“Μαρία Πολυδούρη” της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού, σε σκηνοθεσία Γιάννη Νικολαΐδη. Θέατρο «Αλκμήνη».

Γιάννης Νικολαίδης, Φωτεινή Φιλοσόφου, Νίκος Γιαννακάς. Φωτο: Αθηνά Λεκκάκου.

 

Γιάννης Νικολαίδης, Φωτεινή Φιλοσόφου, Νίκος Γιαννακάς. Φωτο: Αθηνά Λεκκάκου.
Γιάννης Νικολαίδης, Φωτεινή Φιλοσόφου, Νίκος Γιάννακας. Φωτο: Αθηνά Λεκκάκου.

 

«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες, στα περασμένα χρόνια». Η ζωή ερωτεύεται τον θάνατο, συνομιλεί μαζί του ηδονικά και μεταμορφώνεται σε μια διάπυρη, απελπισμένη εικονοποίηση ενός αιματοβαμμένου έρωτα· εκείνου του αιματοβαμμένου έρωτα που διαλύει την ύπαρξη για να την αναστήσει στο απέραντο επέκεινα του ποιητικού σύμπαντος.

 

Δέος! Δε υπάρχει άλλη λέξη για να περιγράψω την προσμονή, ή μάλλον, εκείνο το βαθύ αίσθημα προσδοκίας, που ελκύει τον νου σε ερωτικές περιπτύξεις· αυτή ήταν η αίσθηση που με συνεπήρε όταν έσβησαν τα φώτα του secret room του θεάτρου «Αλκμήνη» μια γεναριάτικη Πέμπτη (31-01-2019) κι ένιωσα εκείνη την ανάσα της Πολυδούρη και του Καρυωτάκη, πριν αρθρώσουν την πρώτη, μαγική λέξη που ξεκινά τον μίτο της προσωπικής δαιδαλώδους καταβύθισης.

Σκοτάδι! Σκοτάδι, απόλυτη κατανυκτική σιωπή κι ένα «ρίγος στην ψυχή», που ανασαλεύει βαθιές επιθυμίες, μνήμες, προσδοκίες, όνειρα και μια φευγαλέα αίσθηση θανάτου. Αν αυτή η αίσθηση ήταν μουσική θα κρυβόταν ηδονικά στο πάθος της 1ης σουΐτας για cello του Bach· λυτρωτική, ερωτική, λιτά συγκλονιστική, απέριττα ορμητική αλλά συναρπαστικά αληθινή. Ένα μέλος που, χωρίς παύση, ερωτοτροπεί  με ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό, το οποίο ζωντανεύει διστακτικά αναζητώντας μια ολοκλήρωση.

Και εγένετο φως! Ένας αφηγητής, μια γυναίκα, ένας άνδρας, δύο ιστορίες που αγκαλιάζονται σε έναν μάγο έρωτα, χωρίς αύριο· μια γυναίκα σύμβολο μιας πρώιμης χειραφέτησης κι ένας άνδρας «δον Κιχώτης» που «εκρέμασε σημαία του την Ιδέα». Δύο πλάσματα που αναζητούν μάταια να κατανοήσουν τις προσωπικές τους επιθυμίες και εγκλωβίζονται σε μια αλλόκοτη προσωπική αλήθεια που στροβιλίζεται με μένος γύρω από την αλλόκοτη προσωπική αλήθεια του άλλου, του αγαπημένου. Μια απελπισμένη, αδήριτη ανάγκη για αγάπη και ζωή καρφώνει το ψέμα στην ελπίδα, λειτουργεί ως βάλσαμο  και χαρίζει στον κάθε χαρακτήρα ένα νόημα για να επιβιώσει βουλιάζοντας στο σκότος μιας ψεύτικης αλήθειας∙ η έξοδος στο φως θα σημάνει τον θάνατο.

