Ο βασιλιάς πεθαίνει, τετριμμένος, τρομαγμένος, μόνος και γυμνός ακολουθεί τη σκιά του σε μια εις Άδου κάθοδο. Βουλιάζει στην ανυπαρξία χαϊδεύοντας για τελευταία φορά σπαράγματα ζωής, δράττοντας με φρίκη και λύσσα απομεινάρια ψυχής και οδύνης αποζητώντας να κρατηθεί στη ζωή. Κάπου εκεί, στα έγκατα της κόλασης, κάποιος έχει χαράξει στον αιματοβαμμένο τοίχο… Espère, Que tu vas te sourire, A jamais, Sans songer à mourir…
Από τους Αλεξανδρινούς Βασιλείς και τον Βασιλιά της Ασίνης μέχρι τον Bérenger Ι, τον Roi (qui) se meurt, του Ionesco, η ζωή ερωτοτροπεί με τον θάνατο, η αλήθεια με το ψέμα, το είναι με το φαίνεσθαι. Ο θάνατος κρύβεται σαρδόνια μέσα στην πορφυρή ανάσα της ζωής, τη στιγμή που η ύπαρξη παλεύει για τη δική της αλήθεια˙ τη στιγμή που το θέατρο, εκείνη η φευγαλέα, ψευδαισθητική εικονοποίηση της ζωής, εκτός από έναν ολόκληρο βίο αγκαλιάζει μέσα της και τη σαγήνη ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Ένας εμβληματικός συγγραφέας γράφει ένα εμβληματικό έργο! Ο Ionesco συνέγραψε το Le Roi se meurt (O Βασιλιάς Πεθαίνει) το 1962, το οποίο αποτελεί το τρίτο έργο του “cycle Bérenger”, με πρώτο το Rhinocéros (1959), δεύτερο το Tueur sans gages (1959) και τελευταίο το Le Piéton de l‘air (1962). Ήδη από τη Φαλακρή Τραγουδίστρια (1950) ο Ionesco συνταράσσει τα θεμέλια του Théâtre de divertissement της δεκαετίας του 1940, ερωτοτροπώντας με το Théâtre Nouveau.
Ο Ionesco επιτίθεται σε κάθε δεδομένη σύμβαση, κάθε λογική και ρεαλιστική συνθήκη και ειδίκευση, κληροδότημα του ευρωπαϊκού θεάτρου αναμοχλεύοντας, με μια σαγηνευτικά παρωδιακή γραφή, υπαρξιακά ερωτήματα που γεννούν ολέθρους και συνειδησιακές καταβυθίσεις˙ ο άνθρωπος μπροστά στον θάνατο, η ύπαρξη καλού και κακού, η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να αδράξει την τελειότητα, η απώλεια της ατομικής ταυτότητας από τη μάζα, η αναζήτηση ενός επέκεινα που καταπίνει το είναι και το καταπνίγει σε ένα τέλος θανάτοιο.
Le roi se meurt! O Ionesco εισάγει τον θεατή στο αίσημον ήμαρ ενός βασιλιά, ενός ελέω Θεού άρχοντα που χαίρει τον ανώτατο βαθμό κοινωνικής και πολιτικής ιεραρχίας˙ ως εκ τούτου, από το ανώτατο σημείο ύπαρξης, σε μια καταχθόνια συμβολική πορεία από τη ζωή στον θάνατο, ο συγγραφέας συνοδεύει τον Bérenger Ι στην κάθοδο από τη Βασιλεία στην Αχερουσία.
Le roi se meurt! Αυτό το αίσημον ήμαρ ορίζεται και γραμματικά, καθώς ο χρόνος που χρησιμοποιεί ο Ionesco είναι ένας ενεστώτας βαρύς σαν καταπέλτης, ο οποίος περικλείει σε ένα ολοζώντανο χρονικό παρόν τη διαδικασία της πορείας προς τον θάνατο˙ ο βασιλιάς πεθαίνει, απολύει αργά, φρικιαστικά, με αλλόκοτη βαρβαρότητα κάθε παλμό ζωής, κάθε επαφή με την ενθαδικότητα, μέχρι να έρθει ο τελευταίος αναστεναγμός ως σφραγίδα θανάτου.
