Λυρική: «Φάουστ» του Γκουνώ – Ελληνικό έργο στο ρεπερτόριο

Λυρική: «Φάουστ» τοῦ Γκουνώ. Ἑλληνικὸ ἔργο στὸ ρεπερτόριο.

 ΕΙΔΗΣΗ ΑΚΡΩΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ: πληροφορούμεθα ὅτι σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, ὁ νέος καλλιτεχνικὸς διευθυντὴς τῆς Λυρικῆς, κ. Μύρων Μιχαηλίδης μείωσε αἰσθητὰ τὸ οἰκονομικὸ ἔλλειμμα τοῦ πολύτιμου καὶ μονάκριβου ἱδρύματος !  Ἂς γινόταν τέτοιο θαῦμα καὶ στὸ ἐθνικὸ χρέος τῶν 365 δὶς € ποὺ αὐξάνεται ἰλιγγιωδῶς ἀνὰ δευτερόλεπτο: πληκτρο-λογώντας στὸ Google «Ἕλληνες φορολογούμενοι», θὰ δεῖτε τὶ ἐννοῶ, ἂν βέβαια δὲν πάθετε ἀποπληξία. Ὁλόψυχα πάντως εὐχόμαστε στὴν ΕΛΣ καὶ κέρδη, ἀφοῦ τὸ πέτυχε δίχως νὰ χαμηλώσει τὸν ποιοτικὸ πήχυ!

Τὸ μέχρι στιγμῆς θρίαμβο τῆς χρονιᾶς σημείωσε ἡ ἐθνική μας ὄπερα μὲ τὴ νέα διδασκαλία τοῦ 5πρακτου «Φάουστ» (1859, ὁριστική μορφή: παρισινὴ Ὄπερα, 3.3.1869) τοῦ ΣΑΡΛ ΓΚΟΥΝΩ (Charles Gou-nod, 1818-1893) Περίλαμπρος ἀστερισμὸς φωνῶν παγκόσμιας ἐμβέ-λειας ἡ διανομή, εὐαίσθητα «διαχρονικὴ» σκηνο-θεσία μὲ βαθύτατα τεκμηριωμένη ἄποψη ποὺ ἐλαχιστοποίησε τὴν ἀντι-σκηνικότητα (τοὐλάχιστον στὶς τρεῖς πρῶτες πράξεις) τοῦ ἔργου,  ἄψογη μουσικὴ διεύθυνση τοῦ συνόλου, ὑπὸ τὸ Μύρωνα Μιχαηλίδη, ἀνελέητο στρίπ-τήζ τῶν μουσικῶν…ἀδυναμιῶν τοῦ ἔργου, συνοψίζουν τὶς ἐντυπώ–σεις μας. Ἀναλυτικότερα:

Εἶχα χρόνια ν᾽ ἀκούσω τὸ ἔργο στὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν κατὰ Σαίξ-πηρ «Ρωμαῖο καὶ Ἰουλιέττα» (1867) καὶ τὴν ἰλιγγιωδῶν βοκαλισμῶν ἄρια γιὰ κολορατούρα τῆς ὄπερας «Μιρέϊγ» (1864) ὀφείλει τὴν ὑστεροφημία του συνθέτης πολυγραφότατος: δικαίως τὸ ἀπέφευγα. Οἱ λιμπρετίστες Jules Barbier καὶ Michel Carré ἀσέλγησαν παρὰ φύσιν στὸ Γκαῖτε, προσφέροντας ἀντὶ τοῦ θείου κειμένου του, φλύαρες μπουρδολο-γίες. Μουσική; Γενικά, ἀντισκηνικότατη, ἰδίως στίς τρεῖς πρῶτες πρά-ξεις. Ὁπωσδήποτε ἐνδιαφέρουσα εἰσαγωγή, ξεκινᾶ χρωματικὰ (=«Κακό», Σατανᾶς;) καὶ καταλήγει διατονικά (=«Καλό», Θεός!). Τὶ ἁπλοϊκότητα! Κατάχρηση βάλς, σχεδὸν ἐλαφρὰ ἀντισκηνικὴ μουσικὴ σὲ θέμα σοβαρότατο, χωρὶς ἀντιθέσεις δυναμικῆς (β΄ πράξη). Πρελούντιο σὲ «πιτσικάτι», ἀνούσια ἡ ἄρια τοῦ Ζήμπελ, ἐνδιαφέρουσα μουσικὰ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἔρωτα στὸ Φάουστ, γαλλικότατο τὸ τραγοῦδι τοῦ βασιληᾶ τῆς Θούλης, ὅλα τελικῶς καταλήγουν σὲ μακρηγορίες τονικὰ καὶ ἁρμονικὰ ἀδιάφορες, ἀποδεικνύοντας καὶ ἀνικανότητα τοῦ συνθέτου νὰ ἀξιοποιήσει δραματικὰ τὶς μετατροπίες (γ΄ πράξη). Θεατρικότερη κάπως ἡ δ΄ πράξη (ἄρια Μεφιστοφελῆ «Κατερίνα, λατρευτή μου», τὸ πασί-γνωστο δοξαστικό ἀλλὰ καὶ μακρηγορίες Βαλεντίνου). Τὸ ἐναρκτήριο ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο μακρηγορεῖ, ὅσο καὶ ἡ ἀξημέρωτη χορευτικὴ Βαλπούργεια νύχτα: εὐπρεπέστατο τὸ μπαλλέτο ὅπου ὅμως μετεῖχε χορευτὴς μὲ μπούτια…ἐλέφαντος. Γενικά ἀδιάφορη ἐνορχήστρωση, μὲ μόνα σόλι κλαρινέτου καὶ ἅρπας―ποτὲ φλάουτου ἢ ὄμποε. Παρὰ τὸ ἀνεπίληπτο ὅλων τῶν παραμέτρων διδασκαλίας, ἡ μουσική, συχνὰ θύμιζοντας ἀσκήσεις προχωρημένου «σολφέζ» μᾶς ἐξάντλησε ψυχικά.

