

Θυμόμαστε καλά εκείνη την πρεμιέρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) κατά το μακρινό 1998. Ήταν στο Ηρώδειο, ακριβώς στις 14 Ιουνίου 1998 και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, όταν η Δύναμη του Πεπρωμένου (La forza del destino), μία από τις τραγικότερες όπερες του Giuseppe Verdi (1813-1901), είχε ανέβει, σε σκηνοθεσία του Lorenza Cantini, σκηνικά-κοστούμια του Νίκου Πετρόπουλου και μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Υπήρξε μία αξιοσημείωτη παραγωγή, ωστόσο, ο λόγος που χαράκτηκε στη μνήμη μας, ήταν συγκεκριμένα η ερμηνεία της αλησμόνητης Βουλγάρας υψιφώνου Ghena Dimitrova που κράτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Leonora· τούτης της άτυχης ηρωίδας, της οποίας ο αγαπημένος, Don Alvaro, σε διαμάχη με τον πατέρα της, Μαρκήσιο του Calatrava, ο οποίος διαφωνούσε με τη σχέση τους και απειλούσε να τον σκοτώσει, ρίχνοντας κάτω το όπλο του για να παραδοθεί, εκείνο εκπυρσοκροτεί και έτσι, κατά λάθος, θανατώνεται ο Μαρκήσιος. Στη συνέχεια, ο αδελφός της ηρωίδας, Don Carlo, υπόσχεται εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα τους και από εκεί και πέρα, η αδυσώπητη δύναμη του πεπρωμένου παίρνει τη σκυτάλη στα χέρια της.
Η Dimitrova είχε εισέλθει με σπάνια τέχνη και με παλλόμενη εσωτερική ένταση σε αυτόν τον ρόλο, που συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα σε εκείνους που την ανέδειξαν και που έκαναν το κοινό να τη λατρέψει. Βεβαίως, παράλληλα με τη μουσικότητά της, ήταν και η θαυμάσια υποκριτική της ικανότητα που μας είχε συγκινήσει· τη θυμόμαστε κατά την τέταρτη και τελευταία πράξη να τραγουδάει τη μεγάλη της άρια, Pace, pace, mio Dio (Ειρήνη, ειρήνη, Θεέ μου) με τόση αφιέρωση και πίστη, κρατώντας έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, τον οποίον άγγιζε και αντλούσε δύναμη. Πώς να ξεχάσει κανείς εκείνη τη μεγάλη σε μέγεθος φωνή της με την ανεξάντλητη κλίμακα αποχρώσεων δυναμικής και με το ανεπανάληπτο legato; Στο τέλος της προαναφερθείσας άριας, τα χειροκροτήματα και οι επευφημίες του κοινού δεν είχαν τέλος. Δυστυχώς, μερικά χρόνια αργότερα, στις 6 Μαΐου 2005, σε ηλικία εξήντα τεσσάρων ετών, συναντώντας το προσωπικό της πεπρωμένο, θα έφευγε από τη ζωή χτυπημένη από τον καρκίνο.
Μολονότι η όπερα, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1862, στην Αγ. Πετρούπολη (ο συνθέτης αναθεώρησε την παρτιτούρα, για την παρουσίασή της στο Teatro alla Scala του Μιλάνου, το 1869), αποτελεί μία από τις πλέον αγαπημένες του κοινού και πολλά διεθνή λυρικά θέατρα την εντάσσουν στο πρόγραμμά τους (ο συντάκτης της στήλης, στις 17/4/2019, είχε παρακολουθήσει μία αξιομνημόνευτη παρουσίασή της στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία του Christopher Loy και υπό τη διεύθυνση του Sir Antonio Pappano, βλ. Critics’ Point, 12/5/2019), η ΕΛΣ, είχε από εκείνη την ιστορική παραγωγή του 1998 να αναμετρηθεί μαζί της.

