Λέων Τολστόι – Η Δύναμη του Σκότους
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη-Γιώργος Χατζηνικολάου
Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας
Κριτική: Ηλίας Βλάχος
Το Έργο
Γραμμένο το 1886 από τον Τολστόι, η Δύναμη του Σκότους αποτελεί ένα αγροτικό δράμα σε πέντε πράξεις, το οποίο σταδιακά λαμβάνει την μορφή της τραγωδίας καθώς πραγματεύεται την άνοδο, ύβρι και πτώση του κεντρικού ήρωα. Πέρα από τις τεχνικές δυσκολίες στο ανέβασμά του ( η σκηνογραφία απεικονίζει λεπτομερώς τη ρωσική ύπαιθρο –γεγονός που αργότερα ώθησε τον Στανισλάφσκυ να το επικρίνει για την εξαφάνιση του νοήματος και των χαρακτήρων κάτω από τον εξωτερικό ρεαλισμό και τα πολλά αντικείμενα), η παρουσίαση του έργου απαγορεύτηκε από τη ρωσική κυβέρνηση έως το 1902, λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και ανέχειας των αγροτικών στρωμάτων που παρουσιάζει.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, είναι ο αγρότης Νικήτας, ο οποίος αποπλανεί κι εγκαταλείπει μια νεαρή ορφανή , την Μαρίνα. Στη συνέχεια παντρεύεται τη νεαρή χήρα του αφεντικού του Aνίσα, η οποία προηγουμένως έχει δολοφονήσει με την καθοδήγηση της μητέρας του, το σύζυγό της. Ζώντας μία έκλυτη ζωή με τα χρήματα του νεκρού, καθιστά έγκυο την προγονή του και κάτω από την επιρροή της συζύγου του σκοτώνει το νεογέννητο παιδί του. Την ημέρα του γάμου της προγονής του, ομολογεί το έγκλημα και παραδίνεται στην αστυνομία.
Σε δοκίμιά του για την Τέχνη, ο Τολστόι αναφέρει ότι «.. το Δράμα για να δικαιώσει τη σημασία που του αποδίδεται, οφείλει να διαφωτίσει τη θρησκευτική συνείδηση του κοινού… η Τέχνη οφείλει να βρει μία νέα Μορφή που να ανταποκρίνεται σε μία ανανεωμένη κατανόηση του Χριστιανισμού».
H Δύναμη του Σκότους ή του Κακού κατακλύζει σταδιακά τον Νικήτα και παίρνει την μορφή κοντινών του γυναικών όπως η γυναίκα του Ανίσα και η μητέρα του Ματριόνα που τον οδηγούν στην κορύφωση του εγκλήματος της βρεφοκτονίας (προϊδεασμός –ίσως- για τον Σωσμένο του ‘Εντουαρντ Μποντ που θα γραφεί αρκετές δεκαετίες αργότερα). Στο τέλος, ο ήρωας λυτρώνεται, αίροντας ως άλλος Χριστός τις αμαρτίες των γύρω του, εξομολογούμενος τα ανομήματά του και παραδίνεται στη Δικαιοσύνη για την τιμωρία του.
Μελετητές όπως ο P. Nolan (1965) αναγνώρισαν στο έργο –πέρα από τη θρησκευτική του θεματική- έναν πολυπρισματικό χαρακτήρα, όπου κάθε πράξη αντιστοιχεί σε άλλο είδος δραματουργίας: έτσι στην αρχή η πρώτη πράξη έχει το χαρακτήρα κωμωδίας, σκιαγραφώντας το ερωτικό πάθος του νεαρού μουζίκου με τη χαριτωμένη γυναίκα του μεσήλικου αφεντικού του κάτω από την καθοδήγηση της μητέρας του πρώτου, η δεύτερη πράξη αποπνέει ρεαλισμό με την κατάστρωση της δηλητηρίασης του συζύγου και την εναγώνια προσπάθεια υφαρπαγής των χρημάτων του, η τρίτη πράξη μετά τη δολοφονία και το δεύτερο γάμο είναι καθαρά νατουραλιστική με τις σκηνές βίας και συζυγικής κακοποίησης της Ανίσας από τον Νικήτα ( θυμηθήκαμε το Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε του Πιραντέλλο), ενώ η τέταρτη πράξη έχει στοιχεία γκροτέσκου καθώς καταλήγει στη βρεφοκτονία. Η πέμπτη πράξη, όπως προαναφέρθηκε, κλείνει το έργο με το θρησκευτικό στοιχείο της εξομολόγησης, εξιλέωσης και τιμωρίας.
