Συναυλίες και παραστάσεις όπερας αναφοράς, στο φθινοπωρινό Λονδίνο (μέρος β΄): «Rigoletto» του Verdi από τη Βασιλική Όπερα – Συναυλίες του Takács Quartet – Ρεσιτάλ του πιανίστα Benjamin Grosvenor – Συναυλία του Heath Quartet

Σκηνή από την όπερα "Rigoletto" με τους Stefan Pop (Δούκα) και Pretty Yende (Gilda). Φωτογραφία: Tristram Kenton.
Σκηνή από την όπερα “Rigoletto” με τους Pretty Yende (Gilda) και Enkhbatyn Amartüvshin (Rigoletto). Φωτογραφία: Tristram Kenton.

Σε συνέχεια του αμέσως προηγούμενου κριτικού μας σημειώματος και στην αναφορά μας σε συναυλίες και παραστάσεις όπερας που παρακολουθήσαμε πρόσφατα στο πάντα εύφορο πολιτιστικά Λονδίνο, στις 12/10, στη Βασιλική Όπερα, είχαμε την τύχη να εκτιμήσουμε παράσταση μίας ακόμη διάσημης όπερας του διεθνούς λυρικού ρεπερτορίου· ο λόγος για τον Rigoletto του Giuseppe Verdi (1813-1901). Η μεγαλοφυής μουσική σύλληψη του συνθέτη όπως και η συναρπαστική ιστορία του Victor Hugo (1802-1885) πάντα κερδίζουν την προσοχή και τον θαυμασμό του κοινού· η όπερα είναι βασισμένη στο πεντάπρακτο θεατρικό έργο του τελευταίου, με τίτλο, O Βασιλιάς διασκεδάζει, γαλλ. Le roi samuse, ενώ το λιμπρέτο υπογράφει ο Francesco Maria Piave (1810-1876).

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε υπήρξε αναβίωση της παραγωγής του 2021, που πρότεινε ο σκηνοθέτης Oliver Mears (υπεύθυνη αναβίωσης, Danielle Urbas). Συμπράττοντας με τους Simon Lima Holdsworth (σκηνικά), Ilona Karas (κοστούμια), Fabiana Piccioli (φωτισμοί) και Anna Morrissey (κινησιολογία), χάρισε ένα καλαίσθητο συνολικό αποτέλεσμα, μινιμαλιστικής έκφρασης, με λίγα σκηνικά και κομψά κοστούμια τα οποία γενικότερα επηρεάζονταν μάλλον από το στυλ της δεκαετίας του 1980 αλλά που σε ορισμένες σκηνές  γύριζαν αρκετά πίσω στον χρόνο αγγίζοντας το ύφος του 19ου αιώνα ή και νωρίτερα (λ.χ. πρώτη πράξη, χορός στο παλάτι του Δούκα). Ο ίδιος ενθάρρυνε τους τραγουδιστές να αναδείξουν προσεκτικά τον χαρακτήρα του μουσικού δράματος και τους ήρωες που ενσάρκωναν.  Πίνακες του Tiziano (Tiziano Vecelli, περ. 1488-1576) και του Caravaggio (Michelangelo Merisi da Caravaggio, 1571-1610) δέσποζαν  στο παλάτι του Δούκα, ο οποίος παρουσιάστηκε ως ειδήμων και συλλέκτης φιλότεχνος. Το  λαμπερό χρώμα του χρυσού και το καφέ χρώμα ξεχώριζαν, ενώ ο chiaroscuro φωτισμός, σε στιγμές μάλιστα με έντονο τρόπο, υπογράμμιζε την συνεχώς απειλητική ατμόσφαιρα του δράματος. Η τελευταία πράξη εμφάνιζε το ποτάμι και τον ουρανό, ενώ είδαμε και ακούσαμε το νερό της βροχής, κατά τη διάρκεια της εφιαλτικής καταιγίδας, να πέφτει στη σκηνή.

Σκηνή από την όπερα “Rigoletto” με τους Stefan Pop (Δούκα) και Pretty Yende (Gilda). Φωτογραφία: Tristram Kenton.

