Νόρα ή το Κουκλόσπιτο
Του Henrik Ibsen
Μετάφραση-διασκευή-σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύος
Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής
Θεατρική περίοδος 2015-16
Το Έργο
Το έργο του Ibsen «Νόρα ή το Κουκλόσπιτο» (1879), βασισμένο σε πραγματική ιστορία φίλης του συγγραφέα που κατηγορήθηκε για πλαστογραφία, αποτελεί προπομπό της συζήτησης που απασχόλησε στα τέλη του 19ου αιώνα την ευρωπαϊκή σκέψη και δραματουργία με θέμα τον προσδιορισμό της κοινωνικής υπόστασης της γυναίκας μέσα από τη σεξουαλικότητά της (S. Freud –Μελέτες για την Υστερία/1895, Α. Schnitzler –Ερωτικό Γαϊτανάκι/1897).
Η Νόρα, χαριτωμένη μεσοαστή σύζυγος και μητέρα, χρησιμοποιεί τα θέλγητρά της για να αποσπάσει χάρες και χρήματα από τον άντρα της, Τόρβαλντ Χέλερ. Μεγαλώνοντας με έναν δεσποτικό πατέρα που της φερόταν σαν να ήταν κούκλα-αντικείμενο προσγειώθηκε σε έναν γάμο με έναν εξίσου αυταρχικό σύζυγο, ο οποίος προσδιορίζει τη σχέση τους σχεδόν αιμομικτικά και της αναθέτει τους ρόλους του χαριτωμένου αλλά εξουσιαζόμενου παιδιού, του ωδικού πτηνού (γαλιάντρα), του μικρού ακίνδυνου ζώου ( σκιουράκι ) ενώ κρατάει για τον ίδιο το ρόλο του εξουσιαστή. Μαθημένη από μικρή να αντιδρά μέσα από τις ποιότητες αυτών των ρόλων, η Νόρα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του συζύγου-πατέρα, χορεύοντας, τραγουδώντας και μιλώντας μωρουδίστικα.
Καθώς όμως το έργο εξελίσσεται, αντιλαμβανόμαστε ότι εκτός από αντικείμενο πόθου και διασκέδασης, η ηρωίδα είναι αφυπνισμένη ως δρον υποκείμενο αφού έχει ενεργοποιηθεί από παλιά και έχει κρυφά δανειστεί χρήματα για την υγεία του τραπεζίτη συζύγου της από έναν άσπονδο φίλο του, πλαστογραφώντας μάλιστα την υπογραφή του πρόσφατα εκλιπόντος πατέρα της ως απαραίτητου εγγυητή για το δάνειο. Με την πράξη της αυτή «μπολιάζει» την υλιστική πραγματικότητα της στυγνής οικονομικής συναλλαγής με αλτρουισμό και συναίσθημα.
Η γνώση της ενήλικής της διάστασης συγκαλύπτεται από την ηρωίδα καθ’όλη τη διάρκεια του έργου με απόπειρες παλινδρόμησης σε πιο παιδικές και γι΄αυτό ασφαλείς μορφές συμπεριφοράς, όπως η βουλιμία με τα σοκολατάκια και ο ανεπίδοτος ερωτισμός προς το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου γιατρού που την προσεγγίζει πλατωνικά. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, αντιλαμβανόμαστε το χάσμα ανάμεσα στην εικόνα της αφελούς ‘κούκλας’ και τη συνειδητοποίηση της ενήλικης συναισθηματικά γυναίκας να βαθαίνει όπως και τις απέλπιδες προσπάθειες της Νόρας να κρατήσει αρραγές το πορσελάνινο ‘προσωπείο’ της.
Όταν λίγο πριν το τέλος αποκαλύπτεται η αλήθεια για το δάνειο, την πλαστογραφία και τον εκβιασμό του αντιπάλου στη γυναίκα του, ο Τόρβαλντ ξεσπά με ναρκισσιστικό μίσος εναντίον της για την ενδεχόμενη σπίλωση του ονόματος του στα μάτια τρίτων, παραγνωρίζοντας ότι η πράξη της Νόρας έγινε με κίνητρο να του προσφέρει ένα ταξίδι στο ζεστό Νότο για αποκατάσταση της κλονισμένης του υγείας. Προσβάλλοντας τη δοτικότητα και αφοσίωσή της προς τον ίδιο , την απειλεί ότι θα της στερήσει το δικαίωμα να μεγαλώσει τα τρία παιδιά τους.
Μέσα όμως από ένα γύρισμα της Τύχης – που έρχεται ως ανταπόδοση για το καλό που η Νόρα προσέφερε σε ανύποπτη στιγμή στη φίλη της Κριστίνα- ο εκβιασμός αποσύρεται και ο σύζυγος χαρούμενος και χωρίς να μεταμεληθεί για την άδικη συμπεριφορά του απέναντί της, βιάζεται να ‘μεταμορφώσει’ τη Νόρα ξανά σε ‘κούκλα’ – ερωτικό αντικείμενο.
Η Νόρα συγκλονισμένη από την εγωιστική συμπεριφορά του αδειάζει από συναισθήματα και αδυνατεί να συνεχίσει να υπάρχει ως ναρκισσιστική προέκτασή του. Η ενήλική της διάσταση έχει έρθει ορμητικά στην επιφάνεια αφού το ‘πρόσωπο’ της κούκλας θρυμματίστηκε με μη αντιστρεπτό τρόπο. (Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι στο αστικό δράμα της Νόρας μπορεί κανείς να αφουγκραστεί τον μακρινό απόηχο της τραγωδίας του Ευριπίδη ‘Άλκηστις’, όπου η ομώνυμη ηρωίδα έχοντας δώσει τη ζωή της για να σώσει εκείνη του συζύγου της, επιστρέφει με θεϊκή παρέμβαση απο τον Κόσμο των Νεκρών για να συναντήσει την εγωιστική μικροψυχία εκείνου για τον οποίο θυσιάστηκε.)