Ὅμως μ᾽ αὐτὸ τὸ ὑλικό, θαυματούργησαν ἅπαντες: πρῶτος ὁ σκηνοθέτης Ρενάτο Τζανέλλα, νέος διευθυντὴς μπαλλέτου τῆς Λυρικῆς, ποὺ πάνω στὰ ἐμπνευσμένα σκηνικὰ (βλ. κατωτέρω) τοῦ Ἀλεσσάντρο Κάμερα, πέτυχε ἁρμονικότατες ὀπτικὰ (χορογράφος γάρ!) καὶ θεατρι-κότατες  κινήσεις συνόλου καὶ πρωταγωνιστῶν. Σκηνικά: μόνιμο φόντο δύο εὐφυῶς ἐναλλασόμενοι τοῖχοι-μαυροπίνακες ἄδειας πανεπιστημιακῆς τάξεως, γεμάτοι ἐξισώσεις, καλλιγραφημένα χειρόγραφα, παρτιτοῦρες  παληᾶς μουσικῆς. Στὸν ἕνα κυριαρχοῦσε τὸ ἀνατομικὸ σχέδιο τοῦ Ντὰ Βίντσι στὸ ἰταλικὸ κέρμα 1 €. Πολυέλαιος μὲ βαθυγάλαζο φόντο (β΄ πράξη). Ὁ μαυροπίνακας, ἐντυπωσιακὰ διάστικτος μὲ ἀστερόμορφα φωτάκια (γ΄ πράξη). Πελώριος σταυρός, πορφυρόχροη Βαλπούργια νύχτα (δ΄ πράξη). Ὡραιότατα κοστούμια (Κάρλο Ρικόττι) γυναικεῖα μὲν διαχρονικά, ἀνδρικὰ (στρατιῶτες, ἀξιωματικοί) δὲ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Μεφιστοφελῆς καρηκομόων ὡς Ἰνδιάνος φύλαρχος μὲ μαῦρο ποδῆρες πανωφόρι. Στὴ δραματικότατην ὀπτικὴ πανδαισία συνέβαλαν ἀποφασιστικὰ οἱ φωτισμοί (Βινίτσιο Κέλι).