Η διανομή κρίθηκε λαμπρή. Τον ερμηνευτικά εύφορο ρόλο του γελωτοποιού Rigoletto επωμίσθηκε ο πολυβραβευμένος Μογγόλος βαρύτονος Enkhbatyn Amartüvshin, αποδίδοντας με επιβλητικά μεγάλη φωνή τον τραγικό ήρωα. Το αίσθημα εκδίκησης, η πικρία, ο θυμός, η ειρωνεία, αλλά κυρίως εκείνα τα βαθιά πατρικά συναισθήματα οδηγήθηκαν στην επιφάνεια με ανάγλυφο τρόπο. Δίπλα του, στον ρόλο της τραγικής κόρης του Gilda, εντυπωσίασε η εξίσου διαπρεπής Νοτιοαφρικανική υψίφωνος Pretty Yende· ερμήνευσε με ελκυστικότατη φωνή και έκφραση, κατέχοντας λαμπερές κρυστάλλινες ψηλές νότες και ευαισθησία (τα θερμά χειροκροτήματα που έλαβε μετά την άρια της πρώτης πράξης, Caro nome, της άξιζαν απολύτως). Ο Ρουμάνος τενόρος Ștefan Pop επίσης κέρδισε τις εντυπώσεις ως ερωτύλος Δούκας, τον οποίον ατυχώς ερωτεύεται η Gilda και οδηγείται στην καταστροφή της. Τραγούδησε και έπαιξε με άνεση, αποσπώντας τις επευφημίες του κοινού κατά τη δημοφιλέστατη άρια (ορθότερα, canzone),  La donna è mobile, που ακούγεται στην αρχή της τρίτης και τελευταίας πράξης. Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στον Ιταλό μπάσο Gianluca Buratto, ο οποίος επωμίσθηκε τον σχετικά μικρότερο ρόλο του δολοφόνου Sparafucile: η ποιότητα και το μέταλλο της φωνής που κατέχει είναι τελείως ιδιαίτερα, όπως και οι ηχηρές του χαμηλές  νότες. Στο πλάι του, στο ρόλο της Maddalena, αδελφής του τελευταίου, η Ρουμάνα μεσόφωνος Ramona Zaharia, τραγούδησε με την κατάλληλη ερωτική έκφραση. Στους μικρότερους ρόλους διακρίθηκαν οι Fabrizio Beggi (Κόμης Monterone), Veena AkamaMakia (Giovanna), Grisha Martirosyan (Marullo), Jamie Woolard (Κόμης Cerpano) και Amanda Baldwin (Κόμισσα Cerpano). Πολλές φορές κατά το παρελθόν έχουμε επαινέσει τη Χορωδία και την Ορχήστρα της Βασιλικής Όπερας, κάτι που οφείλουμε να κάνουμε και τούτη τη φορά, αφού αμφότερες συνέδραμαν αποφασιστικά στο υψηλό μουσικό αποτέλεσμα που λάβαμε. Ο καλολαξευμένος ήχος της ορχήστρας, η εκπληκτική ενέργεια και η άφθαστη μουσικότητά της, αρετές που αναδύθηκαν καθ’όλη τη διάρκεια της παράστασης, υπήρξαν αξιοσημείωτα στοιχεία. Τέλος, η μουσική διεύθυνση της έμπειρης όσο και ικανότατης Βρετανίδας αρχιμουσικού Julia Jones φώτισε το δράμα με διαίσθηση και όραμα.

