«12 Ένορκοι» του Reginald Rose, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη (Θέατρο «Άνεσις»)

Μ. Ζαχαράκος και Α. Εσκενάζυ (φωτο: Grid Fox).
Μ. Ζαχαράκος και Α. Εσκενάζυ (φωτο: Grid Fox).
Μάνος Ζαχαράκος και Αλμπέρτο Εσκενάζυ (φωτο: Grid Fox)

 

Ένα αδίκημα είναι πιο βαρύ όσο πιο μεγάλη είναι η αδικία που το προκάλεσε. Μεγαλύτερο είναι επίσης το αδίκημα για το οποίο δεν υπάρχει ισοδύναμη με αυτό τιμωρία, αλλά όλες οι τιμωρίες είναι μικρότερές του. Επίσης αυτό για το οποίο δεν υπάρχει γιατρειά. 

 Αριστοτέλης, Ρητορική, Ι 14.

Αίθουσα ενόρκων! Πόρτα μανταλωμένη, σα μοίρα σφραγισμένη στον χρόνο, παράθυρο ανοιχτό στο ζεστό, υγρό κι αποπνικτικό απόγευμα, λιγοστή ανάσα φωτός κι αέρα, μια ζωή που κρύβεται στο όριο της ασφυξίας. Στο κέντρο της αίθουσας μια τράπεζα, μεγάλη κι επιβλητική, χαρακωμένη από μνήμες, λόγια που κύλησαν πάνω της και κάηκαν, φόνους, πάθη, βίους βίαιους, αιματοβαμμένα χέρια, ζοφερές ενοχές και εγκλωβισμένες κραυγές λύτρωσης.

Σκηνικό αδυσώπητης απαντοχής ενός τέλους· ένα αἴσιμον ἦμαρ αγγίζει απειλητικά τη ζωή ενός νεαρού αγοριού που κατηγορείται για μια πράξη απονενοημένη κι αποτρόπαιη, μια χαρακιά ζωής πριν βουλιάξει για πάντα στο «πατροκτόνον» έλος. Το αίσημον ήμαρ, μεταξύ ενθάδε και επέκεινα συνομιλεί με μια μοίρα που σπαράσσει να ξεφύγει από την έσχατη λήθη.

Δώδεκα πρόσωπα δίδουν όρκο τιμής να αποδώσουν δικαιοσύνη, την υπέρτατη αξία ενός κράτους δικαίου, αδήριτη ανάγκη εκείνου που νιώθει πάνω του βαθιά και βαριά την αδικία. Δώδεκα όρκοι καλούνται να αποφασίσουν για την ενοχή, ή την αθωότητα ενός παιδιού, με τρόπο αμερόληπτο, συνεπή και οριοθετημένο· οι δώδεκα ένορκοι ιχνηλατούν πεπραγμένα, δεδομένα, γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία, αναζητώντας μια δικαιοσύνη, που σταδιακά, ωστόσο, αποσπάται από την έννοια της αμεροληψίας και επενδύεται με πολλαπλά προσωπεία,  δώδεκα.

Ξαφνικά, στην πνιγηρή ησυχία της αίθουσας των ενόρκων, η λέξη «δώδεκα» ηχεί αλλόκοτα στον νου· δώδεκα πρόσωπα αναζητούν ένα δίκαιο που άλλοτε φαίνεται ειλικρινές κι έντιμο, άλλοτε εκδικητικό και φονικό, άλλοτε προσωπικό και σκοτεινό. Ερωτήματα, αναπάντητα στην αιωνιότητα, φωλιάζουν εφιαλτικά και στοιχειώνουν τη συνείδηση των δώδεκα ενόρκων, συνυφασμένα με ατομικά βιώματα, πάθη και ασφυκτικά απωθημένα.

