Καρέκλες (Les Chaises), του Eugène Ionesco, σε σκηνοθεσία Jean-Paul Denizon

Σκηνή από την παράσταση. Φωτο: Τούλα Ροδοπούλου.

 

Συντελεστές της παράστασης. Φωτο: Τούλα Ροδοπούλου.
Συντελεστές της παράστασης. Φωτο: Τούλα Ροδοπούλου.

 

Πολυχώρος ΕΚΣΤΑΝ

Καρέκλες, ένα εφιαλτικό μονοπάτι που οδηγεί στον θάνατο μια ζωή ήδη κενή, ένας μοναχικός θρήνος για τους αόρατους βάρβαρους που δεν φάνηκαν ποτέ!

Ένας εμβληματικός συγγραφέας γράφει ένα εμβληματικό έργο! Ο Ionesco έγραψε το έργο Les Chaises (Καρέκλες) το 1952. Ήδη από τη Φαλακρή Τραγουδίστρια ο Ionesco με όχημα το  Théâtre Nouveau κηρύσσει τον πόλεμο στο λεγόμενο Théâtre de divertissement της δεκαετίας του 1940. Ο  Ionesco προκαλεί με μοιραίο τρόπο, καθώς επιτίθεται στο παραδοσιακό μέσα από μια γραφή που αγκαλιάζει ολέθρια τα όνειρα και την ψυχαναλυτική διερεύνηση της συνείδησης, μέσα από την παρωδία της συμβατικότητας, της λογικής, της πραγματικότητας.

Αυτή η ολέθρια εφόρμηση της παρωδίας που αναμοχλεύει τη συνείδηση είναι το υπόβαθρο του Les Chaises∙ o συγγραφέας αντιμετωπίζει με μη ρεαλιστικό τρόπο θέματα ρεαλιστικά που άπτονται της αναπόφευκτης οδύνης που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη παρουσία, όπως η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να αδράξει την τελειότητα, η πάλη καλού και κακού, το χρώμα της αμαρτίας, ο θάνατος ως απόλυτο κενό, οριστικό τέλος, αιώνια ανυπαρξία στο αιώνιο του σύμπαντος.

Η υπόθεση αφορά ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, οι οποίοι, αποκομμένοι και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο κατοικούν σε ένα πουθενά που δεν κατονομάζεται, έχοντας τον διακαή πόθο να μεταφέρουν ένα μήνυμα μεσσιανικού χαρακτήρα στην ανθρωπότητα∙ οι καλεσμένοι δεν φτάνουν ποτέ και το ζευγάρι, ηλικίας 94 και 95 χρονών, μιλά ακατάπαυστα μπροστά στις άδειες καρέκλες χωρίς να κατορθώσει να διατυπώσει αυτό το πολύτιμο μήνυμα. Το έργο ολοκληρώνεται με τον εκούσιο θάνατο του ζευγαριού.

Ο Ionesco υλοποιεί μια ποιητική του παραλόγου, ανασαλεύοντας ευφάνταστους συμβολισμούς, εφιαλτικές απειλές, φαντασιακά οράματα και απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα το άρωμα της τραγικής μοίρας μιας ελπίδας, που σβήνει. Τα φαντασιακά οράματα και οι ολέθριοι συμβολικοί συνειρμοί αποκαθηλώνουν το ασυνείδητό μας, του ξεκολλάν τη σάρκα και το παρουσιάζουν μπροστά μας σαν τον νεκρό στρατιώτη του Tennyson, Home they brought her warrior dead.

Γύρω από την αλλόκοτη ιστορία του ζευγαριού, λικνίζεται βασανιστικά αυτό το ασυνείδητο με τη μορφή των καθισμάτων που γεμίζουν τη σκηνή∙ περιδινούνται  φόβοι, εμμονές, ανεκπλήρωτοι πόθοι, παλαιές θλίψεις, ολέθρια βιώματα, επιθυμίες εκδίκησης, αρχέγονες αγωνίες, προσωπικές ματαιώσεις, αφόρητα ουρλιαχτά που καταπίνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.

Οι κενές καρέκλες πολλαπλασιάζονται ταχύτατα, απειλητικά – άλλωστε ο Ionesco θεωρείται εκείνος που επινόησε τον μηχανισμό του πολλαπλασιασμού (prolifération) – καθώς οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι τις ανασύρουν στη σκηνή, σα να ανασύρουν την κενότητα της ζωής τους∙ και κάπου εκεί συνειδητοποιούν την ανυπαρξία του νοήματος, ή μάλλον την αδυναμία επικοινωνίας του νοήματος που σηματοδοτεί και τον θάνατο του νοήματος, της σημασίας, της ίδιας της ζωής. Το νόημα βουλιάζει και ασφυκτιά σε μια εφιαλτική ασυναρτησία, συμβολίζοντας το τέλος της σχέσης σε κάθε της μορφή, τον θάνατο εκείνης της απαντοχής που πεθαίνοντας ουρλιάζει δεν επικοινωνώ άρα δεν υπάρχω.