Η Μαρία Πολυδούρη  της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού γκρεμίζει της συμβάσεις, ασφυκτιά δεμένη σε ανούσια δεσμά, προτάσσει τη φωνή της, την ίδια τη ζωή της σε μία αιματηρή πάλη να κρατήσει ζωντανό το όραμα της προσωπικής ελευθερίας. Η ποιήτρια Πολυδούρη, διαγράφεται με τρυφερότητα, καθώς το έργο είναι διάσπαρτο με θραύσματα της ζωής και της ποιητικής της δημιουργίας μέσα από προσωπικές αφηγήσεις και αναδρομές στο παρελθόν.

Η ζωή και το έργο της απλώνονται σαγηνευτικά, «σαν τρίλιες που σβήνουν», πάνω στη σκηνή μέσα από αισθαντικούς, ορμητικούς μονολόγους που μεταγγίζουν το αίσθημα της ποιήτριας και την ίδια στιγμή καταργούν τον χρόνο, τον νικούν, παρασύροντας τον θεατή σε μια δραματική μέθεξη· μια μέθεξη που υπόρρητα ενώνει ενσυναισθητικά τον θεατή με την Πολυδούρη και τον Καρυωτάκη, μέσα από μυστικοπαθείς σιωπές και άχρονες ονειρικές αφηγήσεις μιας δραματικής αλήθειας.

Η σκηνοθεσία του έμπειρου Γιάννη Νικολαΐδη εκφράζει κάθε άρρητα στοιχείο που δομεί την παράσταση και της χαρίζει ενσυναισθητικό υπόβαθρο. Μέσα από τον ρόλο του αφηγητή, η ευφυής σκηνοθεσία του Γ. Νικολαΐδη διαχειρίζεται με ευφυή τρόπο την αφήγηση και τους μονολόγους, αξιοποιώντας αριστοτεχνικά, με δραματική διαύγεια και απεικονιστική σαφήνεια κάθε σκηνή, κάθε αφηγηματική ένταση.

Η αγαπημένη Φωτεινή Φιλοσόφου, τρυφερή κι ευαίσθητη ταυτίζεται με την ποιητική αχλή της Πολυδούρη και γεμίζει με νόημα και συναίσθημα κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε τριγμό χαράς, ευγένειας, πένθους, οδύνης, μνήμης. Σαγηνεύει με το βλέμμα της και αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις μας, καθώς δημιουργεί μια δική της, εντελώς δική της, ποιητική, ακροβατώντας αριστοτεχνικά πάνω σε μια αντάρα συναισθημάτων, ρόλων, τόπων, εποχών. Μια παρουσία εύθραυστη και ταυτόχρονα επιβλητική,  ερωτική και συντηρητική, που αγγίζει με απαράμιλλη αλήθεια την οδύνη της Πολυδούρη, μιας προσωπικότητας που δεν ξεχωρίζει την δημιουργία από την ύπαρξη.

Στον ρόλο του Κώστα Καρυωτάκη ο Νίκος  Γιάννακας, επιβάλλεται στη σκηνή με την ευγένεια και το ήθος του. Πληθωρικός, αισθαντικός, εκφράζει με απαράμιλλο ρυθμό και κομψότητα την ιδιαίτερη υποκριτική του δεξιότητα. Εσωστρεφής και αυστηρός, παθιασμένος και ματαιωμένος, απρόσιτος και ερωτικός κατακτά τη σκηνή και μεταδίδει εκείνη την ονειρική έξαψη του καταραμένου ποιητή που καταργεί με αυτοκαταστροφικό μένος την ίδια του την ύπαρξη, την ίδια στιγμή που γράφει το ποίημα του «Ώχρα Σπειροχαίτη» ξορκίζοντας τον ιό που του στερούσε την ίδια τη ζωή.

Η σκηνοθεσία αξιοποιεί με ιδιαίτερο τρόπο τη φωνή του Κώστα Ουράνη, του Άγγελου Τερζάκη, του Άγγελου Σικελιανού αλλά και της Μητέρας της Μ. Πολυδούρη που καλεί τη Μαρία και το κοινό σε έναν μνημονικό χορό. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν τη μέθεξη του κοινού, εντείνουν την ποιητικότητα της παράστασης, ενώ αναμοχλεύουν την τραγικότητα της στιγμής και την αληθινή ποίηση της ζωής.

Παράλληλα, η μουσική επένδυση του Στέφανου Νικολαΐδη ενισχύει την ποιητικότητα της παράστασης και υπερτονίζει κάθε στιγμή της σκηνικής δράσης. Τα λιτά σκηνικά της Όλγας Σχοινά αιχμαλωτίζουν την ουσία, καθώς η πολυθρόνα που φιλοξενεί την Πολυδούρη συνιστά αφ΄ενός, εστία του μονολόγου της Μαρίας και της προσωπικής της εξομολόγησης, ενώ το τραπέζι με τις δύο καρέκλες γίνεται ο ερωτικός βωμός πάνω στον οποίο θυσιάζεται ένα πάθος αιώνιο και ολέθριο.

Παράλληλα τα κοστούμια της ιδίας, μινιμαλιστικά, κομψά και διακριτικά προβάλλουν την ευγενικά, νοσταλγικά ενδεχομένως, παθιασμένη θηλυκότητα της Πολυδούρη και την στιβαρή, σοβαρή παρουσία του αστού Καρυωτάκη. Τα χρώματα παίζουν με τι λευκό, το υπόλευκο, το μαύρο και το γκρίζο, που παραπέμπουν στην αγνότητα, τον θάνατο και «τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα» αφήνοντας να αναδυθούν συνειρμοί της επερχόμενης Πρέβεζας. Παράλληλα, οι φωτισμοί του Στέφανου Κεραμιδά σκίζουν το μελαγχολικό σκότος που στροβιλίζεται στην ατμόσφαιρα και υπερτονίζουν κάθε συναισθηματική έξαρση, ή εσωστρέφεια.

Η παράσταση πράγματι αιχμαλωτίζει τη μελαγχολική ιστορία του ζεύγους στη διάπυρή στιγμή της προσωπικής του ιστορίας και του προσωπικού του τέλους. Το τέλος αφήνει πίσω του ένα οδυνηρό ουρλιαχτό μιας ύπαρξης που δεν κατόρθωσε να απολαύσει τη μέθη της ζωής. Επιθυμίες ανεκπλήρωτες, προσδοκίες ακρωτηριασμένες, ζωές ματωμένες περιδινούνται σε ένα σύμπαν που προοιωνίζει τον θάνατο, ως μοναδικό διέξοδο ενός βίου αβίωτου.

Η εικονοποίηση της ερωτικής έντασης ανασαλεύει σαν μια κραυγή που ασφυκτιά κλεισμένη μέσα σε αδιαπέραστα αλλά αόρατα τείχη, τα οποία χτίζει αργά και βασανιστικά η ίδια μας η ύπαρξη· μια ύπαρξη που καταπίνει επιθυμίες και στέκεται δίβουλη μεταξύ διάνοιας και συναισθήματος, τα οποία παντρεύει μέσα της και έτσι επιβιώνει.

Αυτή η μυστικιστική μορφή επιβίωσης, ζωής, ανάσας που αγκαλιάζει ερωτικά τη διάνοια με το συναίσθημα, τη σάρκα με την ψυχή συνιστά την αγαπημένη αίσθηση που φτεροκοπά μέσα μας, κάθε φορά που κατορθώνουμε να συνταιριάσουμε ερωτικά το πνεύμα με την ψυχή. Η ζωή μας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά σπαράγματα ευτυχίας που χορεύουν γύρω μας όταν το τέλος της ύπαρξης πλησιάζει και μας πλημμυρίζουν ευτυχία, ευγνωμοσύνη αλλά και μήνη για την επερχόμενη τελευτή. Κάπου εκεί, μέσα στην αχλή του σκότους αντηχούν στίχοι αγαπημένοι, «ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας
σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει».