«Λίγο ακόμα»
Κείμενο-σκηνοθεσία: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Θέατρο: Μικρό Άνεσις
Ο βασιλιάς έμεινε μόνος, χωρίς σκήπτρο, χωρίς στέμμα, βαδίζει, γυμνός πια, πάνω στη χαραγματιά ενός χρόνου ατελεύτητου. Φως και ζόφος μπλέκονται σαγηνευτικά στο ίδιο υφάδι, εκείνο της προϋπάντησης του τέλους.
Λίγο ακόμα! Λαχτάρα και φόβος ψαύουν το θρόισμα των λέξεων, λίγο ακόμα…Λίγο ακόμα…μια παιδιάστικη προσμονή πετιέται στον άνεμο, ανασαίνει λίγο ακόμα, κοντανασαίνει λίγο ακόμα…πριν δεχτεί το χάδι της ανυπαρξίας.
Λίγο ακόμα! Κι ήταν το βράδυ ανάερο, γεμάτο μνήμες πολύχρωμες, θλίψεις ανομολόγητες κι έρωτες ανέγγιχτους, που μύριζαν τα χέρια τους βαθιές θάλασσες κι ανεπαίσθητους θανάτους. Κι εκεί μπροστά στη γη της προσμονής, ρέει ένα ποτάμι, σαν ατραπός που άνθρωπος δεν την ορίζει, καθώς το νερό χορεύει μέσα από τα δάκτυλα και χάνεται, σύνορο του έρεβους, μικρός, πικρός Αχέροντας.
Λίγο ακόμα, ένα θεατρικό έργο της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, η συνθήκη του οποίου είναι βασισμένη στο Κύκνειο Άσμα του Anton Checkov, θεατρική μεταφορά του διηγήματος Ο Κάλχας, του ιδίου, γραμμένου το 1887. Κεντρικό θέμα του τσεχοφικού έργου αποτελεί ένας αλλόκοτος, και συνάμα βαθιά αληθινός, διάλογος μεταξύ ενός καταξιωμένου ηθοποιού και του υποβολέα του∙ μια σπονδή στην προσωπική επαφή του ηθοποιού κατ΄αρχάς με τον εσώτερο εαυτό, τις μνήμες, τα πεπραγμένα, τον δρόμο τον ηδονικά περπατημένο, τον δρόμο τον σαγηνευτικά λυτρωτικό.
Η Κ. Νικολαΐδη αναλαμβάνει τη σκυτάλη από τον Chekhov και δημιουργεί ένα έργο που φωτίζει αριστοτεχνικά και εμπνευσμένα τον μοναχικό, τραγικό χορό του ανθρώπου γύρω από τη μοίρα του∙ ένας ηθοποιός στη δύση της ζωής και της καριέρας του εγκλωβίζεται ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο θέατρο μετά την παράσταση του Βασιλιά Ληρ και ενώ τρομοκρατείται, θεωρώντας ότι είναι μόνος και ξεχασμένος, συναντά – μέσα από το πουθενά – έναν θεατή που είχε επίσης εγκλωβιστεί στην πλατεία. Το γεγονός της τυχαίας (;) συνάντησης οδηγεί τον ηθοποιό να περπατήσει ξανά το μονοπάτι της ζωής και της καριέρας του μέσα από τη συναναστροφή του με τον νεαρό άνδρα.
Το έργο της Κ. Νικολαΐδη αναμοχλεύει και ψηλαφίζει ανελέητα τα σπαράγματα ζωής ενός ανθρώπου, μέσω συνεχών, ευφυώς σκηνοθετημένων, συμβολισμών και θεατρικών αναφορών∙ από τον Βασιλιά Ληρ, τον ηγεμόνα που αρνείται να παραδώσει την εξουσία του, έως τον Godot που πλησιάζει ολοένα κάπου χωρίς να φτάνει ποτέ στον προορισμό του, τον Βροχοποιό με το χάρισμα να φέρνει βροχή στην ξεραΐλα και τον Προμηθέα που μαγεύτηκε από την άτη κι αφέθηκε να παρασυρθεί από του νου του το ξεστράτισμα, ο ήρωας της Κ. Νικολαΐδη γίνεται πάσχον πρόσωπο.
