“Ορέστεια” του Αισχύλου στο Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

"Ορέστεια" Αισχύλου. Αγαμέμνων. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.
"Ορέστεια" Αισχύλου. Αγαμέμνων. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.
“Ορέστεια” Αισχύλου. Αγαμέμνων. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.

Εθνικό Θέατρο.

Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη, Λίλλυ Μελεμέ, Γεωργία Μαυραγάνη.

Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου.

29 Ιουνίου 2019.

 

Η Τριλογία

Η Ορέστεια του Αισχύλου αποτελεί την μοναδική σωζόμενη τριλογία, αποτελούμενη από τις τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες. Γραμμένη το 458 π.Χ., δύο μόλις χρόνια πριν  από το θάνατο του δημιουργού της, κέρδισε το πρώτο βραβείο στα Μεγάλα Διονύσια. Θέμα της τριλογίας, που ανήκει στον κύκλο των Ατρειδών, είναι τα πάθη των απογόνων του Ατρέα που φέρουν τα κατάλοιπα των αμαρτιών του απώτερου προγόνου τους, Τάνταλου. Μέσα από τον ποιητικό και ενίοτε μεταφυσικό λόγο του Αισχύλου αναδεικνύεται η ουσία κάθε πράξης, που οδηγεί μέσα από το τίμημά της στη γνώση: «σκέψου, πράξε, πάθε, μάθε και πήγαινε στον άνθρωπο ως άνθρωπος» λέει ο χορός του Αγαμέμνονα. Παράλληλα, περιγράφεται η μετάβαση από την μητριαρχία στην πατριαρχία με την αθώωση του Ορέστη για το φόνο της μητέρας ως εκδίκηση για εκείνον του πατέρα, ενώ στο υπερβατικό δικαστήριο που συστήνεται για την υπόθεση αυτή για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο με συμμετοχή ανθρώπων και θεών, ο Αισχύλος εξυμνεί την Αθήνα για τη θέσπιση της τακτικής δικαιοσύνης που αντικατέστησε τη βία της αυτοδικίας και εισήγαγε το τεκμήριο της αθωότητας για τον κατηγορούμενο.

Στον Αγαμέμνονα, ο ομώνυμος αρχιστράτηγός των Ελλήνων και νικητής του Τρωικού Πολέμου, επιστρέφει στην πατρίδα του, Άργος, με αιχμάλωτη-ερωμένη την μάντισσα και πριγκίπισσα της Τροίας, Κασσάνδρα. Η Κασσάνδρα αφουγκράζεται με την μαντική της τέχνη το αιματοβαμμένο παρελθόν των Ατρειδών και προβλέπει το διπλό φόνο της ίδιας και του βασιλιά, χωρίς όμως να μπορέσει παρά το θρήνο της να αποτρέψει. Ο Αγαμέμνονας δολοφονείται με δόλο ύστερα από ψευδή καλωσορίσματα από τη σύζυγο του Κλυταιμνήστρα, η οποία με τον εραστή της Αίγισθο έχουν σφετεριστεί το θρόνο της πόλης κατά την απουσία του. Η τραγωδία κλείνει με την επικράτηση της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου που εγκαθιστούν ένα καθεστώς τρόμου στο Άργος.

Στις Χοηφόρους, έργο που διαδραματίζεται δέκα χρόνια αργότερα, ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, επιστρέφει με τον ξάδερφό του Πυλάδη στο Άργος από τη Φωκίδα όπου τον είχε στείλει η μητέρα του φοβούμενη την εκδίκησή του. Εκεί συναντά την αδερφή του  Ηλέκτρα, η οποία πηγαίνει με γυναίκες αιχμάλωτες της Τροίας χοές στον τάφο του πατέρα της, όπου και ξεσπά σε έναν κομμό το τραγικό θρηνητικό τραγούδι για τον αδικοχαμένο νεκρό και επικαλείται το όνομα του αδερφού της ως εκδικητή χωρίς να τον αναγνωρίσει αρχικά όταν τον συναντά. Μετά τη γεμάτη συναίσθημα και  ένταση σκηνή της αναγνώρισης, τα δύο αδέρφια καταστρώνουν με παρότρυνση χρησμού του Απόλλωνα τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου για να εκδικηθούν το φόνο του πατέρα τους. Σε μία γεμάτη φόρτιση σκηνή, η Κλυταιμνήστρα, που είχε ονειρευτεί το προηγούμενο βράδυ ότι βύζαινε ένα φίδι στον κόρφο της, προτάσσει το στήθος στο γιο της για να αποφύγει το θάνατο. Εκείνος παρά την εναγώνια του αμφιθυμία διαπράττει την μητροκτονία και αποδιδράσκει αλλόφρων στο μαντείο των Δελφών για να βρει στον Απόλλωνα σωτηρία από τις Ερινύες, πρωτόγονες θέες της εκδίκησης, που αρχίζουν να τον καταδιώκουν.

Στις Ευμενίδες, ο κυνηγημένος  από το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας και τις Ερινύες, Ορέστης (πρώτη ενδεχομένως ιστορική αναπαράσταση ψυχωτικού ασθενή διωκόμενου από ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις που άλλος κανείς δεν αντιλαμβάνεται) βρίσκει αρχικά καταφύγιο στο μαντείο των Δελφών και με υπόδειξη του Απόλλωνα οδηγείται στην Αθήνα, ικέτης στη θεά Αθηνά. Σε δικαστήριο που συστήνεται στον Άρειο Πάγο για την υπόθεσή του και στο οποίο συμμετέχουν οι Ερινύες και ο Απόλλωνας ως μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης αντίστοιχα, ο Ορέστης αθωώνεται ύστερα από ισοψηφία των λαϊκών δικαστών με ψήφο της θεάς, η οποία γεννημένη μόνο από τον πατέρα της Δία δικαιώνει τον Ορέστη για την μητροκτονία που αποτελεί εκδίκηση και αποκατάσταση του Πατέρα. Οι Ερινύες πάλι  με παρέμβαση της θεάς Αθηνάς απεκδύονται τον εκδικητικό τους ρόλο και μετατρέπονται σε ευνοϊκές θεές (Ευμενίδες) της συμφιλίωσης και της ευδοκίμησης για την Αθήνα: « οι βροντερές φωνές της Διχόνοιας να μην ακουστούν ποτέ πάνω από την πόλη. Χαρείτε, χαρείτε, χαρείτε!» ψέλνουν στο κλείσιμο της εμβληματικής τριλογίας.

"Ορέστεια" Αισχύλου. Χοηφόροι. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.
“Ορέστεια” Αισχύλου. Χοηφόροι. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.

Η Παράσταση

Η Ορέστεια σπανίως παρουσιάζεται στη συνολική της έκταση, λόγω της μεγάλης χρονικής της διάρκειας και προτιμώνται είτε περιληπτικές εκδοχές της είτε αυτόνομες παραστάσεις των επιμέρους τραγωδιών της. Το Εθνικό θέατρο αποφάσισε να παρουσιάσει  φέτος ολόκληρη την τριλογία και ανέθεσε τη σκηνοθεσία των επιμέρους έργων σε τρεις γυναίκες σκηνοθέτες, πράξη συμβολικής απαρτίωσης αφού προσεγγίστηκε η μετάβαση στην πατριαρχία μέσα από τη γυναικεία ματιά.

Οι τρεις παραστάσεις κινήθηκαν σε διαφορετικό ύφος σχηματίζοντας όμως έναν ενιαίο καμβά που αποζημίωσε όσους θεατές παρακολουθήσαμε την παράσταση των τεσσεράμισι ωρών. Κοινός τόπος και σημείο αναφοράς ήταν το ξύλινο ικρίωμα με τις πολλαπλές χρήσεις που αναπαριστούσε τον Οίκο των Ατρειδών (σκηνικό Π. Μέξις).

Στον Αγαμέμνονα , η Ιώ Βουλγαράκη συνέθεσε μία εύρωστη παράσταση όπου αναδείχτηκαν οι πρωταγωνιστές της: ο Αργύρης Ξάφης ως εμβληματικός Αγαμέμνονας με περικεφαλαία απέδωσε με δύναμη παρουσίας και αυτοσαρκασμό το ρόλο του βασιλιά-στρατηλάτη, ο οποίος παρά την αίσθηση μεγαλείου του ακινητοποιείται από αιδώ και αμφιθυμία πριν πατήσει τον κόκκινο τάπητα που έχει στρώσει  για εκείνον η Κλυταιμνήστρα και ο οποίος τον οδηγεί τελικά στη σφαγή.

Η Δέσποινα Κούρτη ως ποιητική και εξωτική Κασσάνδρα με μία εξαιρετική μάσκα/κοστούμι (Π. Μέξις) επιδόθηκε από τη στιγμή της εισόδου της στο Κοίλο του θεάτρου, σε έναν άφωνο χορό, όπου οι εύθραυστες κινήσεις των χεριών και του σώματός της (κίνηση Μ. Σμάγεβιτς)  απέδιδαν παραστατικά το τραύμα της αιχμαλωσίας και τον τρόμο του επερχόμενου τέλους, όπως αυτός εκφράστηκε στη συνέχεια μέσα από το θρήνο της και ο οποίος με αρμονικές παραφωνίες συνήγειρε  το φόβο και δέος του χορού των γερόντων ( και του κοινού) για το λουτρό αίματος που θα ακολουθούσε.

Η  Εύη Σαουλίδου ως φαλακρή και άφυλη Κλυταιμνήστρα υπηρέτησε στο έπακρο τη βασίλισσα που απεκδύεται τη θηλυκή της πλευρά για να κρατηθεί στην εξουσία. Με άριστο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και ειδικά της φωνής της κατάφερε να αποδώσει την καταστροφική διάσταση της Κλυταιμνήστρας, η οποία  αποδομείται  σταδιακά εκ των έσω από όσα απεργάζεται και στέκει τρεκλίζοντας στο τέλος της παράστασης ως θριαμβευτής/ανθρωποειδές λείψανο μία πύρρειου νίκης πάνω στο ικρίωμα.

Στις  Χοηφόρους της Λίλλυς Μελεμέ, ο καλά δουλεμένος χορός έπαιξε το συνδετικό ρόλο της μετάβασης από τον Αγαμέμνονα. Ο ρόλος του ήταν διακριτός καθ’ όλη τη διάρκεια της τραγωδίας τόσο στα επεισόδια όσο και στα χορικά.

Το έμφυλο στοιχείο των χαρακτήρων ήρθε στο προσκήνιο με μία απαστράπτουσα, «αυτοκρατορική» Κλυταιμνήστρα της Φιλαρέτης Κομνηνού ( κοστούμια Β. Σύρμα) να εισέρχεται στην ορχήστρα στους ώμους του εραστή της Αίγισθου ( Γ. Χρυσοστόμου), ο οποίος περιδιάβαινε το χώρο αυτάρεσκα ως κορδωμένο παγώνι αποδίδοντας την ματαιοδοξία και το οιστριονικό στοιχείο του χαρακτήρα του.

Εξαιρετική η Μαρία Κίτσου ως Ηλέκτρα απέδωσε με στιβαρότητα και τραγικό τόνο μία Ηλέκτρα που δεν έχει αρνηθεί το φύλο της, τόσο στον κομμό της για το νεκρό πατέρα όπως και όταν πλαισίωσε τον Γιάννη Νιάρρο ως μικρότερο αδερφό της Ορέστη αλλά και νεότερο ηθοποιό στην πρώτη του αξιοπρεπή εμφάνιση στην Επίδαυρο.

Συγκρατήσαμε τη σκηνή όπου η μητέρα Κλυταιμνήστρα σε αντιστροφή του τόνου του κειμένου παροτρύνει (αντί να ικετεύσει για τη ζωή της ) τον Ορέστη να τη σκοτώσει προκειμένου να εκδικηθεί το θάνατο του Αγαμέμνονα και να ολοκληρώσει συμβολικά την ανδρική ενηλικίωσή του, γεγονός που επιτάθηκε με τα νερά που πλημμύρισαν το ικρίωμα κατά το φόνο της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου ως αλληγορικός, αρχόμενος τοκετός του Καινούριου.

"Ορέστεια" Αισχύλου. Ευμενίδες. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.
“Ορέστεια” Αισχύλου. Ευμενίδες. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.

Στις Ευμενίδες, η Γεωργία Μαυραγάνη ανέδειξε το θρησκευτικό στοιχείο της τραγωδίας που αποτέλεσε και απαρχή εν γένει της δραματικής ποίησης: μία καμπάνα στο ικρίωμα σήμανε ως άλλος πρωινός όρθρος ( η ώρα πλησίαζε ή είχε ήδη περάσει τα μεσάνυχτα) την είσοδο του θιάσου, που ως ενιαίο σύνολο εναλλάχτηκε μπροστά από ένα μικρόφωνο στους ρόλους της τραγωδίας. Με απλά αντικείμενα που παρέπεμπαν στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου, οι ηθοποιοί αναπαράστησαν το δράμα του Ορέστη μέχρι τη λύτρωσή του στον Άρειο Πάγο. Ο ίδιος ο Ορέστης ( Νίκος Μάνεσης) έφερε στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης ένα δέντρο εν είδει σταυρού στην πλάτη του ως έμμεση αναφορά στο πρόσωπο του Ιησού και στις κοινές του καταβολές με το  θεό Διόνυσο και τα πάθη του ( ‘εγώ ειμί η άμπελος’).

Από τις πλέον συγκινητικές στιγμές της παράστασης, το σημείο που Ορέστης παρουσιάζεται στο δικαστήριο και αναφερόμενος στους προγόνους του δίνει το έναυσμα για τα πρόσωπα και των δύο προηγούμενων  τραγωδιών  να παρελάσουν ως λιτανεία στην Ορχήστρα ψέλνοντας ένα τραγούδι για το φευγαλέο της ζωής και αναφωνώντας το όνομά τους όπως και εκείνο των γεννητόρων τους «Κλυταιμνήστρα, κόρη της Λήδας και του Τυνδάρεω, νεκρή» σαν άλλο προσκλητήριο νεκρών και ζωντανών.

Οι Ευμενίδες έκλεισαν με το δέντρο/σταυρό του Ορέστη να αποτελεί μνημείο συμφιλίωσης στο κέντρο της Ορχήστρας πάνω στο οποίο οι ενδεδυμένοι με ρούχα της δεκαετίας του ’40 ( αναφορά ενδεχομένως στον εμφύλιο) απίθωναν κόκκινες κορδέλες που είχαν πλεγμένες στο μανίκι τους.

Η  Ορέστεια  του Εθνικού Θεάτρου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου αποτέλεσε μία εμπειρία συνολικής μέθεξης για το κοινό καθιστώντας την μεγάλη διάρκεια της ( 4,5 ώρες) σε μεστό χρόνο μύησης σε αυτή τη σπουδαία τριλογία.

Η παράσταση θα επαναληφθεί τμηματικά (Αγαμέμνων- Χοηφόροι/Ευμενίδες) και ενιαία το Σεπτέμβριο στην Αθήνα.

https://www.n-t.gr/el/events/400

 

“Ορέστεια” Αισχύλου. Ευμενίδες. Φωτο: Εθνικό Θέατρο.
Ο Ηλίας Βλάχος είναι ψυχίατρος, αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών του ΕΚΠΑ, και κριτικός θεάτρου. Εκτός από το πτυχίο της ιατρικής (1993-1999), έχει ολοκληρώσει σπουδές στη Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία ΕΚΠΑ (1988-1993) και σπουδες ψυχολογίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Deree (1988-1993). H πτυχιακή του εργασία στη Γερμανική Φιλολογία που βαθμολογήθηκε με Άριστα (10) αφορούσε στη σύγκριση της Αντιγόνης του Σοφοκλή με τα ομώνυμα έργα του εξπρεσσιονιστή Walter Hasenclever και του Bertolt Brecht. ‘Eχει επίσης δημοσιεύσει συγκριτικό άρθρο στο Psychoanalytic Review με θέμα τη διαλεκτική Νου και Σώματος όπως αυτή παρουσιάζεται στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες και στη Σαλώμη του Oscar Wilde. (Vlachos I. Agave, Salome and the Enchanted Heads: Mind and Body Dialectics in Euripides’ and Oscar Wilde’s Work. Psychoanalytic Review, 96 (4) , August 2009.) ‘Εχει παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής από την Ελένη Σκώτη (3 χρόνια), και την Maia Morgenstern. Τέλος, έχει ιδρύσει την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα The Healers από τριετίας, η οποία αποτελείται κυρίως από γιατρούς και ψυχολόγους και με την οποία έχουν ανεβάσει την Πτώση του Οίκου των ‘Ασερ του Edgar Allan Poe και το ‘Οσα Παίρνει ο ‘Ανεμος- Μέρος Α’ της Margaret Mitchell σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη στο Θέατρο επί Κολωνώ.