“Η Τρελή του Σαγιό” του Jean Giraudoux, σε διασκευή-σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια

 

 

«Η ΤΡΕΛΗ ΤΟΥ ΣΑΓΙΟ»

του Jean Giraudoux

Διασκευή – Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας

Θέατρο Παλλάς

 

Il suffit d’une femme de sens pour que la folie du monde sur elle se casse les dents! Αυτό είπε μια μέρα η Aurélie, ή αλλιώς η «Τρελή του Σαγιό» κι ο κόσμος ξαφνικά έγινε ένας κήπος θαυμάτων, πλημμυρισμένος τριανταφυλλιές κι αρώματα μεθυστικά, μεγάλος σαν την καρδιά της. Κι ήρθε το καλό κι έγινε αλήθεια, ήρθε το όνειρο κι έγινε φως, στεφάνια ελπίδας στόλισαν τα αστέρια.

 

Ο Jean Giraudoux (1882-1944) έγραψε το δράμα La Folle de Chaillot, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το έργο παρουσιάστηκε στο Théâtre de l’Athénée στις 22 Δεκεμβρίου 1945, μετά τον θάνατο του συγγραφέα τον Ιανουάριο του 1944. Η Τρελή του Σαγιό, όπως αποδόθηκε στην Ελληνική γλώσσα αυτό το δράμα σε δύο πράξεις, θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή και θαυμαστά δράματα του παγκόσμιου θεάτρου.

Ιστορικά, η γειτονιά του Chaillot κατέστη προάστιο των Παρισίων βάσει βασιλικού διατάγματος του 1659, ενώ σύμφωνα με τον θρύλο, οι κάτοικοι του νεογέννητου αυτού «πρωτευουσιάνικου» προαστίου ονομάστηκαν «Παριζιάνοι» χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο! Οι  βέροι Παριζιάνοι παρακολουθούσαν με περιφρόνηση τους νέους τους συμπολίτες, τους οποίους θεωρούσαν «αγαθούς χωριάτες» με χοντροκομμένους τρόπους. Έτσι η φράση «είναι από το Σαγιό» έγινε σημείο αναφοράς για τον «επαρχιώτη», ενώ άλλες φράσεις που κυκλοφορούσαν ήταν, μεταξύ άλλων, «οι χαζοί του Σαγιό» που κατέληξε στη γνωστή φράση «η τρελή του Σαγιό». Κατ΄επέκταση η έκφραση σηματοδοτεί την ανωτερότητα του αστού σε σχέση με τον επαρχιώτη.

Η έκφραση «τρελή του Σαγιό» μαρτυρείται αρχικά το 1787, όταν το προάστιο χωρίστηκε στα δύο με το τείχος “Mur des Fermiers Généraux” και το Σαγιό ενσωματώθηκε πλέον στην πρωτεύουσα.  Πολλοί συγγραφείς προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την έκφραση με άλλες σημασίες, αλλά η σημασία της είχε πλέον παγιωθεί. Η αλήθεια είναι ότι σταδιακά η έκφραση ξεχάστηκε για να αναγεννηθεί χάρη στον Giraudoux, καθώς έγινε τίτλος του ύστατου έργου του, La Folle de Chaillot – μεγάλη επιτυχία για ένα τόσο μικρό κι άσημο χωριουδάκι!

Το έργο του Giraudoux χαρακτηρίζεται από ποικιλότητα, πνευματώδη ευφυΐα και φαντασία, στοιχειοθετώντας την εικόνα μιας γοητευτικής σοφίας. Το έργο του, εν γένει, αναμιγνύει θεατρικά είδη και προσεγγίσεις, ακροβατώντας αριστοτεχνικά από την τραγωδία στην κωμωδία, από την αρχαιότητα στη σύγχρονη εποχή.

Η Τρελή του Σαγιό εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, καθώς διαθέτει έναν τύπο φαντασίας εντελώς δικό της, ξεχωριστό, χυμώδη, ιδιότυπο και μοναδικό∙ είναι μια φαντασία που συνδυάζει το παράδοξο, την αλληγορία, το βαθυστόχαστο, το γκροτέσκο, το απίστευτο, την παρωδία, μια παραφροσύνη χαμογελαστή και καλοσυνάτη, χωρίς οργή, χωρίς μένος, που αγκαλιάζει τρυφερά την ανθρώπινη μοίρα.

Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή}
Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή}

Η Τρελή του Σαγιό! Η μεγάλη καρδιά της εκκεντρικής κοντέσας Aurélie – με τα παρδαλά πούπουλα και τα αλλόκοτα καπέλα – συνιστά per se έναν κόσμο χαράς κι ελπίδας, που μετουσιώνεται σε τρόπο ζωής∙ η  Aurélie – και οι τρελές φίλες της – υπάρχουν και ζουν σε ένα μεταίχμιο, έναν δικό τους κόσμο όπου το πραγματικό ερωτοτροπεί με το φανταστικό.

Αυτός ο κόσμος του Giraudoux καθιστά το αλλόκοτο, το φαντασιακό, ρυθμιστή, πανδαμάτωρα ήρωα του καλού, που παλεύει με το κακό – μια πάλη αρχέγονη και διαχρονική∙ το δράμα αποπνέει μια μακάρια σοφία – sagesse heureuse – που αναμοχλεύει αξίες ενός ουμανισμού ποιητικού και χαρούμενου με αναφορές στον Montaigne, όπου μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη σοφίας είναι η συνεχώς καλή διάθεση.

Η σκηνοθετική οπτική του Πέτρου Ζούλια αντιλαμβάνεται ευρέως τη συγκεκριμένη διάσταση του έργου και επιλέγει μια πολύχρωμη, ζωηρή κι ευφάνταστη εικονοποίηση∙ η σκηνοθεσία ιχνηλατεί τις αναφορές του συγγραφέα, τονίζοντας με αριστοτεχνικό τρόπο την επιλογή του Giraudoux να παραμένει ανθρώπινος μέσα σε έναν χαώδη συρφετό ζοφερών καταστάσεων.

Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί θεατρικές τεχνικές που προβάλλουν με γλαφυρότητα τη σκηνική δράση∙ στοιχεία της Commedia dell’arte, απόηχοι βωβού κινηματογράφου, αναφορές στο σωματικό θέατρο, έντονη και ποικιλόμορφη κινησιολογία συνιστούν τις τεχνικές που εξυπηρετούν τους φρενήρεις ρυθμούς και την γρήγορη ροή της πλοκής με χαρακτηριστικά στοιχεία υποκριτικής που αποδίδουν εύστοχα την ανατομία κάθε ρόλου.

Ο σκηνοθέτης συνεργάζεται με τον συγγραφέα, αναδεικνύοντας με ευρηματικότητα, φαντασία και καλαισθησία έναν κόσμο πλούσιο σε εικόνες, ύφη, χαρακτήρες, απόψεις και αξίες – έναν κόσμο όπου συνυπάρχει το καλό με το κακό∙ αναπαριστά με ευαισθησία και ποιητικότητα μια πραγματικότητα που διέπεται από χρωματιστή ποικιλία, αστείρευτο πλούτο χαράς και ζωντάνιας, χιούμορ και ποίηση. Ως εκ τούτου, δομείται μια καθημερινότητα, όπου η μακάρια σοφία, η ποίηση και η ευχάριστη διάθεση καθίστανται αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης ζωής, στοιχείο που αναδεικνύει και τον οπτιμισμό του Giraudoux.

Ωστόσο, λανθάνει κι ένα ζοφερό στοιχείο, η έννοια του κακού, που μολύνει την καθημερινότητα και αντικατοπτρίζεται στην απληστία και την κατάχρηση της δύναμης του χρήματος. Αυτή η ανεπαίσθητη σκληρότητα που διέπει το έργο του Giraudoux αναδεικνύεται και φωτίζεται μέσω της σκηνοθετικής οπτικής, καθώς ο Π. Ζούλιας, διαχειρίζεται χωρίς συστολές και παρεκβάσεις την αναλγησία, την αγριότητα και την βαρβαρότητα∙ ο όλεθρος αναδύεται και ενυπάρχει παράλληλα με το καλό, καθώς εικονοποιείται άμεσα και διεισδυτικά.

Αυτός ο όλεθρος, στα χέρια της Aurélie γίνεται βάραθρο που καταπίνει το κακό! Το κακό εξαφανίστηκε ως δια μαγείας – κυριολεκτικά – και η απόλαυση του πολύχρωμου θεάματος αναδεικνύει το ουσιώδες, τη νίκη του καλού, συντείνοντας σε μια μέθεξη που ένωσε σκηνή και πλατεία στο ίδιο ιδανικό.