To Takacs Quartet. Φωτογραφία: Amanda Tipton

Προχωρώντας, στις 15 και 16/10, στο Wigmore Hall, ακούσαμε δύο συναυλίες του διάσημου Takács Quartet. Το Κουαρτέτο ιδρύθηκε στη Βουδαπέστη το 1975, από τέσσερις σπουδαστές της Μουσικής Ακαδημίας της Βουδαπέστης και σήμερα εδρεύει στο Κολοράντο της Αμερικής. Από τα αρχικά μέλη μόνον ο βιολοντσελίστας András Fejér συμμετέχει, ενώ οι άλλες τρεις θέσεις καταλαμβάνονται από τους Edward Dusinberre, πρώτο βιολί (από το 1993), Harumi Rhodes, δεύτερο βιολί (από το 2018) και Richard ONeill, βιόλα (από το 2020). Μέσα από τη μακρόχρονη πορεία του και τις πολλές του ηχογραφήσεις, το σύνολο έχει κερδίσει την εκτίμηση του διεθνούς ακροατηρίου και όχι τυχαία.  Οι πρόσφατες συναυλίες του στο Λονδίνου, μητρόπολη την οποία επισκέπτεται σε ετήσια βάση παίζοντας στο Wigmore, αποτέλεσαν πραγματικά απόλαυση δίνοντας την ευκαιρία στον ακροατή να χαρεί τις ιδιαίτερες ποιότητες που το χαρακτηρίζουν. Ειδικότερα, η πρώτη βραδιά άνοιξε με το Κουαρτέτο Op. 71 αρ. 2 γραμμένο από τον Joseph Haydn (1732-1809) κατά τους θερινούς μήνες του 1793 και ακούστηκε για πρώτη φορά μαζί με τα υπόλοιπα δύο που συναποτελούν το Op. 71 και με τα τρία που ανήκουν στο Op. 74, κατά τη δεύτερη επίσκεψη του συνθέτη στο Λονδίνο, το 1794. Το Takács Quartet έπαιξε το έργο με υποδειγματική φροντίδα, εκφραστική θέρμη και ζεστό ήχο, φέροντας στην επιφάνεια την ανεξάντλητη επινοητικότητα της γραφής, τις θαυμάσιες μοτιβικές αναπτύξεις, το υπέροχο μελωδικό σχήμα του δεύτερου μέρους, Adagio cantabile, αλλά και εκείνη τη  χαρακτηριστική φρεσκάδα της ανεξάντλητης έμπνευσης του πάντα μεγαλοφυούς Haydn. Στη συνέχεια έπαιξε το έργο με τίτλο Les Six Rencontres (ελλ. Οι έξι συναντήσεις) του γνωστού κυρίως ως ταλαντούχου πιανίστα, αλλά και ικανού συνθέτη, Sir Stephen Hough (γ. 1961) γραμμένο το 2021 ειδικά για το εν λόγω σύνολο. Η σύνθεση, που αποτελεί το πρώτο κουαρτέτο του Hough και εμπνέεται από την ομάδα «των Έξι» (Les six)  συνθετών του Παρισιού (όλοι Γάλλοι, εκτός από έναν Ελβετό, τρίτος από τους παρακάτω) της δεύτερης δεκεαετίας του εικοστού αιώνα, Georges Auric (1899-1983), Louis Durey (1888-1979), Arthur Honegger (1892-1955), Francis Poulenc (1899-1963) και Germaine Taillaferre (1892-1983). Τα μέλη του Takács Quartet εξερεύνησαν με κέφι και διάθεση τα έξι σχετικά σύντομα μέρη που συναποτελούν το έργο, επενδύοντας με χρώμα και panache στην καλοδουλεμένη τονική γραφή του Hough. Η γοητευτική παρτιτούρα του τελευταίου, έδωσε τη θέση της σε μία άλλη, εντελώς διαφορετικής κατεύθυνσης, η οποία κάλυψε το δεύτερο μέρος της συναυλίας. Ο λόγος για το Κουαρτέτο αρ. 8, Op. 59, το δεύτερο του κύκλου γνωστού ως Razumovsky, του Ludwig van Beethoven (1770-1827). Θυμίζουμε ότι o μουσουργός ολοκλήρωσε το 1806 τρία κουαρτέτα, μετά από παραγγελία του Πρίγκιπα Razumovsky, Ρώσου πρεσβευτή στη Βιέννη (1752-1836)· τα πρώτα δύο περιλαμβάνουν ένα χαρακτηριστικό ρώσικο θέμα (στο Op. 59, αρ. 1, ακούγεται κατά το τελευταίο μέρος, Allegro, ενώ στο Op. 59 αρ. 2, ακούγεται κατά το τρίτο μέρος, Allegretto), ενώ το τρίτο περιέχει ένα θέμα το οποίο επίσης θυμίζει εκείνο ενός παραδοσιακού ρώσικου τραγουδιού (ακούγεται στο δεύτερο μέρος, Andante con moto quasi allegretto). Το Takács Quartet βούτηξε με ένταση στα βαθιά μπετοβενικά ύδατα αποκαλύπτοντας με περίσσεια γνώση και σθένος τη δραματική δράση, που ξεχειλίζει από στιγμές σαιξπηρικής τραγικότητας, και όλη τη μεγαλοπρέπεια του πρώτου μέρους, Allegro molto, και τέταρτου μέρους, Presto, τον λυρικό μελαγχολικό στοχασμό και τα δραματικά ξεσπάσματα του δεύτερου μέρους, Molto adagio, όπως και το γεμάτο έντονη ανησυχία τρίτο μέρος, Allegretto,που εναλλάσσεται με το μάλλον αισιόδοξου χαρακτήρα ρώσικο θέμα (το τραγούδι φέρει τον τίτλο, Δόξα στον Ήλιο).