Ἔχοντας ἀποδόσει τὰ προσήκοντα ἐγκώμια στὸν Μύρωνα Μιχαηλίδη, τὰ ἐπεκτείνουμε καὶ στὸ Νίκο Βασιλείου γιὰ μιὰν ἀπὸ τὶς εὐγενέστερες καὶ μουσικότερες ἐπιδόσεις τῆς χορῳδίας ἀπὸ καταβολῆς Λυρικῆς. Φωνὲς σαρκωμένες, λαμπερὲς,  ἀξεχώριστες ἀπὸ βαθύτατα βιωμένες ὑποκριτικὲς ἐπιδόσεις ἀνεπανάληπτες: ἀπὸ τὶς ὑπεροχότερες φωνὲς τενόρου ποὺ ἔχουμε ἀκούσει ποτὲ ὁ Ἔρικ Κάτλερ (Φάουστ) καὶ ἐφάμιλλή του ἡ Μαργαρίτα (Ἀλεξία Βουλγαρίδου) σὲ μιὰ φωνὴ θαυμαστὴ σὲ ὅλη τὴ μεγάλη της ἔκταση ποὺ περιλαμβάνει νότες χαμηλότατες. Προσωπικότητες φωνητικὲς συμπλασμένες μὲ τὸ σύνολο οἱ Δημήτρης Κασιούμης (Βάγκνερ), Εἰρήνη Καράγιαννη (ἀλησμόνητος Ζήμπελ) καὶ Ἰνὲς Ζήκου (Μάρθα). Φωνητικὰ καὶ ὑποκριτικὰ ὅμως ἐμπειρίες ζωῆς στάθηκαν ὁ Γεωργιανὸς Παάτα Μπουρσουλάτζε. Μᾶς σφράγισε, πρὶν δεκαετίες, ὁ Μπόρις του, στὰ «’Ολύμπια», ποὺ ἀπογείωνε μὲ 38º πυρε-τό:  θὰ μποροῦσε νὰ διδάξει τὸ Μεφιστοφελῆ στὸν ἐξωτερικότατο Νίκο Μοσχονᾶ ποὺ πρόλαβα νεότατος στὸ Ἡρώδειο. Κυρίως ὅμως ὁ Ἕλληνας Δημήτρης Πλατανιᾶς, καύχημα καὶ σέμνωμα τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ λυρικοῦ θεάτρου (συγκλονιστικός άπὸ κάθε ἄποψη Βαλεντίνος): καὶ ἐδῶ συνάντηση δύο περίλαμπρων ἀστέρων παγκόσμιας ἀκτινοβολίας.

*        *        *

ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΙ διαπιστώσαμε ὅτι εἰσακούστηκε ἡ εὐχὴ-κατακλείδα τῆς κριτικῆς μας (βλ. «Ἐξπρές» 28.5.2011) γιὰ τὴ θελκτικότατη παιδικὴν ὄπερα τὸ «Μαγικὸ Βιολὶ» τοῦ συνθέτου, μουσικολόγου καὶ τρομπετίστα τῆς ΕΛΣ ΝΙΚΟΥ ΞΑΝΘΟΥΛΗ (γ. 1962), σὲ λιμπρέτο Μαριβίτας Γραμματικάκη, σκηνοθεσία Λένας Γεωργιάδου, σκηνικά-κοστούμια Χρυσάνθης Ψαροπούλου, καὶ φωτισμοὺς Γιάννη Παντελιᾶ:    «Νὰ περάσει (…) στὸ ρεπερτόριο τῆς ΕΛΣ!» Ξανανεβάστηκε μὲ δύο μόνον ἀλλαγὲς διανομῆς―οἱ Δ. Κασιούμης (βασιληᾶς) καὶ Γιάννης Φίλιας (βιολιστὴς Ἀμίρ) προδήλως ἔχουν ἄλλες ὑποχρεώσεις― καὶ σκηνοθετικὲς μικροτροποποιήσεις. Ἔτσι ὑποδύθηκαν τὸ βασιληᾶ ὁ Ἀλέξανδρος Σταυρακάκης, (σκανδιναυϊκότατη ἐμφάνιση!) καὶ τὸν Ἀμίρ ὁ Νίκος Στεφάνου. Εὖγε γιὰ τὶς συμπαρασύρουσες ἐπιδόσεις τους. Ξαναχα-ρήκαμε τὴν ἀκαταμάχητη σκηνικότητα μουσικῆς καὶ λιμπρέτου, ἀπογει-ωμένων ἀπὸ τοὺς αὐτοὺς συντελεστές ποὺ μᾶς ξαναμετέδοσαν στὸ ἀκέραιο τὴ δίκαιη ἀγάπη τους γιὰ τὸ ἔργο. («Ὀλύμπια» 14.1.2012).

 

Ἐφ. Ἐξπρές, ἔτος 50ό, ἀρ. φύλλου 14.600,

Σάββατο, 28 Ἰανουαρίου 2012, σελ. 37.

――――――――――――

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση