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα.
«Αγάπησε με, αγάπησέ με, αγάπησέ με»… εκλιπαρεί η Ευδοκία, που το όνομά της στα αρχαία χρόνια είχε τη σημασία της ηδονής, του αντικειμένου του πόθου, της επιθυμίας· ο έρωτας, αυτός ο πανταχού παρών μάγος έρωτας, κυριαρχεί, δομεί το περίγραμμα του έργου ως ένα πάθος που καταστρατηγεί τον λόγο, αντιβαίνει στον λόγο του λόγου και τον μάχεται μέχρι θανάτου.
Η σκηνοθετική οπτική δυναμιτίζει το τρίγωνο «θύτης-ερευνητής-λόγος», «θύμα-Ευδοκία-πάθος», «θεατές-σιωπή-συναίνεση», εκτοξεύοντας την πολυσημία του κακού· τα πάντα στην αρχή φαίνονται ήσυχα, ελεγχόμενα, επιπλέουν σε μια απειλή, σε μια παγερή άρνηση φωτός, σε μια νεκρή ζώνη, με τον λόγο έτοιμο να φονεύσει το πάθος, το συναίσθημα, τον φόβο της απώλειας.
Ο λόγος του ερευνητή πασχίζει να σκοτώσει τον τρόμο λόγω τρόμου· παρανοεί και παραλύει στην ιδέα του φόβου, της προσωπικής ανυπαρξίας, τρομάζει νιώθοντας να πλησιάζει η θηλιά που πνίγει την ανάσα˙ η σκηνοθεσία με αριστοτεχνική ευαισθησία και τεχνική αρτιότητα αναδεικνύει το κακό, το δείχνει να πλανάται σαν αρχετυπικό χάος, να καταπίνει ανελέητα τρυφερές μνήμες, αγαπημένα κορμιά, νήδυμες αγάπες και νήδυμα πάθη.
Η σκηνοθεσία αγκαλιάζει με ευφυΐα τη διαρκή πάλη λόγου και πάθους, καθώς το ένα ξεσκίζει το άλλο, με σκοπό την αλληλοεξόντωση˙ ακροβατώντας σε αλλόκοτες συγκρούσεις, εκεί, στη μέση ακριβώς του έργου επέρχεται η ρωγμή του κακού, του άλογου. Η Ευδοκία, το «θύμα», το «πράγμα» που δεν είχε κατασκευαστεί για να αγαπά αναδύεται από την παγερή ανυπαρξία, για να βυθιστεί στην ηδονική και βασανιστική δίνη του έρωτα, της αγάπης και να αναμετρηθεί με το πάθος.
Η Ευδοκία, αντιδρά στη φονική σιωπή των «θεατών – συμμετεχόντων του τηλεοπτικού παιχνιδιού» που αντιμετωπίζουν με ένοχη και απόμακρη απόλαυση τον θάνατο, ο οποίος καιροφυλαχτεί στην «αρένα», θρέφοντας το βαθύ «κακό» που κρύβει η ανθρώπινη φύση˙ το «κατασκεύασμα» πατά πάνω στις στάχτες του, απεγκλωβίζεται από τον φόβο να γίνει «παλιοσίδερα» και τολμά να αγαπήσει, τολμά να κραυγάσει «είμαι άνθρωπος».
Η σκηνοθετική ακολουθία αξιοποιεί τεχνικές του λεγόμενου μεταθεάτρου, όπως το παίξιμο ρόλων εντός ρόλων και η διάσπαση της θεατρικής ψευδαίσθησης, δημιουργώντας εικόνες και βιώματα που παρασύρουν τον θεατή και – κυρίως – τον αφορούν βαθιά, προσωπικά και ανελέητα˙ κάθε κραυγή της Ευδοκίας ερωτοτροπεί με κάθε απεγνωσμένη κραυγή που αναζητά την αλήθεια της πάνω σε αγάπης τραύματα.
Η Στέλλα Μαρή, ως Ευδοκία ακροβατεί περίτεχνα και μοναδικά μεταξύ ζωής και μη-ζωής, ερμηνεύοντας με αλήθεια, ενσυναίσθηση και υποκριτική δεξιότητα πολυσήμαντες εικόνες˙ δημιουργεί, καθοδηγεί, γεννά και αναγεννά επιθυμίες, όρκους, ολέθρους και πάθη, φτεροκοπά πάνω από ηδονικές στιγμές και θραύσματα χαμένων θαυμάτων, χαϊδεύοντας, φιλώντας το άνθος της ζωής, το αμάραντο άνθος του έρωτα.
