Το Έργο
Η Οπερέττα (1966), τρίτο και τελευταίο θεατρικό έργο του Πολωνού συγγραφέα Βίτολντ Γκομπρόβιτς, γράφτηκε τμηματικά μέσα σε μία δεκαπενταετία και γνώρισε επιτυχία στα ανεβάσματά της μετά το θάνατο του συγγραφέα (1969). Στη συνολική έκδοση των διαφορετικών εκδοχών της (1975), της δόθηκε ως δεύτερος τίτλος το “Ιστορία”, αφού ήταν πρόθεση του συγγραφέα να απεικονίσει τους σαρωτικούς ανέμους της Ιστορίας του 20ου αιώνα, στο έργο αυτό.
Ο τίτλος υποδηλώνει το εύθυμο, ελαφρύ μουσικό είδος, που άνθισε έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα κυρίως στην Ευρώπη και το έργο περιλαμβάνει πολλά από τα συστατικά στοιχεία της αυθεντικής οπερέττας εκτός από την μουσική: βαρώνους, πρίγκηπες, στρατιωτικούς, κυρίες της Αυλής, υπηρέτες, καθώς και ανομολόγητους έρωτες, κωμικές παραγνωρίσεις κι έναν μεγαλό χορό μεταμφιεσμένων.
Ο θεατής αντιλαμβάνεται γρήγορα, όμως, ότι η αλληγορία του τίτλου, που παραπέμπει στην επανάληψη της ιστορίας ως φάρσας, κρύβει πίσω από τη λάμψη και την ελαφράδα της οπερέττας, τη σκοτεινή διάσταση της ανθρώπινής φύσης όπως αυτή εκφράζεται στην αδυσώπητη πάλη των τάξεων, στον ανταγωνισμό μέχρι εξόντωσης του ερωτικού αντιπάλου για την κατάκτηση του “θηράματος” καθώς και στη φρικαλεότητα των επαναστατικών κινημάτων που καταλήγουν στην άλογη βία. Η επίκληση από το συγγραφέα του γυμνού σώματος, ως μέσου εξαγνισμού και κοινού τόπου συμφιλίωσης και εξάλειψης των διαφορών, παραμένει ανεπίδοτη έως το δυσοίωνο τέλος του έργου.
Η Παράσταση
Ο Νίκος Καραθάνος καταφέρνει με τρόπο ποιητικό να αναπαραστήσει στην περιστρεφόμενη σκηνή του θεάτρου Rex το υπερρεαλιστικό, κωμικοτραγικό και απόκοσμο σύμπαν της Οπερέττας. Ένας σκοτεινός, ηφαιστειογενής βράχος (ως άλλος παιδότοπος) (σκηνικά /κοστούμια ‘Ελλη Παπαγεωργακοπούλου) στον οποίο σκαρφαλώνουν και γλιστράνε όλοι οι ηθοποιοί, αποτελεί τις ‘κορυφές των Ιμαλαΐων’, όπου σύμφωνα με το συγγραφέα βρίσκεται το Παλάτι του Πρίγκιπα και της Πριγκίπισσας και λαμβάνει χώρα η υπόθεση του έργου.
Η παράσταση εκτυλίσσεται με τρόπο δισυπόστατο, πολιτικό αλλά και αλληγορικό: Σε όλη τη διάρκειά της, οι παρηκμασμένοι ευγενείς που αναζητούν νοηματοδότηση στην μόδα, στην πρόσκαιρη λάμψη, στο κυνήγι του έρωτα, ακολουθούνται από ένα χορό υπηρετών των οποίων τα πρόσωπα είναι καλυμμένα με μάσκες πιθήκων. Το εύρημα αυτό, καθιστά το θέαμα ανοίκειο και δεν αφήνει το θεατή να χαλαρώσει πλήρως, ακόμα και στις κωμικές εκφορτίσεις του έργου. Μέσα από την μάσκα του πιθήκου, που απεξατομικεύει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου προσώπου, αναδύονται ως συμφραζόμενα οι απαρχές του ανθρώπινου είδους από την μία και η βία που έχει χαρακτηρίσει την πορεία του πάνω στον πλανήτη από την άλλη: Αποτελεί δε η μάσκα αυτή μία αναπόδραστη, ανέκφραστη υπενθύμιση της ζωώδους διάστασης της ανθρώπινης φύσης, που ενώ μπορεί να επικαλείται τον ανθρωπισμό στα πλαίσια μίας επανάστασης, παλινδρομεί τελικά σε άλογες εκφράσεις τυφλής καταστροφικότητας.
Τα κωμικοτραγικά, υπερρεαλιστικά, ποιητικά και αποτρόπαια στοιχεία της παράστασης απαρτιώνονται πλήρως κάτω από τους ήχους της εξαιρετικής μουσικής του ‘Αγγελου Τριανταφύλλου, πραγματικού καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται το τελικό αποτέλεσμα.
Εξαιρετικές οι ερμηνείες από το Χάρη Φραγκούλη ως ερωτύλου λιμοκοντόρου, ο οποίος πίσω από τους ακκισμούς και το κομψευόμενο περπάτημα ( κίνηση Αμαλία Μπένετ) αφήνει να διαφανεί η μοναξιά του εγκλωβισμένου στο ναρκισσισμό ήρωα, της έξοχης Λυδίας Φωτοπούλου ως βιτριολικής Πυργοδέσποινας που σκόρπισε αβίαστα το γέλιο στο κοινό, της ορμητικής Γαλήνης Χατζηπασχάλη που ως διευθυντής Μόδας προσπαθεί με τρόπο κωμικό και αλληγορικό να εκλογικεύσει το Παράλογο στο Ρου της Ιστορίας. Πολύ καλοί και οι Μιχάλης Σαράντης, Νάντια Κοντογιώργη και Κώστας Κορωναίος στους ρόλους που ενσάρκωσαν, ενώ ο Χάρης Ανδριανός με τη λυρική φωνή του ανέδειξε την μουσική του έργου.
Το σημείωμα αυτό σίγουρα δεν εξαντλεί όσα θα μπορούσαν να γραφούν για μία τόσο πλούσια σε ερεθίσματα παράσταση, όπως η ανισότητα σε ορισμένα τμήματά της που μείωναν το ενδιαφέρον του θεατή ή μικροπροβλήματα στα μικρόφωνα που καθιστούσαν ανά στιγμές τον λόγο ακατάληπτο.
Κρατάω τις εικόνες του τέλους, όπου ένας γιγάντιος γορίλας με το όνομα Ιωσήφ (Γιόζεφ;) σπέρνει στην κυριολεξία τρόμο και σιωπή τραγουδώντας μόνος μπροστά σε όλους ένα άναρθρο, επαναστατικό τραγούδι καθώς και το θίασο σε ένα σκοτεινό πια περιστρεφόμενο σκηνικό, να χάνεται στην κυριολεξία με υπερβατικό τρόπο ως άλλο μεθυσμένο πλοίο ή πλοίο των τρελών στο ανεξερεύνητο της ανθρώπινης συνθήκης.
Ένα δύσκολο, σύνθετο έργο με μία στιβαρή όμως σκηνοθεσία, που θεωρώ ότι κατάφερε να το δαμάσει.