Μια παράσταση σοκ στο Studio Κυψέλη!
Κομμάτια και θρύψαλα
Του Γιώργου Σκούρτη.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λιβανός.
Φαντάσου μια νύχτα που να καταπίνει στα έγκατά της μικρές χαρές και ανεκπλήρωτες δεήσεις, εικόνες ενός κόσμου φευγαλέου, σκοτεινού και αλλόκοτου…έλαμπε ένας μικρός όλεθρος, εκεί στην άκρη της μαύρης πόρπης…
Το Κομμάτια και Θρύψαλα αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του Γιώργου Σκούρτη γραμμένο το 1976 με 400 παραστάσεις στο θέατρο Τέχνης, ενώ σύμφωνα με τον συγγραφέα, μόνο ο Γιώργος Αρμένης το παρουσίαζε από ερασιτεχνικό θίασο. Το δεύτερο μέρος ονομάζεται Εφιάλτες, γραμμένο το 1996, ανέβηκε στο ΚΘΒΕ στη Μονή Λαζαριστών και η τριλογία κλείνει με το Σοκ που γράφτηκε το 2016. Λυδία λίθος της τριλογίας το χαρακτηριστικό στοιχείο των σύντομων μονόπρακτων και η θεματική, η οποία αγκαλιάζει σαρκαστικά, ρεαλιστικά και κυνικά τη ματαίωση των προσδοκιών της νεοελληνικής κοινωνίας αλλά και του ανθρώπου σε ατομικό επίπεδο.
Κομμάτια και θρύψαλα! Εντύπωση ενδεικτική ενός συναισθήματος που ανασαλεύει φλογερά και ολέθρια, κατατρώει όνειρα και προσμονές μιας κρυφής ελπίδας που μπορεί και να χάθηκε για πάντα. Μικρές και μεγάλες στιγμές ζωής που μπερδεύονται ηδονικά με την ψευδαίσθηση και την αλήθεια ενός ατέρμονου theatrum mundi.
Κομμάτια και θρύψαλα! Μοιραία πάθη και λάσπες από σκοτεινές ψυχές ανθρώπων περιδινούνται, φτιάχνουν υφάδια πλεγμένα με τραχύτητα, μένος και φόβους× χάραξε η αλήθεια ολέθρια, άσχημη, πεταμένη σε έλη βρωμερά, καταδικασμένη σε μια αιωνιότητα, χωρίς ισημερινούς.
Μόνες έρεαν οι στάλες μιας απώλειας κρυφής, γραπώθηκαν στο πένθος κι έγιναν σήψη και μοναξιά· είδε ο χρόνος την αντάρα και τους χάρισε ζωή, μα ήταν για λίγο, για δύο μόνο ώρες στο λυκόφως μιας χαραγματιάς φωτός, σε μια σκηνή θεάτρου, σπαράγματα ζωής κανονικής, κάτοπτρο του ολέθρου…
Ήταν σπαράγματα που λαχταρούσαν να ζήσουν, να απλωθούν πάνω στη σκηνή και να γινούν βίωμα ψυχής· κι έγιναν, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιώργου Λιβανού καθώς πήρε στα χέρια του τα μικρά χρυσάνθεμα που κρύβονταν φοβισμένα στην οδύνη των λόγων του Σκούρτη.
Η σκηνοθετική οπτική του Γ. Λιβανού εικονοποιεί αριστοτεχνικά, πολύχρωμα και με συναισθηματική ποικιλότητα τα μονόπρακτα, αξιοποιώντας τα σημειακά συστήματα του φωτισμού, της σκηνογραφίας, των κουστουμιών, της μουσικής και φυσικά της υποκριτικής του θιάσου Θεατρίνων Θεατές· έτσι, κανένα νόημα δε μένει αφώτιστο, κανένα τραύμα δε μένει κρυφό, κάθε λυγμός σφαδάζει πάνω στη σκηνή, ανοιχτός, τρομακτικός, καταπίνοντας το σήμερα και το αύριο σε ένα ποτέ.