Le roi se meurt! Ένα Dasein ως sein zum Tode, μια ψυχαναλυτική μελέτη πάνω στο άγνωστο του θανάτου, ένα βασιλικό requiem που συνθέτει ο Ionesco χρησιμοποιώντας έναν λόγο παράλογο κι αλλόκοτο, αυτοματοποιημένο και μηχανικό, αντιμετωπίζοντας με μη ρεαλιστικό τρόπο θέματα ρεαλιστικά και παρόντα από τις απαρχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Συμβολισμοί, εφιαλτικές εικόνες βγαλμένες από την Κόλαση του Dante, φαντασιακές σιωπές και γκροτέσκα τραγικά πρόσωπα περιδινούνται σε ένα μοιρολόι πάνω στην ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Le roi se meurt! Η σκηνοθεσία του Κ. Νταλιάνη αξιοποιεί και αναδεικνύει με ενσυναίσθηση και ευφυΐα την ποιητική του παραλόγου του Ionesco, όπου ζωή και θάνατος επικοινωνούν, με τον θάνατο διήκουσα γραμμή της ζωής σε μια παράσταση που αγκαλιάζει τον κόσμο των συγκοινωνούντων σημασιών, μια παράσταση που είναι Ionesco. Η σκηνοθεσία εικονοποεί μια εξόδιο τελετή, – cérémonie ήταν και ο αρχικός τίτλος του έργου – αγκαλιάζοντας με μοναδικό τρόπο το mélange des genres που πρέσβευε το θέατρο του Ionesco, με σκηνικές στιγμές βαθιά επώδυνες που ακροβατούν αριστοτεχνικά από το εφιαλτικό γκροτέσκο, στην ευγενή θεατρικότητα, τις προκλητικές εντάσεις και τους συμβολισμούς που θυμίζουν άλλοτε music hall και άλλοτε guignol σε εξάρσεις προσωπικής έκστασης γεμάτης κραυγές αγωνίας μιας ολόκληρης ανθρωπότητας.
Ο Βασίλης Γεωργοσόπουλος είναι σώμα και ψυχή ο βασιλιάς που πεθαίνει, σε μια ερμηνεία με αναφορές που θυμίζουν ένα μίγμα των μεθόδων Stanislavsky και Grotowski. Ο βασιλιάς του Β. Γεωργοσόπουλου χρησιμοποιεί ολόκληρο το σώμα, τη φωνή, τις χειρονομίες, την κίνηση και φοράει κατάσαρκα τον μανδύα του Βασιλιά που σε μια αλλόκοτα εκρηκτική στιγμή της παράστασης γίνεται σάβανο. Ο βασιλιάς, με υποκριτική δεξιότητα, ερωτοτροπεί σε 90 λεπτά με όλες τις συναισθηματικές μεταλλαγές ενός ανθρώπου που οδεύει στον θάνατο και παρασύρει τον θεατή σε μια ατέρμονη θανάτοια μέθεξη, όπου ο τελευταίος βιώνει πράγματι την αλλαγή της ταυτότητας του ηθοποιού.
Ο Β. Γεωργοσόπουλος ως βασιλιάς σε μια διάπυρη στιγμή, ίσως την πιο σημαντική στιγμή της αυτοκρατορικής ζωής του, αντιμετωπίζει επιδέξια με ευαισθησία και προσωπική τραγικότητα την προσωρινή του αθανασία και ολισθαίνει στα μονοπάτια μιας προσωπικής αποκαθήλωσης που ματαιώνει το επιθυμητικό του. Η κραυγή του ανακαλεί το ζοφερό ουρλιαχτό του πρώτου ανθρώπου που συνειδητοποίησε τη θνητότητά του˙ η κάθοδος στον Άδη συντελείται με την αιματοβαμμένη επαφή του βασιλιά με τις συναισθηματικές εναλλαγές – έκπληξη, άρνηση, απόρριψη, ματαίωση και τέλος αποδοχή ενός θανάτου διττά μοναχικού. Ο θάνατος εξισώνει τον βασιλιά απέναντι στον θεϊκό νόμο. Ο βασιλιάς, όπως κάθε άνθρωπος, πεθαίνει μόνος και παραμένει μόνος, εγκλωβισμένος στη λήθη, η οποία, είτε επίγεια, είτε υπόγεια συνιστά θάνατο.
Η Εβίτα Παπασπύρου ως Marguerite, η πρώτη σύζυγος του βασιλιά, συνιστά το λογιστικόν της ανθρώπινης υπόστασης, τη φωνή της λογικής που υποτάσσεται, ως έτοιμη από καιρό ως θαρραλέα, στη φύση και αγκαλιάζει άλλοτε με αγάπη, άλλοτε με σύνεση, άλλοτε με μητρική οργή και ειρωνεία τη βαθιά επιθυμία του ανθρώπου να παραμείνει αθάνατος. Η Ε. Παπασπύρου είναι εκείνη που αναγγέλλει τον θάνατο στον βασιλιά και τον συνοδεύει στη θανάτοια λήθη (Tu vas mourir dans une heure et demie, tu vas mourir à la fin du spectacle), ακροβατώντας σαγηνευτικά και επιδέξια μεταξύ πραγματικότητας και μηδενισμού, δρα δυναμικά, με απόλυτη συναισθηματική ενσυναίσθηση του αλληγορικού της ρόλου, με απόλυτο ρυθμό και βάρος στον λόγο της, προσφέροντας μια γοητευτική και ενίοτε αληθινά κυνική πραγματικότητα της ζωής που κυλά, φθείρεται και ανανεώνεται.
Η Αντωνία Πίντζου ως Marie, δεύτερη σύζυγος, εκρηκτική και συναισθηματική, αναλαμβάνει και φέρνει αξιοπρεπώς εις πέρας έναν δύσκολο ρόλο που ανακαλεί εντάσεις και εξάρσεις θυμητικού˙ ωστόσο, όσο κι αν αρνείται τον θάνατο του συζύγου, όσο κι αν προσπαθεί να τον ανακουφίσει, υποτάσσεται στην έλλογη φύση της Marguerite.
Η Αγγελική Λυμπεροπούλου ως υπηρέτρια, νοσοκόμα, οικονόμος του ανακτόρου, συνιστά τη φωνή του λαού, τον συνδετικό κρίκο μεταξύ πραγματικότητας και εξουσίας και πράγματι αντιμετωπίζει τον ρόλο με μεγάλη προσοχή, μελετημένα και με διαύγεια αποφεύγοντας τις κοινοτοπίες.
Ο Γιάννης Πετρίδης ως γιατρός, δρα με επιστημονική κυνικότητα και εκείνη την αίσθηση γκροτέσκου του Ιονέσκο, τονίζοντας τα κρίσιμα σημεία που καταδεικνύουν την πτώση. Ο γιατρός λειτουργεί σαν ένα holter που κάπου, σε έναν θάλαμο νοσοκομείου καταγράφει με νεκρική αδιαφορία, και αίσθηση καθήκοντος, τις τελευταίες στιγμές μιας ζωής που φτεροκοπά απεγνωσμένα να ζήσει.
Ο Αντρέας Βελέντζας, ως φύλακας, ερμηνεύει αξιοπρεπώς έναν ρόλο που καταγράφει την πτώση της βασιλικής εξουσίας˙ είναι ένας ρόλος που παρουσιάζεται με τη δέουσα αίσθηση του γκροτέσκου και ανακουφίζει την ένταση των συναισθημάτων και της τραγικότητας που προκαλείται από τις γεμάτη ένταση σκηνές της παράστασης.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια του θιάσου «Μοντέρνοι Καιροί» είναι πολύχρωμα, εντυπωσιακά και φωτίζουν το σκότος του έργου, ενώ η αλλαγή σε λευκό ανακαλεί εικόνες θανάτου και ταιριάζει απόλυτα με το χρονικό παρόν της στιγμής. Η μουσική επιμέλεια και ο φωτισμός του Κ. Νταλιάνη υπογραμμίζουν τις υπόρρητες σημασίες του έργου, ενώ η μετάφραση του ιδίου και της Ε. Σπυροπούλου συμβάλλουν στη μέθεξη και καθηλώνουν τον θεατή με την εκφραστικότητα κάθε συναισθηματικής πτυχής.
Είμαι ο καθρέπτης όλων σας, κραυγάζει ο Bérenger Ι, υποδηλώνοντας ότι ο θάνατος συνιστά μία οριοθέτηση· εξισώνει τους ανθρώπους έναντι στο θεϊκό νόμο, και ελέγχει την ματαιοδοξία, αποδεικνύοντας στον άνθρωπο, ενίοτε με ράπισμα, την θνητότητά του. Ο φόβος του θανάτου ξυπνά τους εσώτερους φόβους και μπροστά στον φόβο της ζοφερής ανυπαρξίας ο άνθρωπος χάνει το λογικό του, το ήθος του, οι μύθοι γκρεμίζονται, καταρρέουν μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος, que tous meurent pourvu que je vive éternellement même tout seul dans le désert sans frontières.
Είτε ο θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους, είτε ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα, το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, ο μεταθανάτιος φόβος και η αγνωσία του θανάτου βασανίζουν τον άνθρωπο από την στιγμή που αντιλήφθηκε τη θνητότητά του. Ο θάνατος συνιστά τη μοναδική βεβαιότητα της ζωής και είναι εκείνος που την επιβεβαιώνει. Κατά συνέπεια, ο Ionesco μας χαρίζει μια άσκηση θανάτου, όπου με αλληγορικό και ευφάνταστο τρόπο διαφαίνεται η ανθρώπινη αδυναμία και το αναπόδραστο του τέλους.
Η τέχνη δεν δίδει απαντήσεις, καθώς το άρρητο της ζωής και του θανάτου είναι λογικά απρόσιτο. Ωστόσο, η τέχνη συνιστά ένα καταφύγιο ψυχών, που καταπραΰνει και καταλαγιάζει φόβους, φρικιαστικούς εφιάλτες και εκείνη την έντρομη σιωπή της ψυχής που εγκαταλείπει το σώμα για μια ζωή εν τάφω. Ο βασιλιάς πεθαίνει, όπως θα συμβεί σε όλους μόλις σημάνει το τέλος της προσωρινής αθανασίας. Ο βασιλιάς πέθανε˙ παραδομένος και θλιμμένος, τυλιγμένος στο λευκό του σάβανο, λικνίζεται απαλά, πάνω στην βάρκα που τον οδηγεί στο ατέρμονο ζοφερό χάος, και σιγοψιθυρίζει νοσταλγικά, γλυκειά είν’η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
Λία Τσεκούρα, 17122019.