Ποιο είναι το όριο της προσωπικής αδικίας που ενεργοποιεί την επιθυμία ενός φόνου ανίερου; Πώς χάνεται το λογικό σε μια στιγμή παραφροσύνης, εκείνη τη μοιραία χρονική στιγμή όπου εκρήγνυται μια παλιά αδικία, η οποία καιροφυλακτεί χρόνια ολόκληρα αναζητώντας λαίμαργα ένα παρανοϊκό δίκαιο· πώς ορίζεται το ριζικό κακό, πού οριοθετείται η συνενοχή, η συμμετοχή στο έγκλημα;

Η αποπνικτική ησυχία της αίθουσας ενόρκων αναδύει την αίσθηση ενός δικαίου που περιδινείται γύρω από μια συλλογική συνείδηση, αναζητώντας έρεισμα· η αρχική ετυμηγορία των ενόρκων ηχεί σαν λαιμητόμος, «ένοχος»! Στον επερχόμενο όλεθρο ξαφνικά ακούγεται μια λέξη καταλλαγής και ανακούφισης από την οδύνη· η λέξη «αθώος», ηχεί σαν ελπίδα που ανασαλεύει σπαράγματα ανθρωπισμού και δικαίωσης. Αυτή η μικρή στιγμή δικαίου αναδύεται αναμοχλεύοντας πεποιθήσεις, σχετικοποιώντας το βάρος ενδείξεων που λειτουργούν ως οιονεί αποδείξεις στον βωμό μιας τιμωρίας που σέρνεται πάνω σε κάθε μορφής προκαταλήψεις, προσωπικές, κοινωνικές, πολιτικές.

Οι Ένορκοι (φωτο: Grid Fox).
Οι Ένορκοι (φωτο: Grid Fox)

Η σκηνοθετική οπτική της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη αγκαλιάζει ευφυώς και με την απαραίτητη ενσυναίσθηση το ηθικό βάρος του έργου και αναδεικνύει με τόλμη και αριστοτεχνική καθαρότητα κάθε στιγμή της θεατρικής πράξης. Η εικόνα των δώδεκα ενόρκων μετρά τον λόγο και τις ανατροπές σαν ένα ρολόι που βαδίζει αντίστροφα πάνω στον χρόνο· ένα ρολόι που σημαίνει κάθε φορά μια νέα ώρα, μια νέα στιγμή, ίσως μια νέα ελπίδα.

Η σκηνοθεσία συνθέτει τη σκηνική ροή σε μορφή legato, θα έλεγε κανείς, κεντώντας με κομψά μελετημένη ισορροπία προσωπικά βιώματα, κοινωνικές προκαταλήψεις και ηθικές αξίες με τη νοηματική ουσία του έργου που είναι κυρίαρχη· μια νοηματική ουσία, που πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα από τη στιγμή που σφραγίζεται η πόρτα, επιβάλλεται σταδιακά και κορυφώνεται στη λυτρωτική σιωπή της τελευταίας σκηνής, πριν πέσει η αυλαία.

Τα πρόσωπα που δεσπόζουν στη σκηνή, αναλαμβάνοντας το βάρος του όρκου τους, είναι οι Δώδεκα Ένορκοι, 12 Angry Men, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του έργου του Reginald Rose. Οι ένορκοι συνιστούν μια μικρογραφία της κοινωνίας˙ καθένας εξ αυτών βασανίζεται από ένα βαθύ, αρχέγονο μένος που αποθηριώνει κάθε εσωτερική αίσθηση δικαίου.

Μέσα στην προσωπική οδύνη, απόλυτη ανάγκη συνιστά η αποποίηση της ευθύνης για μια δίκαιη ετυμηγορία, ευθύνη που κατακαίει τη σάρκα˙ είναι εκείνη η βαριά ώρα που το νεαρό αγόρι, η ενδεχόμενη πράξη του, ακούσια ξυπνά ένοχους νόστους, μνήμες φρίκης στο ζοφερό ασυνείδητο του κάθε ενόρκου – γίνεται αιματηρή θυσία, εξιλέωση προσωπικών τραυμάτων και ματαιώσεων, αμάρτημα δίχως συγχώρεση.

