Συνέβη μια νύχτα, που εμείς, σιωπηλοί μάρτυρες, δεσμώτες ενός παλιού ιλίγγου, αναζητώντας απεγνωσμένα το ποτάμι που δεν έχει επιστροφή, την αμφιβολία που χορεύει με όσα παίρνει ο άνεμος, για να συναντήσει το λεωφορείο που το λένε πόθο, ερωτευτήκαμε μια εξιλέωση…
Marilyn! Και μόνο στο άκουσμα της λέξης, το μυαλό ταξιδεύει σε ηδονικά πρωινά και καυτά μεσημέρια που καίνε στο μέτωπό μας, νύχτες κολασμένες, γεμάτες απόκρυφες μυρωδιές και απαγορευμένες απολαύσεις, ξεθάβοντας μνήμες του κορμιού από κρεββάτια ὅπου πλάγιασε.
Marilyn! Έρχεται όμως μια στιγμή, που η Marylin γίνεται Νόρμα Τζιν Μόρτενσον κι εκεί ζωντανεύουν οι εφιάλτες˙ τα ηδονικά πρωινά και οι κολασμένες νύχτες γίνονται εφιαλτικές κραυγές, θολώνοντας τις εικόνες του εαυτού, το άλλου, της Marylin, του Alfred, του James, της Marlen και της Grace. Και κάπου εκεί ελλοχεύει σατανικά η πιντερική νεκρή ζώνη, αυτή η αχανής ολότητα που απειλεί να μας καταπιεί όλους, νομοτελειακά και τελειωτικά, σε ένα τέλος θανάτοιο και – ίσως σε κάθε περίπτωση – αποκρουστικό.
Το Βράδυ που η Marylin πέρασε στη Λεωφόρο των Αστεριών συγκλονίζει, διασαλεύοντας την θνητή μας άτη, καθώς ο συγγραφέας Γ. Σολδάτος μετουσιώνει αριστοτεχνικά σε σύγχρονη νέκυια τον φόβο μίας ανθρωπότητας ολάκερης˙ εκείνον τον ατέρμονο φόβο του θανάτου, της λήθης, της αφάνειας.
Το Βράδυ που η Marylin πέρασε στη Λεωφόρο των Αστεριών αγκαλιάζει αγαπητικά, με τη δέουσα λαγνεία, μεγάλες και μικρές ζωές, στιγμές που περάσαν κι έζησαν σαν θύελλες τροχίζοντας και λαξεύοντας η μία την άλλη, καταβροχθίζοντας ηδονικά ανάσες, μίση, πάθη, τρόμους προσωπικούς και βαθιά οδυνηρούς.
Το Βράδυ που η Marylin πέρασε στη Λεωφόρο των Αστεριών τολμηρό, γοητευτικό, με περίπλοκα μονοπάτια υπαρξιακής παράνοιας, αυτογνωσίας και ψευδαίσθησης παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο όντα μικρά, χρωματιστά, τραγικοκωμικά που βουλιάζουν μέσα στην ακμή, την παρακμή και την φθορά, ακριβώς όπως τα άλλοτε λαμπερά κάτοπτρα που τώρα στέκουν θαμπά και μόνα. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μεταφυσικό κόσμο, ένα επέκεινα όπου κάθε φτιασίδι σαπίζει, πέφτει και αφήνει να χάσκει έκθετη η αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης με έναν τρόπο αγαπητικό, τρυφερό κι ανθρώπινο˙ μια ευγενής απομάγευση ενός πλασματικού κόσμου που ντύνει με λάμψη ένα κρίμα, ένα γιατί, μια παλιά οδύνη, βαθιά απωθημένη.
Το Βράδυ που η Marylin πέρασε στη Λεωφόρο των Αστεριών μετουσιώθηκε σε musical vaudeville από τον σκηνοθέτη Γ. Λιβανό, ο οποίος εικονοποιεί αριστοτεχνικά αυτή την ιστορία ζωής και θανάτου μέσα από την πολύχρονη εμπειρία στον συγκεκριμένο χώρο˙ η σκηνοθετική οπτική αξιοποιεί ευφυώς και ενσυναισθητικά – μας έχει καλομάθει άλλωστε ο σκηνοθέτης με την ενσυναισθητική οπτική του – με άψογο ρυθμό, δομή, ετοιμότητα, ενδελεχή έλεγχο κάθε κίνησης και λεπτομερή οργάνωση, μια εξαιρετικά δύσκολη και μεγάλης διάρκειας παράσταση, πολυπρόσωπη και πολυεπίπεδη, προσφέροντας στο κοινό μια θεατρική εμπειρία.
Ο Γ. Λιβανός, πρωτοπόρος του Γραμμικού Συμβολισμού στην Ελλάδα, μορφοποιεί αυτές τις λεπτές, ανεπαίσθητες φρικιαστικές ιαχές, τις δεκάδες προσωπικές αλήθειες πανανθρώπινης υφής˙ οι ηθοποιοί του θιάσου Θεατρίνων Θεατές φορούν κατάσαρκα τη νοηματική αχλή του κειμένου, τόσο του δράματος όσο και των στίχων – που οι ίδιοι ερμηνεύουν ζωντανά – και δίνουν άλλη μια παράσταση ζωής μέσα στην παράσταση, αποσαρθρώνοντας με ευελιξία και ευφυΐα θεατρικές συμβάσεις. Ως εκ τούτου ο θεατής μετέχει στην ιχνηλάτηση μιας σκοτεινής οδού που οδηγεί άλλοτε ομαλά, άλλοτε βίαια, στην οδυνηρή αυτογνωσία της προσωπικής θνητότητας, της μαγικής στιγμής που διαλύεται η ψευδαίσθηση ενός φευγαλέου μεγαλείου που – ίσως – δεν υπήρξε ποτέ.