Μετά από είκοσι επτά χρόνια την ενέταξε στο πρόγραμμα της τρέχουσας καλλιτεχνικής της περιόδου και με ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της νέας αυτής παραγωγής στις 26/1, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος.
Η ευφάνταστη και ταλαντούχα σκηνοθέτις Ροδούλα Γαϊτάνου μετέφερε χρονικά την πλοκή από τα μέσα περίπου του 1750, στις αρχές του 20ού αιώνα, δίνοντας έμφαση στο πολεμικό στοιχείο, το οποίο βεβαίως ξεχωρίζει και στο ίδιο το libretto. Εκείνη και οι Γιώργος Σουγλίδης (σκηνικά και κοστούμια), Giuseppe di Iorio (φωτισμοί), Δήμητρα Καστέλλου (κίνηση) και Dick Straker (προβολές βίντεο), υποστήριξαν μία παραγωγή πολύ ατμοσφαιρική και δυνατή στην υπογράμμιση των συναισθημάτων αγωνίας του έργου. Οι προσεγμένοι φωτισμοί και οι προβολές προσέδιδαν μία κινηματογραφική διάσταση. Η επιλογή της σκηνοθέτιδος να προσθέσει παιδιά σε σκηνές του έργου, όπως και σε στιγμές των προβολών, έδωσε έμφαση στην παρουσία των ευαίσθητων όσο και εύθραυστων αυτών ψυχών μέσα στο άγριο πλαίσιο του πολέμου. Ο μεγάλος ξύλινος σταυρός, πολύ μας θύμισε εκείνον που κρατούσε στα χέρια της η Dimitrova, κατά το ανέβασμα του Ηρωδείου, το 1998, και θα μπορούσε να εκληφθεί ως σημείο αναφοράς στην ιστορική εκείνη παρουσίαση.
Τον απαιτητικό ρόλο της Leonora κράτησε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία της η Ρουμάνα υψίφωνος Celia Costea, την οποία πάντα χαιρόμαστε να βλέπουμε σε παραγωγές της ΕΛΣ. Με αξιοσημείωτη εμπειρία στην ερμηνεία ρόλων του ανυπέρβλητου Verdi και με φανερό όσο και δικαιολογημένο θαυμασμό απέναντι στην θεϊκής έμπνευσης μουσική του συνθέτη, τραγούδησε τις μεγάλες φράσεις αποδίδοντας με επιτυχία τα συναισθήματα. Τα πλούσια φωνητικά και τεχνικά της μέσα διακρίθηκαν στις άριες Madre, pietosa Vergine (Μητέρα, ελεήμονα Παρθένε), που ακούγεται κατά τη δεύτερη πράξη, και Pace, pace, mio Dio (Ειρήνη, ειρήνη, Θεέ μου), που ακούγεται κατά την τέταρτη πράξη.

Δίπλα της, στον ρόλο του Don Alvaro, ο χαρισματικός Αργεντινός τενόρος Marcelo Puente, υποστήριξε πειστικά τον νεανικό, τραγικό και εντελώς απελπισμένο μακριά από την αγαπημένη του ήρωα. Ερμήνευσε με ιδιαίτερα ωραίο χρώμα φωνής και ευγένεια έκφρασης. Εντούτοις, μερικές φορές με δυσκολία αντιμετώπιζε κάποιους από τους υψηλότερους φθόγγους του ρόλου, λ.χ. κατά τη δύσκολη άρια της τρίτης πράξης, O tu che in seno agli angeli (Ω εσύ, που βρίσκεσαι ανάμεσα στους αγγέλους), που ανεβαίνει σε έναν κρατημένο φθόγγο σι ύφεση πάνω από το πεντάγραμμο και ολοκληρώνεται σε ένα παρατεταμένης διάρκειας λα ύφεση επίσης πάνω από το πεντάγραμμο, στο οποίο σημειώνεται με φουρκέτα, crescendo· το γεγονός, όμως, δεν αλλοίωσε κατά πολύ τη γενικότερη θετική του συνεισφορά στην επιτυχία της παράστασης.
Ο Δημήτρης Πλατανιάς, με άριστο φωνητικό έλεγχο και στιγμές καλοσχηματισμένων κλιμακώσεων συναισθηματικής έντασης, δεν έκρυψε τα βίαια χαρακτηριστικά του οργισμένου Don Carlo, αδελφού της ηρωίδας, που διψάει για εκδίκηση και δεν γνωρίζει τι σημαίνει συγχώρεση.