Η δεύτερη συναυλία του ίδιου πάντα συνόλου, που παρακολουθήσαμε την αμέσως επόμενη βραδιά στον ίδιο φιλόξενο χώρο, άνοιξε, όπως και η πρώτη, με ένα κουαρτέτο του Haydn, to Op. 20 αρ. 2, γραμμένο το 1772. Βεβαίως, ο Haydn θεωρείται ο θεμελιωτής της φόρμας του κουαρτέτου για έγχορδα, και δεν είναι λίγες οι φορές που τα σύνολα προτιμούν να τον τιμήσουν στα προγράμματά τους. Η θαυμάσια συνεργασία των μελών απέφερε εκ νέου καρπούς: ο διάλογος μεταξύ των οργάνων λαξεύτηκε με την απαιτούμενη αίσθηση της μουσικής εξέλιξης, η δραματική μελαγχολία του δεύτερου μέρους, Capricciο. AdagioCanabile, κέρδιζε σε νόημα και έκφραση, ενώ η εκπληκτική πολυφωνική ανάπτυξη του τελευταίου μέρους, Fuga a 4 soggettti. Allegro, βρήκε τους μουσικούς σε πλήρη ετοιμότητα, έτοιμους να αντιμετωπίσουν τις υψηλές όσο και ποικίλες απαιτήσεις του έργου. Στη συνέχεια, ακούσαμε το Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 5 BB110, του πολύτιμου Ούγγρου συνθέτη Béla Bartók (1881-1945), δημιουργημένο το 1934, ένα από τα μεγάλα έργα μουσικής δωματίου του εικοστού αιώνα, του οποίου τα καλά δομημένα ρυθμικά σχήματα και οι κορυφώσεις τους, η πρωτοτυπία της αρμονικής γλώσσας, η γενικότερη ζωντάνια της γραφής όπως και οι επιρροές από την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας του, ευτύχησαν στα χέρια των μελών του Takács Quartet. Τέλος, το υπέροχο Κουαρτέτο Εγχόρδων του Maurice Ravel (1875-1937), που ολοκληρώθηκε το 1934, αρθρώθηκε από τους μουσικούς με εύπλαστο σχηματισμό φράσεων και ιδιωματική εκλέπτυνση της έκφρασης, των ηχοχρωμάτων και της δυναμικής. Η ονειρεμένη ομορφιά της μουσικής, οι σε στιγμές έντονα νοσταλγικές, σχεδόν οδυνηρές, δηλώσεις της, το σπάνιο γούστο και η ζηλευτή φαντασία του μουσουργού αναδείχθηκαν με υποδειγματικό τρόπο. Η πρόσφατη ηχογράφηση του έργου από το σύνολο αποτυπώνει τη λαμπρή ερμηνευτική άποψη που λάβαμε (σημειώνουμε ότι ο δίσκος περιλαμβάνει και το προαναφερθέν έργο του Hough, όπως και το κουαρτέτο Ainsi La Nuit του Henri Dutilleux, 1916-2013, Hyperion, CDA68400).

Ο Benjamin Grosvenor. Φωτογραφία: Andrej Grilc.