Η σκηνοθετική ματιά τοποθετεί διάσπαρτες αναφορές/υπενθυμίσεις θανάτου καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου, κυρίως μέσω του λόγου του κεντρικού ήρωα (Πέθανα! Θεέ μου! Αυτό ήταν; Κι αυτό θα είναι;) και οδηγεί τον ηθοποιό στην καταβύθιση στο προσωπικό του είναι∙ κατ΄επέκταση ο κεντρικός ήρωας αφουγκράζεται αδύναμες φωνές και ολέθριες κραυγές που περιδινούνται μέσα του, περιπλέκονται οδυνηρά σαν παλιά αμαρτήματα, απαιτώντας μια κάθαρση. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά, αγκαλιάζει τους θεατές η μοιραία μέθεξις, καθώς δημιουργείται ένας υπόρρητος δεσμός που θραύει τα όρια σκηνής και πλατείας, ενώ ο Αχέροντας, ευφυές σκηνοθετικό εύρημα, κελαρύζει άγρια, σαν υπενθύμιση της λήθης.
Ο Χρήστος Βαλαβανίδης ως κεντρικός ήρωας κάνει δικό του έναν ρόλο που δικαιωματικά του ανήκει και καταδεικνύει – άλλη μια φορά – τη βαριά υποκριτική του δεξιότητα, σοβαρότητα και συνέπεια∙ βιώνει τη διάπυρη στιγμή του και ακροβατεί αριστοτεχνικά από την απόγνωση στη θλίψη και την αλλοφροσύνη, στον γκροτέσκο αυτοσαρκασμό και τον παιδιάστικο, αλλόκοτο φόβο, την τρυφερότητα, τον νόστο και την ελπίδα, ενώ ιχνηλατεί με πάθος και πένθος μικρές ματαιώσεις που κρέμονται στα κρόσσια της ζωής του.
Ο Χ. Βαλαβανίδης μέσα στο ζοφερό τοπίο του εγκλωβισμού ερωτοτροπεί με την άτη του Βασιλιά Ληρ και την ύβρη του Προμηθέα Δεσμώτη, βιώνει, αρχικά με φρίκη και προσωπική συντριβή το πέρασμα από την αγνωσία στη γνώση, αποδεχόμενος κατόπιν με ηθικό μεγαλείο την απαντοχή του τέλους, το αίσιμον ήμαρ, πού άλλου, πάνω στο σανίδι.
Ο Χρήστος Σωνάκης ως θεατής, στέκεται επάξια και με επαγγελματική συνέπεια και ενσυναίσθηση δίπλα στον Χ. Βαλαβανίδη∙ αναλαμβάνει έναν ρόλο που λειτουργεί άλλοτε εμπρηστικά, άλλοτε κατευναστικά προσδίδοντας ένα τραγικωμικό στοιχείο για να απαλύνει τις συγκρουσιακές εντάσεις.
Ο Χ. Σωνάκης συνιστά τον καθρέπτη που οδηγεί τον ηθοποιό στη λύτρωση του απολογισμού και ταυτόχρονα λειτουργεί πολυεπίπεδα, ως alter ego, ως οπτασία του κεντρικού ήρωα σε νεαρή ηλικία, ως εξισορροπιστής, ως κριτικός και κριτής και – τέλος – ως το αερικό του θανάτου που συνοδεύει λυτρωτικά τον κεντρικό ήρωα σε χώρο αναψυχής – Εκεί…θα μπορώ…να παίζω; Να παίζουμε; – Όσο λαχταράμε.
Το κείμενο της Κ. Νικολαΐδη όπως και οι στίχοι και η μουσική του τραγουδιού της παράστασης δίνουν τον απαιτούμενο παλμό, μεταφέροντας τα μηνύματα και τις συναισθηματικές εντάσεις με αμεσότητα και αλήθεια. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μαρίας Φιλίππου χαρακτηρίζουν την ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων και δένουν με το νοηματικό περιβάλλον, η πρωτότυπη μουσική/Sound design του Γιάννη Οικονόμου και η κινησιολογία της Χριστίνας Φωτεινάκη εντείνουν το ατμοσφαιρικό υπόβαθρο, ενώ ο σχεδιασμός φωτισμών του Αργύρη Θέου αναδεικνύουν την απόκοσμη ατμόσφαιρα.
Κι έστεκε η νύχτα ανάερη και μόνη, όταν εκείνος φίλησε το κουστούμι για να το απιθώσει με αγάπη και ευγνωμοσύνη πάνω στον χρυσοποίκιλτο θρόνο, τον θρόνο που έπρεπε τώρα να αποχαιρετίσει. Κι ήταν το φως γλυκό, μοσχοβολούσε γιασεμί ο ήλιος, ο ήλιος ο αμάραντος της νεότητας, που μαρμάρωσε πάνω στον βράχο. Κι ήταν ο ποταμός βαθύς, βαρύς κι ο ίσκιος που στοίχειωσε την αμεριμνησία της ύπαρξης, την ώρα εκείνη τη μεγάλη, που ο βασιλιάς βασίλεψε στα πέρατα του μόρου.
Λία Τσεκούρα,
Πεντέλη, 04-01-2023