Τον ρόλο της νεαρής τσιγγάνας Preziosilla, που στην παραγωγή εμφανίστηκε με στρατιωτική στολή, ερμήνευσε η Ρωσίδα μεσόφωνος Oksana Volkova, η οποία με βέβαιη τεχνική, δεξιοτεχνική ενέργεια, ευκολίες τόσο στη χαμηλή όσο και στη ψηλή περιοχή της φωνητικής έκτασης, έφερε στο προσκήνιο την τσαχπινιά αλλά και την αποφασιστικότητα, όπως και το κέφι της ηρωίδας, που παροτρύνει τους άντρες να καταταγούν στον στρατό.
Ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς επωμίσθηκε όχι έναν, όπως είθισται, αλλά δύο ρόλους, τόσο εκείνον του Μαρκησίου του Calatrava, πατέρα της Leonora, όσο και του Πατέρα Guardiano (Padre Guardiano), ηγούμενου της μονής στην οποία αναζητά καταφύγιο η μοιραία ηρωίδα. Έχοντας μελετήσει προσεκτικά τους δύο ρόλους και επιστρατεύοντας τη θερμή, σκούρων αποχρώσεων φωνή του, πέτυχε να φωτίσει με σκέψη τους δύο χαρακτήρες, τους οποίους η σκηνοθέτις συνέδεσε νοηματικά δείχνοντάς μας κατά την πρώτη πράξη, τον πατέρα της ηρωίδας να φορά άμφια καθολικού κληρικού.
Ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης, με την πάντα ελκυστικών ποιοτήτων φωνή του, εξερεύνησε την κωμική πλευρά του Αδελφού Melitone (Fra Melitone), φραγκισκανού μοναχού του μοναστηριού, υπερβάλοντας εκεί που χρειαζόταν στην άρθρωση των συλλαβών.
Τους βοηθητικούς ρόλους κράτησαν με ενδιαφέρον οι Ιωάννα-Βασιλική Κοράκη (Curra), Γιάννης Καλύβας (Mastro Trabuco) και Maxim Klonovskiy (ένας χειρουργός).
Η Χορωδία της ΕΛΣ, προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, σε μία από τις καλύτερές της στιγμές, απέδωσε με πραγματικό αίσθημα, ήχο γεμάτο και τονικά ακριβή.

Η Ορχήστρα της ΕΛΣ έπαιξε με υποδειγματική συγκέντρωση. Η τελευταία, όπως εξάλλου και όλοι οι μουσικοί συντελεστές της παράστασης, είχαν την τύχη να καθοδηγηθούν στα εύφορα, τραγικά όσο και σπαραξικάρδια βερντιάνικα μονοπάτια από τον Ιταλό Paolo Carignani, δίχως άλλο έναν από τους αρτιότερους μαέστρους όπερας της εποχής μας. Εκείνος ενέπνευσε τους τραγουδιστές, την ορχήστρα και τη χορωδία, προτείνοντας μία μουσικότατη, γεμάτη φλόγα και τραγικότητα, υφολογικά εύστοχη και εκφραστικά ισχυρή ερμηνεία. Του ιδίου η αναλυτική διεύθυνση, η ανάδειξη ποικίλων λεπτομερειών της παρτιτούρας όπως και η συνεχής προσοχή στην πιστή εκτέλεση των ζητουμένων της, μάς κέρδιζαν καθ΄ όλη τη διάρκεια.