Οι Δώδεκα Ένορκοι ερμήνευσαν τους ρόλους τους αριστοτεχνικά, συγκρούστηκαν σκληρά, συνετρίβησαν, συνομίλησαν, συνεργάστηκαν άψογα, τηρώντας ευαίσθητες ισορροπίες μέσα σε εντάσεις αχαλίνωτες.  Ο διάλογος των ενόρκων ήταν απόλυτα συντονισμένος, οι ηθοποιοί άκουγαν κι αφουγκράζονταν ο ένας τον άλλο σε κάθε επίπεδο, πρακτικό, χρονικό, συναισθηματικό. Ως αποτέλεσμα, η ερμηνευτικά άρτια παράσταση ενεργοποίησε τη μέθεξη του κοινού καθ΄όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Ο Δ. Δεγαΐτης, ο Ένορκος 1, αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο του συντονιστή των ενόρκων, ακροβατώντας περίτεχνα μεταξύ συναισθήματος και λογικής στην τήρηση των ισορροπιών. Ο Β. Φακανάς, ως Ένορκος 2, εκφράζει με διαύγεια και σοβαρότητα την αναποφασιστικότητα που διακρίνει τον ρόλο του και την έλλειψη αποδεικτικών ερεισμάτων. Ο Α. Καλπακίδης, ως Ένορκος 4, ερμηνεύει με εμπειρία και ειλικρίνεια τον ρόλο του ενόρκου που μελετά με σκεπτικισμό το ιστορικό του παιδιού, αναλαμβάνει πειστικά και εντυπωσιακά τον ρόλο του «δικαστή» αναζητώντας ερείσματα όσον αφορά το «μαχαίρι του φόνου» αλλά αναλαμβάνει την ευθύνη του όταν έρχεται η ώρα της τελικής ετυμηγορίας.

Ο Ν. Βατικιώτης, ως Ένορκος 5, αρχικά δίνει την εντύπωση ενός ατόμου «ξένου», ωστόσο εξωτερικεύει με σθένος και ένταση τον συγκρουσιακό κόσμο ενός παιδιού που μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές και έζησε την περιφρόνηση και την προκατάληψη. Ο Τ. Παπαδόπουλος, ως Ένορκος 6, ερμηνεύει με σοβαρότητα κι ευαισθησία τον ρόλο ενός ανθρώπου που αναζητά κίνητρα και αμφιταλαντεύεται, διστάζοντας να συμμετέχει σε μια ενδεχόμενη θανατική ποινή.

Ο Ο. Τρικάς,  ως Ένορκος 7, εντυπωσιάζει ερμηνευτικά με τη γήινη και ενστικτώδη φύση του, επιθετικός, αδιάλλακτος, φορά το προσωπείο του «σκληρού» και δρα αναλόγως· σκουπίζοντας συνεχώς τον ιδρώτα ενός προσωπικού εγκλωβισμού, αρνείται να παραδεχτεί ότι αντιστρέφει την ψήφο επειδή «αφέθηκε» να πεισθεί, καθώς η ενσυναίσθηση είναι για εκείνον «όνειδος». Ο Π. Παπαδόπουλος, ως Ένορκος 9, ερμηνεύει με ευαισθησία κι ενσυναίσθηση έναν ρόλο γεμάτο σοφία, καλοσύνη, και τρυφερότητα, στοιχεία που συνδυάζονται με έναν λόγο συντεταγμένο και αξιοπρεπή.

Ο Κ. Καζανάς, ως Ένορκος 10, ερμηνεύει με δεινότητα τον ένορκο που συντάσσεται με τους κανόνες, εκφράζοντας με προσωπική ειλικρίνεια χαρακτηριστικά στοιχεία μισαλλοδοξίας, προκαταλήψεων και αδιαλλαξίας που κυριαρχούν στον ρόλο του, αναλαμβάνοντας μεγάλο και σοβαρό τμήμα της εξέλιξης του έργου. Ο Κ. Μπάζας, ως Ένορκος 11, εκφράζει με ευγένεια και κομψότητα έναν ρόλο που ενέχει έντονη την αίσθηση της αμεροληψίας και της ενσυναίσθησης, καθώς ως «ξένος», νιώθει περιθωριοποιημένος, αγωνιώντας για την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μέσω της εμπλοκής του θέτει την αμφισβήτηση των ενδείξεων σε νέες βάσεις. Ο Μ. Μαρκάτης, ως Ένορκος 12, εντυπωσιάζει ερμηνεύοντας έναν ρόλο με έντονα τα στοιχεία του κυνισμού απέναντι στο έγκλημα, δίνοντας εξ΄αρχής την εντύπωση μιας δύσκολης μάχης.