Ο JeanPaul Denizon χειρίζεται με ενσυναισθητική ευφυΐα αυτή την κραυγή που είναι εγκλωβισμένη στο ιδιαίτερο αυτό έργο του Théâtre Nouveau και αναμετράται επάξια με τον Ionesco, ενώ ο θεατής αντιλαμβάνεται την εσωτερική οικειότητα που συνδέει σκηνοθέτη και δραματουργό ο σκηνοθέτης τονίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης όπως της αρμόζει, ανθρώπινα! Η οπτική του ανασαλεύει με τρυφερότητα, απλότητα, ωριμότητα και δυναμική ευρηματικότητα κάθε πτυχή του ανθρώπινου ασυνείδητου, το οποίο αποδομεί σταδιακά ενώ ταυτόχρονα μας παρασύρει σε μια μέθεξη∙ φωτίζει την άλλη πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού, εκείνου του τραγικά γκροτέσκου και παράλογα γελοίου, αλλά ανατριχιαστικά αληθινού, υπαρξιακού ερέβους που καλύπτει με την παγωμένη πνοή του το επερχόμενο επέκεινα.

Οι χαρακτήρες του έργου (Γιάννης Σταματίου και Ελένη Παπαχριστοπούλου) ζούνε τη κάθε στιγμή της παράστασης με απαράμιλλη αλήθεια και πάθος, στέκονται με ωριμότητα πάνω στη σκηνή και αξιοποιούν στο έπακρο το ιδιαίτερο ύφος του θεάτρου του Ionesco∙ χειρίζονται με εσωτερικότητα το παράλογο του λόγου και της γλώσσας, το πικρό – ενίοτε γκροτέσκο –  χιούμορ, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται με τρυφερότητα, αποφεύγουν κάθε μορφή υπερβολής, ενώ ενίοτε συγκινούν το κοινό με μια υποκριτική βαθιά ανθρώπινη, λυγμική, καυτηριάζοντας τη ζωή με έναν ανεπαίσθητα απελπισμένο κυνισμό.

Η μετάφραση της Ελένης Παπαχριστοπούλου μας αγγίζει και μας συγκινεί με την επικοινωνία των σημασιών που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα. Τα  σκηνικά της Μπέτυς Λυρίτη είναι όσο πρέπει λιτά, εξυπηρετώντας τον κατακλυσμό της σκηνής από τις καρέκλες, το νοηματικό όχημα του έργου, ενώ τα κοστούμια, της ιδίας, απλά και διαχρονικά προβάλλουν – και τονίζουν –  την εξίσωση μεταξύ κοινού και ηθοποιών. Ο φωτισμός του Παναγιώτη Μαζαράκη, τέλος, τονίζει τα καίρια νοηματικά κέντρα του έργου.

Δεν γνωρίζω κατά πόσον η λογική είναι η τρέλα των δυνατών, όπως ισχυρίστηκε ο Ionesco, ωστόσο μέσα από το έργο του αντιλαμβάνεται κανείς ότι πράγματι είχε δίκιο όταν δήλωνε ότι η γλώσσα είναι ακατανόητη γιατί οι άνθρωποι δε µιλούν για τα σημαντικά. Είναι στη φύση μας, ενδεχομένως, να απωθούμε τα σημαντικά, καθώς έτσι ξορκίζουμε τους φόβους μας, με ένα αποτροπαϊκό – παιδιάστικο – χαμόγελο∙ κι αυτή είναι η δυστυχία μας, εκείνη η παράλογη και γκροτέσκα αίσθηση μίας απόδρασης από το αναπόφευκτο, της γελοίας, αλλά αδήριτης, ανθρώπινης ανάγκης να πιστέψουμε ότι αυτό που απωθούμε δεν υπάρχει για να μας κατακλύσει, να μας πνίξει, να μας οδηγήσει στο επέκεινα.

Ανεπαίσθητα όμως, κάποια στιγμή, οι καρέκλες θα κατακλύσουν τον οίκο μας, τόσο πολύ που θα μας ακινητοποιήσουν στο αδιαχώρητο της θνητότητάς μας και θα μας πνίξουν. Και τότε, θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνοι οι βάρβαροι που περιμέναμε δεν ήρθαν και μας άφησαν μόνους να φτεροκοπούμε απεγνωσμένα αναζητώντας μια λύτρωση που είναι αγκιστρωμένη στη μήνη και την ορμή του πόνου, μία λύτρωση που ίσως δεν έρθει ποτέ.

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 

 

Σκηνή από την παράσταση. Φωτο: Τούλα Ροδοπούλου.
Σκηνή από την παράσταση. Φωτο: Τούλα Ροδοπούλου.