Δύο μέρες αργότερα, στις 18/10, στο Queen Elizabeth Hall, παρακολουθήσαμε ρεσιτάλ πιάνου του ακόμα νεότατου Βρετανού Benjamin Grosvenor (γ. 1992), που αυτή τη στιγμή συγκαταλέγεται στους κορυφαίους σολίστ της γενιάς του, με πολλές αξιοσημείωτης ποιότητας εμφανίσεις ανά τον κόσμο και ηχογραφήσεις για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Decca στο ενεργητικό του. Επέλεξε να ερμηνεύσει ένα απαιτητικότατο πρόγραμμα τρανών μουσικών και τεχνικών απαιτήσεων, συνολικής διάρκειας περίπου εβδομήντα λεπτών, το οποίο σημειωτέον εκτέλεσε δίχως διάλειμμα. Άρχισε με το Πρελούδιο από το έργο Πρελούδιο και Φούγκα για αρπίχορδο, BWV855a, του Johann Sebastian Bach (1685-1750), σε μεταγραφή του θρυλικού Ρώσου πιανίστα Alexander Siloti (1863-1945), ο οποίος είχε μαθητεύσει κοντά στους Nikolai Rubinstein (1835-1881), Anton Rubinstein (1829-1894), Sergei Taneyev (1856-1915), Piotr Ilyich Tchaikovsky (1840-1893) και Franz Liszt (1811-1886), για να αναφέρουμε τους σημαντικότερους δασκάλους του. Ο Grosvenor έπαιξε με στοχαστική διάθεση το όλο πνευματική ηρεμία κομμάτι, δημιουργώντας μία θεσπέσια εισαγωγή στο ρεσιτάλ του. Χωρίς να παρεμβληθούν χειροκροτήματα, συνέχισε με την εντελώς διαφορετικής έκφρασης Chaconne, της σύγχρονης μουσουργού Sofia Gubaidulina (γ. 1931), που δημιουργήθηκε το 1931. Ο εξπρεσιονιστικός και σε στιγμές έντονα άγριος και σφοδρός χαρακτήρας της μουσικής υπογραμμίστηκε με σκέψη από τον πιανίστα.

Ο Benjamin Grosvenor κατά τη διάρκεια του ρεσιτάλ. Φωτογραφία: Pete Woodhead.

Ωστόσο, στα δύο επόμενα τρανά έργα ήταν που άνθησε ολόκληρη η σπάνια τέχνη του βιρτουόζου. Πιο συγκεκριμένα, εξερεύνησε τη Σονάτα, S. 178, που ο Liszt ολοκλήρωσε το 1853, αυτόν τον ογκόλιθο της φιλολογίας του πιάνου, με εκπληκτική αυτοπεποίθηση αντιμετωπίζοντας με ευφράδεια και ετοιμότητα κάθε ζητούμενο. Η θεία αφήγηση, η λαβυρινθώδης δομή με τις μεταμορφώσεις του θεματικού υλικού, τα σχεδόν απροσπέλαστα δεξιοτεχνικά περάσματα, η υπέροχη ποίηση και το υψηλό όραμα της σύνθεσης βρήκαν στο πρόσωπο του Grosvenor έναν ιδανικό ερμηνευτή και πλήρη καλλιτέχνη. Επιπλέον, ο τόσο θερμός του ήχος, η γενναιοδωρία της έκφρασής του και τα εντυπωσιακά τεχνικά του μέσα, συγκινούσαν και μας ζέσταιναν την καρδιά. Μετά από τούτη την καθηλωτική εμπειρία ακολούθησε η επόμενη, με την εκτέλεση ενός ακόμη ογκόλιθου της ρομαντικής φιλολογίας. Ο λόγος για τη Σονάτα αρ. 3, Op. 58, του Frédéric Chopin (1810-1849), έργο του 1844, της οποίας ο ασυγκράτητος λυρισμός και το ρομαντικό πάθος ερμηνεύτηκαν με πληρότητα. Η κρυστάλλινη άρθρωση, το όλο φινέτσα legato του, που θριάμβευε στα cantabile περάσματα, τα θαυμάσια rubati, που με τόσο γούστο εφήρμοζε, η προσοχή στις κλιμακώσεις και πρωτίστως, το ανώτερο αίσθημα και η μουσική ειλικρίνεια με τα οποία μπόλιαζε κάθε μουσική φράση και παράγραφο ο Grosvenor, θα μείνουν για καιρό στη μνήμη μας.