Η Παράσταση
Η παράσταση της Ομάδας Νάμα σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη και του Γιώργου Χατζηνικολάου κατορθώνει με μαεστρία να αποδώσει τη διαστρωμάτωση της Δύναμης του Σκότους καθώς εκείνη βυθίζεται στον κεντρομόλο πυρήνα του. Η ίδια η Ελένη Σκότη έχει δώσει ανεξίτηλα δείγματα γραφής στο νατουραλιστικό θέατρο και στο θέατρο της Βίας –Suburbia, Αγαπητή Ελένα, Rodweiler , Κίεβο- για να σταχυολογήσω μόνο μερικές της παραστάσεις- αναμετρώμενη με τη Σκιά στην ανθρώπινη φύση, η οποία έχει την τεκτονική δύναμη να καταστρέψει αλλά και να δημιουργήσει.
Σε ένα ηφαιστειακό σκηνικό από μαύρους ‘φθαρμένους’ βράχους από φελιζόλ (σκηνικά Γ.Χατζηνικολάου), οι ηθοποιοί ξεπηδούν πολύχρωμοι, ως εάν να αναδύονται πάνω σε καμμένη γη. Το σκηνικό λειτουργεί υπόκωφα, μία διαρκής απειλητική υπόκρουση, ακόμα και στην πρώτη κωμική πράξη του έργου, και μετασχηματίζεται ανά στιγμές σε χωριό, εσωτερικό σπιτιού, στάβλο, τάφο, υπόγειο. Σε μία δε κυκλική του εκδοχή θύμισε το προϊστορικό μαντείο του Stonehedge στην Αγγλία, έμμεση ίσως αναφορά στον υπερβατικό χαρακτήρα του έργου.
Η πρωτότυπη μουσική (Β. Γρηγοριάδου , Γ.Παπαγεωργίου ) παραπαπέμπει στη ρωσική ύπαιθρο και προκαλεί μέθεξη σε στιγμές που η κίνηση των ηθοποιών εναρμονίζεται διονυσιακά και απελευθερωμένα με τα μοτίβα της, ενώ ανά στιγμές η ίδια η παρουσία των ηθοποιών που την ερμηνεύουν, αποκτά μια μπρεχτική διάσταση αποστασιοποίησης και σχολιασμού των τεκταινόμενων.
Οι ηθοποιοί, κάτω από την καθοδήγηση των σκηνοθετών, υπηρέτησαν πειστικά την προβληματική του Τολστόι, ενώ κατάφεραν να αποδώσουν την πολυσημία και αντιφατικότητα των προσώπων που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο παράδοξο και καθιστούν ένα θεατρικό έργο, μεγάλο. Ξεχώρισε το πρωταγωνιστικό τρίγωνο με την Πέγκυ Τρικαλιώτη στο ρόλο της οιστρήλατης και άπιστης Ανίσας, που “έσερνε” την εκφορά του λόγου της, καθιστώντάς τον δύσληπτο στην αρχή αλλά πολύ δραματικό στη συνέχεια, τον Γιώργο Παπαγεωργίου ως δονζουανικό Νικήτα -που παρά το πρόσχαρο του παρουσιαστικού του- κατάφερε να πείσει ως κακοποιητικός σύζυγος και στη συνέχεια ψυχικά κλονισμένος, παιδοκτόνος πατέρα, ενώ η Αγορίτσα Οικονόμου ως μητέρα του Νικήτα, Ματριόνα, συνδύασε μοναδικά το εξωτερικό κωμικό στοιχείο της υστερόβουλης προξενήτρας με το υπόγειο ρεύμα του ενορχηστρωτή του Κακού.
Στον επίλογο του έργου, ο Νικήτας, μετέωρος μπρος στην άβυσσο των ενοχών του από την μία και στο θόλο του εξαγνισμού του από την άλλη, επικαλείται μέσα από τα λόγια του Τολστόι την ενοποιητική δύναμη της Μνήμης και μας κάνει να ριγήσουμε, αφήνοντας το θέατρο : ‘Σκέφτηκα τότε πως μπορεί να ήταν όνειρο. Προσπάθησα να ξυπνήσω αλλά μάταια. Αναρωτήθηκα τι μπορώ να κάνω. Θυμήθηκα τότε ότι υπάρχει ο ανοιχτός χώρος του ουρανού και κοίταξα ψηλά. Η απεραντοσύνη αυτή έκανε δια μιας το φόβο μου να διαλυθεί. Ήμουν πια χαρούμενος… και ήσυχος. Σαν κάποιος να μου είπε: «Βλέπεις που θυμάσαι!». Και ξύπνησα.’