Οι Ένορκοι (φωτο: Grid Fox).
Οι Ένορκοι (φωτο: Grid Fox)

Ωστόσο, υπάρχει διάχυτη η αναζήτηση μιας άλλης αλήθειας, διαφορετικής κι αλλόκοτης. Στην πνιγηρή ατμόσφαιρα φτεροκοπά μια πικρή κραυγή που ζωντανεύει, στοιχειώνοντας τον νου και την ψυχή, μια πνιγηρή ανθρώπινη σύγκρουση που καιροφυλακτεί στο δίπολο των Ενόρκων 3 και 8. Ο Α. Εσκενάζυ και ο Μ. Ζαχαράκος αντιστοίχως, βρίσκονται στην πιο διάπυρη στιγμή τους, περικλείοντας στο προσωπικό τους υφάδι ένα πανίσχυρο πλέγμα από πεποιθήσεις, αξίες, πάθη και ματαιώσεις, η κρούση και η σύγκρουση των οποίων ενυπάρχει μεν στους έτερους ενόρκους σε διαφορετικές ποσοστώσεις – αλλά κορυφώνεται στη μάχη που δίνουν οι Ένορκοι 3 και 8 στα δικά τους Ψηλά Αλώνια.

Ο Μ. Ζαχαράκος, με εξαιρετική υποκριτική δεξιότητα, ορθή κινησιολογία και καθοριστική συγκινησιακή ένταση αναλαμβάνει την επίμονη αναζήτηση της αλήθειας και την απόδοσης δικαιοσύνης και συγχώρεσης σε ένα επίπεδο διαχρονικό και πανανθρώπινο, καταργώντας τα σύνορα κάθε είδους προκαταλήψεων. Η ευγένεια της ψυχής και το διεισδυτικό βλέμμα συνδυάζονται και ταυτίζονται με την κομψότητα της μορφολογίας του λόγου του, ακόμη και στο συγκρουσιακό επίπεδο, δημιουργώντας μια ερμηνεία βαθιά ειλικρινή, συγκλονιστική.

Ο Α. Εσκενάζυ, εντυπωσιάζει ερμηνευτικά με έναν ρόλο που ελέγχει μεγάλο μέρος της πλοκής, βιώνοντας τις πολλαπλές μεταπτώσεις με συναρπαστική προσωπική αλήθεια· επιθετικός, ερειστικός, ειρωνικός, υποτιμητικός, ξεκινά το ταξίδι της αυτεπίγνωσης των παλαιών αμαρτημάτων ενός πατέρα που βιώνει βαριά τη ματαίωση και ζητά εκδίκηση απέναντι σε ένα παιδί άλλο, διαφορετικό, ξένο. Ο λόγος του άλλοτε αλλόφρων, άλλοτε αγριεμένος, άλλοτε ματαιωμένος, κορυφώνεται σε έναν μονόλογο που σηματοδοτεί με τρόπο σπαρακτικό την προσωπική συντριβή και την απόδοση της συγχώρεσης.

Η μετάφραση της Κ. Νικολαΐδη προβάλλει το νόημα και την ουσία της κάθε σκηνής, ενώ τα σκηνικά του David Negrin σε συνδυασμό με τον φωτισμό του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου  οριοθετούν δημιουργικά την απεικόνιση των εντάσεων, προβάλλοντας με καθαρότητα την ασφυξία της ατμόσφαιρας. Τα κοστούμια της Κ. Μήλιου αποδίδουν μια ατμόσφαιρα βαριά, σοβαρή και πνιγηρή, ταυτίζονται με το χρονικό παρόν της παράστασης, με το σήμερα αλλά και με τον χαρακτήρα του κάθε ενόρκου ξεχωριστά. Η κινησιολογία της Χ. Φωτεινάκη προβάλλει με ιδιαίτερο τρόπο τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των ηρώων, ενώ η πρωτότυπη μουσική του Γ. Περού τονίζει στα σωστά σημεία άλλοτε τη συναισθηματική έξαρση, άλλοτε τη συντριβή.

Αλλόκοτες ιστορίες ανθρώπων με ένα μένος ανελέητο και οικτρό συνταράσσουν μια αίθουσα ενόρκων αναζητώντας μια κάθαρση· ένορκοι χωρίς όνομα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς παρελθόν παλεύουν για την απαντοχή μιας δίκαιης ετυμηγορίας. Ένορκοι χωρίς όνομα, με ένα νούμερο χαραγμένο βαθιά στη συνείδηση αγωνιούν να ξεφύγουν από την προσωπική απόγνωση, βουλιάζοντας λαίμαργα σε μύθους παλιούς και στοχασμούς, ανασαίνοντας μια ελπίδα καταλλαγής.

Κάπου βαθιά στον χρόνο, στο έλεος της ελπίδας, ιχνηλατώντας πάνω σε ένα παλιό πένθος, ο ουρανός φωτίζει κι εκεί μας περιμένει η ίαση…

Πεντέλη, 16112021.