Το νεοαναδυθέν, ενήλικο πρόσωπο της Νόρας είναι πλέον αναπόδραστα παρόν: έκπληκτο και αμήχανο προσπαθεί να καθορίσει την πορεία της για τη συνέχεια. Η ηρωίδα αποφασίζει να εγκαταλείψει το θρυμματισμένο κέλυφος του γάμου της που πια δεν τη χωράει.
Το έργο του Ibsen προκάλεσε φοβικές αντιδράσεις στην εποχή του ( στη γερμανική εκδοχή η πρωταγωνίστρια-ηθοποιός απαίτησε και πέτυχε αλλαγή του τέλους με την ηρωίδα να παραμένει στο γάμο της) και αποτέλεσε πρωτοπορία για τη γυναίκα που διεκδικεί τη θέση της στην οικογένεια και στην πατριαρχική κοινωνία. Πέρα από την τότε ανατρεπτική του ματιά, το έργο αποτελεί έως και σήμερα μία αλληγορία για τα ‘ χρυσά κλουβιά’ και τους ασφαλείς ρόλους στους οποίους μπορεί να παραμένουμε εγκλωβισμένοι για μεγάλα διαστήματα ή και ολόκληρη τη ζωή μας.
Επιπλέον, το θέμα της δοτικότητας/αλτρουϊσμού σε αντιδιαστολή με τη ναρκισσιστική αγνωμοσύνη θα μπορούσε να κινητοποιήσει το θεατή του σήμερα στην αναγνώριση παρόμοιων μοτίβων που διέπουν ενδεχομένως τις σχέσεις και τη ζωή του καλώντας τον/την να αλλάξει τη δεδομένη του πραγματικότητα.
Η Παράσταση
Η παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων είναι μία στρωτή και λιτή παράσταση που αποδίδει ευκρινώς την ουσία και τη θεματολογία του έργου (μετάφραση-διασκευή-σκηνοθεσία Γιώργος Σκεύος, βοηθός σκηνοθέτη Σύλβια Λιούλιου). Τα σκηνικά ( Εύα Μανιδάκη), τα κοστούμια (¨Αγγελος Μεντής), η μουσική (Σήμη Τσιλάλη) όπως και οι φωτισμοί (Κατερίνα Μαραγκουδάκη) συνέβαλαν καθοριστικά στην ατμοσφαιρικότητα της παράστασης.
Μέσα από το δεμένο θίασο αναδεικνύονται οι μεγαλύτεροι και μικρότεροι χαρακτήρες: Ο αγχωμένος και πληγωμένος ( που με τη σειρά του θέλει να πληγώσει ) εκβιαστής Κρόγκσταντ του Γιώργου Συμεωνίδη , η αμφίσημη και αινιγματική στις μεταπτώσεις της φίλη, Κριστίνα Λίντε, της Μαρίας Ζορμπά. Ο ετοιμοθάνατος γιατρός Ρανκ του Νικόλα Παπαγιάννη (ως ο πλατωνικός θαυμαστής της Νόρας και τρίτο σκέλος του ιψενικού τριγώνου με το σύζυγό της) υπενθυμίζει διαρκώς με νεύρο και συγκίνηση μέσω του επικείμενο τέλους του (που κληρονομήθηκε ως ασθένεια από τον έκλυτο βίο του πατέρα του -προπομπός του ‘Οσβαλντ των μεταγενέστερων Βρυκολάκων ) την ουσία της ζωής που φωλιάζει στο συναίσθημα, την εγγύτητα,την απόλαυση, πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις που ευαγγελίζεται ο τραπεζίτης Τόρβαλντ Χέλερ. Ο ίδιος ο Τόρβαλντ του Άρη Λεμπεσόπουλου παρουσιάζεται ως μία θεατράλε, πιρουετική φιγούρα και ερμηνεία που μπορεί μόνο εξωτερικά να προσεγγίσει να καταλάβει και εντέλει να πείσει τη φαινομενικά αφελή αλλά συναισθηματικά ευφυή Νόρα.
Τέλος, η Αμαλία Μουτούση αναδεικνύει την μορφή της ομώνυμης ηρωίδας με τις βλεμματικές της εκφράσεις, τον τόνο της φωνής και την κίνησή της και αποδίδει με τρόπο θαυμαστό την μετάβαση της όχι και τόσο αφελούς ηρωίδας στην ενηλικίωση.
Στέκομαι στο μη λεκτικό μέρος της απόδοσης του ρόλου από την κα Μουτούση, στης οποίας το πρόσωπο εναλλάσσονται ως ψυχικά τοπία τόσες πολλές συναισθηματικές αποχρώσεις. Ένα πρόσωπο που μπορεί και αφηγείται πέρα από το κείμενο, συμπυκνωμένες ιστορίες τρυφερότητας, θλίψης, αγάπης, έκπληξης, μετάβασης και τελικά υπέρβασης του προσώπου που ενσαρκώνει.
Στην παράσταση του Γιώργου Σκεύου, ένα έργο και μία ηρωίδα ιστορικής πια αξίας ευτύχησαν να συναντήσουν την ιδανική τους ερμηνεύτρια την οποία αξίζει να αφουγκραστείτε και να ακολουθήσετε στις λεπτές εσωτερικές και εξωτερικές, λεκτικές και κυρίως μη λεκτικές της αναζητήσεις.