Η σκηνική συγκεκριμενοποίηση διαυγάζει κάθε συναισθηματική πτυχή των χαρακτήρων με τη δέουσα ωμότητα, σκληρότητα αλλά και ενσυναίσθηση, αφήνοντας μια χαραγματιά χαμόγελου που ξορκίζει τη φρίκη· με ιδιαίτερο και λεπτό χειρισμό ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει έναν κόσμο γεμάτο αδιέξοδα, ματαιώσεις και τραγωδίες σε μια ασθμαίνουσα, εκτυφλωτική διάσταση, προκαλώντας μέθεξη του κοινού και επικοινωνία σημασιών.
Η σκηνοθεσία εστιάζει στη θεματική του έργου, αγκαλιάζοντας τη μοναξιά, τη σκληρότητα, την απόγνωση και τη σήψη που κυκλοφορούν ανελέητα και ματώνουν κάθε ανθρώπινο ον, ανεξαρτήτως κοινωνικού υπόβαθρου και μορφωτικού επιπέδου. Όλοι είναι ίσοι απέναντι στη σήψη, την ευτυχία, τον θάνατο…
Η αιρετική και σφοδρά σκληρή γραφή του Σκούρτη εικονοποιείται με ξεχωριστό τρόπο, αποκτά σκηνική υλικότητα ακουμπώντας πάνω σε γκροτέσκα και εξπρεσιονιστικά στοιχεία με έντονους χρωματισμούς, όπως το κόκκινο και το μαύρο. Παράλληλα, η γραφή και τα νοήματα έχουν έρθει σε απόλυτη ταύτιση με το σύγχρονο γίγνεσθαι κατόπιν της δημιουργικής διασκευής του Γιάννη Σολδάτου.
Ο θίασος ensemble -από τους ελάχιστους ensemble θιάσους της Αθήνας- του Γ. Λιβανού διαθέτει τους δικούς του κώδικες, με τα μέλη να εναρμονίζονται τέλεια κι ολοκληρωτικά, εξωτερικεύοντας με αμεσότητα κάθε πτυχή ρόλων απαιτητικών αλλά και χαρακτηριστικών. Ο σκηνοθέτης, πρωτοπορώντας και παράλληλα σεβόμενος το κείμενο όπως πολύ καλά γνωρίζει, συνεργάζεται δημιουργικά με τον θίασό του, δημιουργώντας ένα συνεκτικό όλον με κοινό σκοπό, ρόλους που εναλλάσσονται με αποτέλεσμα η εκφορά του λόγου να συνομιλεί με την ψυχική διάσταση του χαρακτήρα αλλά και το ύφος του έργου, ενώ οι ρυθμοί και η σκηνική ταυτότητα της παράστασης περιπλέκονται, τονίζοντας το νόημα και τις σημασίες του κειμένου.
Τα παραγλωσσικά στοιχεία της ηχηρότητας, των σιωπών αλλά και των παύσεων ολοκληρώνουν αδρά, στοχευμένα και αληθινά το σημασιολογικό και παραστασιακό τους σκοπό, ενώ η σκηνοθεσία δίνει έμφαση στην κίνηση, τις χειρονομίες και τη γλώσσα του σώματος προσεγγίζοντας κάθε σκηνή με μια εκλεπτυσμένη και προσεγμένη υπερβολή. Παράλληλα, ο Γ. Λιβανός, έμπειρος στις τεχνικές μη γραμμικής αφήγησης, διαμορφώνει θαυμαστά τις κατακερματισμένες και επεισοδιακές αφηγήσεις όπως τα μονόπρακτα του Σκούρτη, κεντώντας μια ιστορία που ενώνει την αύρα των μονόπρακτων.
Η ταύτιση ηθοποιού και ρόλου είναι εμφανής, καθώς ο κάθε ηθοποιός έχει επεξεργαστεί με συνέπεια κι επαγγελματισμό τα «θέλω» της κάθε σκηνής, της κάθε στιγμής· έτσι αναδεικνύεται μια ερμηνευτική δεξιότητα που χαράσσει τη δική της υπαρξιακή ένταση κι οντότητα σε έναν κόσμο κυνικό και παράλληλα τραγικά μόνο και ενίοτε κενό. Έτσι, η σκηνοθεσία μέσω της υποκριτικής και των σημειακών συστημάτων επενδύει την παράσταση με στοιχεία ωμότητας, βίας, ζόφου, σοβαρότητας αλλά και κωμικότητας -ενίοτε γκροτέσκας- που τονίζει τη διπολική διάσταση της ίδιας της ζωής, την ηδονική συνύπαρξη τραγικού και κωμικού.
Ο έμπειρος θίασος δημιουργεί μια ατμόσφαιρα οικειότητας και deja vu, γεγονός που εντείνεται και από την έλλειψη αυλαίας, κουδουνιών και ορίου μεταξύ σκηνής και πλατείας αλλά και από την εγγύτητα που προκαλεί ένας πολυπρόσωπος θίασος σε μια σκηνή περιορισμένης χωρητικότητας. Ο Γ. Λιβανός κατορθώνει σε κάθε παράσταση να γκρεμίζει τον τέταρτο τοίχο, δημιουργώντας ζωντανές σκηνικές εντυπώσεις ισορροπώντας θαυμάσια έναν μεγάλο θίασο στη σκηνή του Studio Κυψέλη.
Από τον θίασο ξεχωρίζουν, εκτός του Γ. Λιβανού, ο έμπειρος ρολίστας Μάνος Χατζηγεωργίου που αναδεικνύει κάθε συναισθηματική διάσταση των ρόλων του, ο δυναμικός Γιάννης Τσιώμου με την πολυμερή και έξοχη ερμηνεία, ενώ η Σόνια Κωτίδου και η Μαρία Δρακοπούλου ερμηνεύουν με ευαισθησία, σαρκασμό και underground τόνους τα δικά τους διλήμματα× εντυπωσιάζει η Ζωή Τριανταφυλλίδη με τη σκηνική άνεση, τη γεμάτη φωνή και την εκφραστικότητα, ενώ επάξια τίμησαν την παράσταση και τη σκηνοθετική καθοδήγηση οι Πέπη Οικονομοπούλου, Μάνος Τσιβιλής, Γιώργος Καρατζάς και Γιάννος Τριανταφύλλου.
Η πρωτότυπη μουσική του Σάκη Τσαλίκη εναρμονίζει λόγο, κίνηση και συναίσθημα σε ένα καταιγιστικό όλον, ο φωτισμός προβάλλει προκλητικά και αναίσχυντα τα νοήματα, ενώ τα σκηνικά/κοστούμια της Δέσποινας Βολίδη γεφυρώνουν την ποιότητα του χαρακτήρα με το εκάστοτε συναίσθημα και την εκάστοτε εντύπωση που επιθυμεί ο σκηνοθέτης. Η κινησιολογία του Σίμωνα Πατρόκλου εκμαιεύει κυριολεκτικά και συμβολικά κάθε πτυχή ψυχολογικής διάστασης των ηρώων.
Τα σκηνικά αντικείμενα, είτε σπαρμένα στον χώρο, είτε ανά χείρας δημιουργούν την ατμόσφαιρα ενός παλιού βελούδου αλλά και μιας αλλόκοτης απειλής που γοητεύει. Η εξαιρετική Νίκη Γκουντούμη, τέλος, με τη μουσική της ερμηνεία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κύριας δράσης καθώς χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση του έργου, ενώ πολλές φορές, ως ένα σαγηνευτικό οξύμωρο σχήμα, η νοσταλγία της μουσικής έρχεται σε αντίθεση με τη βιαιότητα της ψυχικής κατάστασης ή της σκηνής.
Πώς μας σαγήνεψε εκείνη η μέρα που την είδαμε αληθινή και διάφανη, κανείς μας δεν είδε τον κομμένο καθρέπτη που χάραξε με το κεντρί του τη σκιά της πλάνης μας…κομμάτια και θρύψαλα αστραποβόλησαν στο φως μιας ψευδαίσθησης που τη νομίσαμε ζωή…
Λία Τσεκούρα,
Πεντέλη 13 Ιουλίου 2024.