Ο πολυμελής θίασος στήριξε άξια και σε απόλυτο συντονισμό μια παράσταση περίπλοκη με συνεχείς αλλαγές και ανατροπές∙ οι ηθοποιοί επικοινωνούσαν μεταξύ τους και η ροή ήταν άμεση και διαυγής, αφήνοντας το κοινό άναυδο με τον πλούτο των χρωμάτων, των ήχων και των διαλόγων. Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδη, ως Τρελή του Σαγιό, κάνει δικό της έναν ρόλο που φαίνεται πως υπήρχε ήδη μέσα της έτοιμος κι εκείνη – απλά – τον ξεδίπλωσε αριστοτεχνικά στη σκηνή του «Παλλάς». Η πληθωρική της παρουσία γέμισε τη σκηνή με χρώματα, πούπουλα, χαμόγελα, αγάπη, μπρίο, ευφυΐα, καλοσύνη αλλά και…μαγεία που προκύπτει, ως φαίνεται, με απίστευτη ευκολία∙  μέσω θαυμαστών τεχνασμάτων – και με αδιατάρακτη συνείδηση (!) – η Aurélie παίρνει τον νόμο στα χέρια της και δίνει τη λύση! Η Ε. Κωνσταντινίδη ιχνηλατεί με ευαισθησία, εμπειρία και δυναμικότητα τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, αγκαλιάζοντας με πάθος κάθε χαρακτηριολογική πτυχή του ρόλου.

Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή)
Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή)

Ο Νίκος Μουτσινάς ως  «παλιατζής» ερμηνεύει έναν ενεργό και καθοριστικό ρόλο με συνέπεια και νεύρο, ειδικότερα στην υπόγεια β΄πράξη που του δίνει την ευκαιρία να αναδείξει τη δυναμικότητά του. Η Αθηνά Οικονομάκου ως Ίρμα, η «καλοσυνάτη πόρνη», στήριξε με συνέπεια έναν ρόλο που ανέδυε τρυφερότητα και καλοσύνη. Οι πρωταγωνιστές  Γιάννης Σιαμσιάρης, Κώστας Καζάκας, Χριστίνα Τσάφου, Στέλλα Γκίκα, Στάθης Μαντζώρος, Γεωργία Καλλέργη, Πρόδρομος Τοσουνίδης, Ευθύμης Γεωργόπουλος, Μάκης Πατέλης, Βασίλης Λέμπερος, Φανή Γεωργακοπούλου, Χριστίνα Πετρολέκα, Γιώργος Τσουρουνάκης, Μιχάλης Φιλίππου  ερμήνευσαν με συνέπεια και καθένας με τη δική του ξεχωριστή υποκριτική δεξιότητα τους αντίστοιχους ρόλους πάνω σε μια σκηνή που ανέδυε αρώματα ενός αγαπημένου και οικείου θεατρικού παρελθόντος.

Η διασκευή του Πέτρου Ζούλια απέδωσε τον λυρισμό και το ιλαρό ύφος του δράματος και του κειμένου που βρίθει παραδόξων, αλληγοριών και μεταφορών, τηρώντας την ευφυΐα του συγγραφέα  και την καταστροφικότητα που αγκαλιάζει στοιχεία του παραλόγου – θα τολμούσε να πει κανείς!

Τα σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου ομόρφυναν την παράσταση, αγγίζοντας με διακριτικότητα το γκροτέσκο, τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη απέδιδαν με κομψή και ανεπαίσθητη υπερβολή τον χαρακτήρα του κάθε ρόλου, η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα εντυπωσίασε παντρεύοντας ήχους και συναισθήματα, οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα τόνισαν τις εντάσεις και τις νοηματικές αναφορές της κάθε σκηνής, ενώ η κίνηση της Κικής Μπάσκα πλημμύρισε τη σκηνή από την αύρα του κάθε ρόλου.

Κι ήταν η μέρα μας χλωμή, καθώς ο ήλιος έγερνε, χανόταν πίσω από τις σκέψεις μας∙ κι ήταν ζοφερές οι ώρες που ψηλαφούσαν τη θλίψη, το πένθος και τα πάθη μας. Γύρω σκοτάδι, στην άκρη του καιρού, εκεί, πίσω από τις χαραγματιές της μνήμης∙ κι έλεγες τόσο κακό, πώς γίνεται να υπάρχει τόσο κακό, τόσο αβάσταχτο κακό; Κι έτρεμες μήπως μας πάρει μαζί του. Κι όταν ο ήλιος ανέτειλε, είδαμε πολύχρωμα ποδήλατα, μεταξωτές κορδέλες, άνθη και μοσχοβολιές και μια μικρή ελπίδα στο βάθος του χρόνου χαμογελούσε…όσο κι αν επιστρέφει το κακό, πάντα θα υπάρχει το καλό, δεμένο στο άρμα του ήλιου.

Λία Τσεκούρα.

Πεντέλη, 21-01-2023.