Οι ηθοποιοί της παράστασης, καλούνται να ερμηνεύσουν διπλούς και τριπλούς ρόλους ο καθένας, να τραγουδήσουν ζωντανά και να χορέψουν υλοποιώντας το γεμάτο ζωντάνια είδος του musical vaudeville σε ένα σύνολο που λειτουργεί υποδειγματικά. Η ευγενής Καίτη Ιμπροχώρη, λυρική και θελκτική φέρει τη δική την εμπειρία την οποία μεταφέρει στη σκηνή με ήθος και προσωπικότητα. Ο Νίκος Γιάννακας, επιβάλλεται στη σκηνή με την άνεση και την υποκριτική δεινότητα που τον χαρακτηρίζει και κερδίζει κάθε ρόλο. Ο Γιάννης Τσιώμου, αξιοποιεί έξοχα τη γοητευτική δύναμη της φωνής του και ισορροπεί εξαιρετικά λόγο, κίνηση και υποκριτική ευστροφία. Ο Μάνος Χατζηγεωργίου προσφέρει το ειδικό του βάρος στο σύνολο, χαρίζοντας στιγμές μιας παλιάς σαγηνευτικής εποχής, ενώ η Σοφία Μπεράτη, ακροβατεί επάξια και ονειρικά μεταξύ πριγκιπικής ευγένειας και γοητευτικού μυστηρίου.
Η Όλγα Πρωτονοταρίου, αποδεικνύει άλλη μια φορά ότι μπορεί να ερμηνεύσει κάθε ρόλο με μαεστρία και να τον κατακτήσει άμεσα και ολοκληρωτικά. Η Μαρία Δρακοπούλου, αντιμετώπισε με μεγάλη ευκολία διάφορες προσωπικότητες, τονίζοντας κάθε φορά την προσωπική τους αλήθεια, ενώ η Σόνια Κωτίδου, ερμήνευσε τους ρόλους με ιδιαίτερη γοητεία και απόλυτη επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων του κάθε χαρακτήρα.
Ο Σωτήρης Αντωνίου, κινείται άνετα και ουσιαστικά σε ρόλους αντιφατικούς μεταξύ των, ενώ ο Φραγκίσκος Βαφειάδης δρα πειστικά και με συνέπεια σε έναν ρόλο με δική του δυναμική. Ο Μάνος Τσιβιλής κινείται με αυτοπεποίθηση και άνεση μεταξύ των ρόλων, ενώ η Γωγώ Φάκου χαρίζει τη δική της χυμώδη και παιγνιώδη αλήθεια σε γυναικείες προσωπικότητες που υπέφεραν από λάμψη και υπερβολική ένταση. Τέλος, η Νίνα Ακτύπη, ως Marylin, ακροβατεί εντέχνως μεταξύ συναισθηματικών αποχρώσεων˙ φοβισμένη και ειρωνική, ανθρώπινη και κυνική, ζωντανή και νεκρή, χαρούμενη και θλιμμένη βυθίζεται στη δική της προσωπική αναζήτηση με τον τρόπο που η ίδια γνώριζε, προσπαθώντας να εντοπίσει τη δική της αλήθεια μέσα από τη χλιδή και την τραγικότητα μιας ζωής που δεν ήταν – ίσως – δική της.
Εντυπωσιακή η μουσική σύνθεση του Σάκη Τσιλίκη και οι στίχοι του Γιώργου Λιβανού και της Μαριάννας Τόλη (επιλογή από στίχους που είχε γράψει παλαιότερα η ίδια για την ομάδα), δημιουργούν μια εξέχουσα μουσική ατμόσφαιρα που εμπλουτίζεται από υπέροχο εικονικό σκηνικό των Γιώργου Λιβανού και Αντώνη Μανδρανή με 3d animations, προβολές, υποβρύχιες και εναέριες λήψεις.
Η ατμόσφαιρα αυτή σε συνδυασμό με τη ζωντανή ερμηνεία των στίχων, την καταπληκτική φωνητική διδασκαλία της Νίκης Γκουντούμη – που συνοδεύει στο πιάνο – τη γοητευτική χορογραφία του Σίμωνα Πάτροκλου, τον ευρηματικό φωτισμό του Γ. Λιβανού – με δεσπόζον το παθιασμένο κόκκινο – και τα σκηνικά και κοστούμια της Δέσποινας Βολίδη δημιουργούν ένα μουσικό σύνολο απαράμιλλης αισθητικής, ένα απαστράπτον Musical Vaudeville.
Φαίνεται πως η ζωή και ο θάνατος πλημμυρίζουν κραυγές ολέθρου που εκρήγνυνται και σβήνουν σε μια ζοφερή ανυπαρξία˙ την ίδια στιγμή η ύπαρξη αναζητά ένα φως, χορεύοντας στην τελευταία σκηνή της παράστασης έναν πάλλευκο κι εκστατικό χορό θανάτου, σε μια προσπάθεια να ανασάνει και πάλι τη ζωή, να ξορκίσει τον θάνατο, ως τελευταία ένδειξη μιας μάταιης, παιδιάστικης ένδειξης ενθαδικότητας πριν τη μοιραία και αναπόφευκτη κάθοδο στον Άδη, που αναδύει θλίψη για μια χαμένη Marylin, για μια χαμένη Lenore, για όμορφες ψυχές, για πάντα χαμένες.
Eagerly I wished the morrow;—vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow—sorrow for the lost Lenore—
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore—
Nameless here for evermore.
Λία Τσεκούρα, 20112019