Ο Μάνος Βαζαίος, ως ερευνητής – κατασκευαστής της Ρέπλικας βιώνει με απέραντη αλήθεια τον ρόλο˙ κινείται με αυτοπεποίθηση στη σκηνή, ακροβατεί με βαθιά επίγνωση της υποκριτικής του βαρύτητας μεταξύ αλαζονείας, αλήθειας, ψευδαίσθησης, ματαίωσης αφιερώνοντας σε κάθε πτυχή του ρόλου την ακριβή σημασία.
Παράλληλα, το κείμενο της Στέλλας Μαρή, γεννημένο μέσα σε μια έμφυτη θεατρικότητα, συνιστά έναν τολμηρό αναστοχασμό πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις˙ η εσωτερική του υπόσταση λειτουργεί ως υπόρρητος δεσμός που διαπερνά και ενοποιεί το έργο της Στέλλας Μαρή – τόσο το Forever Yours όσο και τον Πλανήτη αλλά και το λογοτεχνικό της έργο – και δεν είναι άλλος από την αναγκαιότητα και την κυριαρχία του έρωτα και της αγάπης σε ευρύ πλαίσιο, ως δύναμης που προβάλλει και κατισχύει ονειρικά πέρα από κάθε ανθρώπινη σύγκρουση και δεσποτεία του κακού.
Μέσα από την πολυπλοκότητα των σημασιών αναδύονται έννοιες και σκέψεις πάνω σε πανανθρώπινα φιλοσοφικά ερωτήματα, όπως ο όλεθρος, η αγάπη, το ριζικό κακό. Υπάρχει και ο πόνος και το κακό στη φύση, το θέμα είναι η κατανομή του, η κίνησή του, αναφέρει η Ευδοκία, ανακουφίζοντας την οδύνη εκείνων που πονούν, αναζητώντας την αιτία της βαθιάς απώλειας που τους βαραίνει. Υπηρετώ την αλήθεια και τα όριά της, άλλωστε ποιος είναι αυτός που ορίζει τα όρια της αλήθειας, αν όχι εμείς, διαδηλώνει με έπαρση ο ερευνητής, αναδεικνύοντας τα σύνορα της ύβρεως.
Η ατμόσφαιρα της παράστασης ενισχύεται από τον σκηνογράφο Γιώργο Σταματάκη που αναδεικνύει με ακρίβεια και ευαισθησία της σημαντικές στιγμές, την ενδυματολόγο Χαρά Κονταξάκη, που αποδίδει με γοητεία την ταυτότητα των χαρακτήρων, ενώ ο σχεδιασμός/χειρισμός φωτισμού και μουσικής από τον Γιάννη Ζέρβα οριοθετεί τις βαρύνουσες στιγμές της πλοκής. Η βιντεοσκόπηση και φωτογράφηση παράστασης από τον Κώστα Βολιώτη είναι παραδειγματική για άλλη μια φορά, ενώ το μακιγιάζ της Ειρήνης Προφήτη αναδεικνύει τις κρυφές και προφανείς πτυχές της Ευδοκίας.
Ευδοκία! Η γοητεία της και η αγάπη της φωτίζουν τον κόσμο, σαν μύθοι που παίζουν με μαγικές αδυναμίες και αποτρόπαια πάθη, κουβαλώντας ικετηρίους κλάδους μιας αιώνιας απαντοχής….
Τον αγάπησα, αν μπορείς να μιλήσεις για την αγάπη. Tι είναι αγάπη; Μη με ρωτήσετε, δεν την εξηγείς, απλά την αισθάνεσαι, αν την αισθάνεσαι…υπάρχουν άνθρωποι που δεν την έχουν γνωρίσει…κι αυτός είναι λόγος για να πεθάνεις,…θα πεθάνεις και την αγάπη να έχεις γνωρίσει, αλλά τότε θα πεθάνεις διαφορετικά, ολόκληρος στον φως…
Πεντέλη, 24042021
Λία Τσεκούρα.
Ταυτότητα παράστασης:
Κείμενο και σκηνοθεσία: Στέλλα Μαρή.
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):
Μανώλης Βαζαίος, Ερευνητής.
Στελλα Μαρή, Ευδοκία (ρομπότ).
Σκηνογράφος: Γιώργος Σταματάκης.
Ενδυματολόγος: Χαρά Κονταξάκη.
Σχεδιασμός φωτισμού και χειριστής φωτισμού και μουσικής : Γιάννης Ζέρβας.
Βιντεοσκόπηση και φωτογράφηση παράστασης: Κώστας Βολιώτης Μακιγιέζ: Ειρήνη Προφήτη