Το Heath Quartet. Φωτογραφία: Kaupo Kikkas.

Σφραγίζουμε το κριτικό μας σημείωμα με αναφορά στη συναυλία ενός ακόμα διαπρεπούς συνόλου μουσικής δωματίου, του Heath Quartet (Sara Wolstenholme, πρώτο βιολί, Juliette Ross, δεύτερο βιολί, Gary Pomeroy, βιόλα, Christopher Murray, βιολοντσέλο) που στα εικοσιένα χρόνια της λαμπρής του διαδρομής έχει προσφέρει αξιοσημείωτες συναυλίες και ηχογραφήσεις. Άνοιξαν τη βραδιά με δύο χορικά του Bach σε μεταγραφή για κουαρτέτο εγχόρδων, Allein Gott in der Höh sei Ehr, BWV662, και O Mensch, bewein dein Sünde gross, BWV622. Με ιδιωματική έκφραση, περιορισμένο vibrato και προσοχή στο φορμάρισμα των φράσεων, πρότειναν μία ανάγνωση βαθύτατου στοχασμού. Στη συνέχεια, πρότειναν μία εκφραστικά και τεχνικά άμεμπτη ανάγνωση του Κουαρτέτου Εγχόρδων Op.9, αρ.2, του Haydn· επιλέγοντας για άλλη μια φορά, σύμφωνα με τα ζητούμενα της εποχής, μετρημένο vibrato, καλά ζυγισμένα tempi και ακριβή ρυθμικό έλεγχο, που πάντα επέτρεπαν στη μουσική να προκύπτει με αβίαστο τρόπο και να αναπνέει. Επιπλέον,  υπογράμμισαν τη σοφία της γραφής, τη στιβαρότητα της δομής, το συναισθηματικό βάθος, αλλά και την αισιόδοξη καλοσύνη που περιέχεται στην παρτιτούρα (λ.χ. πρώτο μέρος, Moderato). Το πρώτο μέρος της συναυλίας έκλεισε με τον μελαγχολικό Στοχασμό πάνω σε ένα παλιό Βοημικό Χορικό (Άγιος Wenceslas), Op.35a, του Josef Suk (1874-1935), τα ποικίλα ρυθμικομελωδικά στοιχεία αλλά και τα έντονα δραματικά ξεσπάσματα του οποίου, φώτισε με σκέψη το σύνολο.

Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ακούσαμε μία ακόμη από τις σπουδαιότερες συνθέσεις μουσικής δωματίου του Franz Schubert (1797-1828), το Κουαρτέτο Εγχόρδων, D810, Ο Θάνατος και η Κόρη, γραμμένο το 1824, αποτελώντας καρπό της ύστερης συνθετικής περιόδου του μεγάλου μουσουργού που έφυγε από τη ζωή τόσο τραγικά νωρίς. Η αίσθηση του θανάτου κυριαρχεί από τα πρώτα κιόλας μέτρα της παρτιτούρας. Tο Heath Quartet, σε άψογο ομαδικό συντονισμό, πρόσφερε μία ανάγνωση που ανέδειξε τα ζοφερά συναισθήματα, τις θυελλώδεις κλιμακώσεις δυναμικής και τις εφιαλτικά ασφυκτικές στιγμές (ο δημιουργός αντιμετώπιζε τα συμπτώματα της σύφιλης που μερικά χρόνια αργότερα, το 1828, θα τον έστελνε στον τάφο), αλλά και εκείνες τις ακτίνες αισιοδοξίας, που, όπως πολλές φορές σε σελίδες του ιδίου δημιουργού, ξεπηδούν μέσα από το σκοτεινό δράμα. Επιπλέον, η τεχνική ευχέρεια του συνόλου, η προσοχή που επέδειξε στο κτίσιμο των μουσικών παραγράφων και ιδίως στα πλατιά και τόσο σημαίνοντα ρητορικά σχήματα, χάρισαν στο έργο μία αναμφισβήτητα ώριμη και ουσιαστική ερμηνεία, αντάξια της αριστουργηματικής τούτης παρτιτούρας.

 

Κριτικός Μουσικής και Θεάτρου, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα