Η τέχνη φωτίζει τα σκοτάδια του πολέμου στη σκηνή του θεάτρου «Τζένη Καρέζη» – «Ο Αμπιγιέρ» του Ronald Harwood – Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης

Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Μάνος Γεωργίου)
Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Μάνος Γεωργίου)

Ήταν τόσο κόκκινη εκείνη η στάλα του κρασιού που έπεσε πάνω στο χείλι…τη γεύτηκες σαν απρόσμενη γαλήνη, τη χάιδεψες σαν εκείνο το μισοτελειωμένο κέντημα της μαμάς με τις ορτανσίες. Πόλεμος, καταιγίδες και όνειρα ξεριζωμένα στο γκρίζο της βροχής…κι εσύ…ίσα που κάθισες στον θρόνο σου να ξαποστάσεις μετά τον μεγάλο μονόλογο, να…για λίγο είπες…εκείνο το λίγο που έγινε αιωνιότητα…

 

The Dresser! Αυτοαναφορικό το έργο του Ronald Harwood που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο West End του Λονδίνου τον Μάρτιο του 1980∙ ο συγγραφέας εμπνεύστηκε τη δημιουργία του έργου από τη σχέση που είχε ο ίδιος ως dresser του Άγγλου σαιξπηρικού ηθοποιού Sir Donald Wolfit, με το κείμενο να έχει αναφορές στη βιογραφία Sir Donald Wolfit CBE: His life and work in the Unfashionable Theatre.

Ο Αμπιγιέρ! Αυτοαναφορικό το έργο όσον αφορά και τη σύλληψη, καθώς ιχνηλατεί με ευαισθησία τον κόσμο του θεάτρου, ως θέατρο μέσα στο θέατρο∙ το κείμενο πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, το εκάστοτε παρασκήνιο, τις πολλαπλές πραγματικότητες, τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες της υλοποίησης μιας παράστασης.

Ως εκ τούτου ο Harwood ξετυλίγει με ευαισθησία και ρεαλισμό εκείνα τα σπαράγματα αλήθειας που ενυπάρχουν στην «παράσταση», της οποίας η μοίρα είναι να γεννιέται και να πεθαίνει κάθε βράδυ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο περιοδεύων στην αγγλική επαρχία θίασος καλείται να παρουσιάσει – για πολλοστή φορά – το σαιξπηρικό δράμα King Lear.

Η πλοκή κινείται γύρω από τη μακρόχρονη και ιδιότυπη σχέση ενός πάλαι ποτέ διάσημου, σαιξπηρικού ηθοποιού, του Sir John με τον πιστό του αμπιγιέρ, τον Norman, δρομολογώντας μια σταδιακή και ευρεία ανάλυση χαρακτήρων και καταστάσεων∙ η δράση των δύο προσώπων ακροβατεί σε έναν ιστό αράχνης, όπου περιπλέκονται οι ψυχολογικές παραφυάδες της σχεσιακής αλληλεξάρτησης των δύο προσώπων.

Ο Sir John, εγκλωβισμένος στο λαμπερό παρελθόν του, συνειδητοποιεί με συντριβή τη φθορά του σε ψυχολογικό και βιολογικό επίπεδο∙ ασυνείδητα (;) σαγηνεύεται αλλά και ταυτίζεται με τον ίσκιο του τραγικού King Lear, την πορεία του οποίου ενσαρκώνει τόσο στη σκηνή και στη ζωή. Οι αναφορές του Harwood στον σαιξπηρικό βασιλέα και το σμίλευμα του συγκεκριμένου ρόλου είναι εμφανείς, καθώς ο Sir John βυθίζεται στην υπαρξιακή αγωνία, βιώνει την πάλη με την ανθρώπινη μοίρα, την απώλεια της εξουσίας, τη φθορά, την έπαρση της κυριαρχίας, το γήρας, τον θάνατο – ακόμη και την παράνοια!

Στο πλάι του Sir John βρίσκεται ο Norman, ως άλλος Earl of Kent, πιστός και αφοσιωμένος στον ανήμπορο βασιλέα, προσπαθεί να τον προστατεύσει από εξωγενείς παράγοντες αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του∙ ο Νorman, διορατικός και ικανός, εκούσια απωθεί από τη σκέψη του το προφανές, τη φθορά και τον θάνατο, δημιουργώντας μια παραμορφωτική εικόνα της αλήθειας – την ουσία της οποίας μοιραία βιώνει, ωστόσο, στη κορύφωση της τελευταίας σκηνής.

Ως εκ τούτου, βασικό στοιχείο του δράματος συνιστά ένα παιχνίδι συμβολοποιήσεων, καθώς ο Norman, ως αμπιγιέρ επενδύει τη ζοφερή πραγματικότητα του Sir John –  πόλεμος, φθορά, ψέμα, λήθη, παράνοια, ανασφάλεια, θάνατος – με μια δική του περίπου αλήθεια∙ αυτή η οιονεί αλήθεια διαθέτει μια – ευάλωτη – σφοδρότητα που καταπραΰνει και καταλαγιάζει το νοσηρό παρόν, ανακουφίζει τον κύριο πρωταγωνιστή της δικής του ζωής, τον Sir John, τον οποίο ενθαρρύνει να δρα, να επιβιώνει, να υπάρχει για να μπορεί να υπάρχει, μέσω αυτού, και ο ίδιος ο Norman.

O Norman λατρεύει το θέατρο, καθώς βλέπει, οραματίζεται και νιώθει βαθιά στην ψευδαίσθηση της σκηνής πολλές δικές του αλήθειες∙ το θέατρο για τον Norman είναι μια ζωή μέσα στη ζωή, μια παράλληλη αλήθεια που ενυπάρχει στην καθημερινή πραγματικότητα και κυριαρχεί άλλοτε με σφοδρότητα, άλλοτε με νήδυμη λαχτάρα κι αμαρτία.

Ο Norman ζει και υπάρχει μέσω της ζωής των άλλων, των θαυμαστών και ταυτόχρονα τραγικών βασιλέων αλλά και των φθαρμένων, παροπλισμένων ηρώων που αναζητούν φως ύπαρξης∙  ο αμπιγιερ του Sir John λατρεύει να ζει τις ζωές των άλλων, χαϊδεύει το πορφυρό βελούδο της αυλαίας αφήνοντας το πάθος να φωτίσει με ηδονή τον δικό του αβίωτο βίο, που αναπνέει αλκοόλ, μοναξιά και πένθος.

Ως εκ τούτου, σε κάθε παράσταση ανασαλεύουν σπαράγματα της δικής του αλήθειας, άλλοτε σα σύντομες ασπρόμαυρες ζωές, άλλοτε σαν πολύχρωμα άνθη που ξέφυγαν από έναν χρόνο δήμιο. Ο Norman ξεσπάει σε άηχες κραυγές απόγνωσης κάθε φορά που κινδυνεύει η υλοποίηση μιας παράστασης, καθώς καταστρατηγείται άμεσα η δική του ύπαρξη∙ ως εκ τούτου προσπαθεί να απομακρύνει κάθε κακό, κάθε μορφή θανάτου, παλεύει να κρατήσει ζωντανούς τους μύθους του, σκηνοθετεί τις ζωές των άλλων, κινώντας νήματα και παρεμβαίνοντας καταλυτικά και ανελέητα στις πραγματικότητες των προσώπων που περιτριγυρίζουν εκείνον και τον αφέντη του.

Ως εκ τούτου, ο Norman όντας αποφασισμένος να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι επιβίωσης συνειδητά αποδέχεται τη μακρόχρονη συνύπαρξη με τον Sir John, η συμπεριφορά του οποίου ενίοτε είναι κακότροπη και υποτιμητική∙ η αλληλεξάρτηση των δύο προσώπων είναι εμφανής, καθώς ο ένας επενδύει με νόημα και έμπνευση τη ζωή του άλλου, ενώ το παιχνίδι εξουσίας κι εξάρτησης αλλάζει συνεχώς κυρίαρχο.

Η δυναμική αυτή οδηγεί τον Norman σε μια ύβρη, καθώς ζαλισμένος από την έπαρση εκείνου προσώπου που κινεί τα νήματα, θεωρεί ότι μπορεί να σταματήσει τον θάνατο και τη φθορά∙ οπότε παρεμβαίνει με διάφορες τεχνικές – ματαίως –  για να χαρίσει  ζωή σε έναν άνθρωπο που το τέλος του είναι ορατό. Έτσι, το έσχατο τέλος επέρχεται, μοιραία, καθώς ο Norman συνειδητοποιεί την αδυναμία του να σταματήσει την έλευση του θανάτου.

Σκηνή από την παράσταση (φωτογραφία: Μάνος Γεωργίου)

Η σκηνοθετική οπτική του Κώστα Γάκη αντιλαμβάνεται με ιδιαίτερη ενσυναίσθηση τις υπόρρητες πραγματικότητες και δημιουργεί μια παράσταση όπου δεσπόζει μια επικοινωνία σημασιών∙ η σκηνοθεσία αναδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο τις συναισθηματικές και συγκρουσιακές αποχρώσεις και πτυχές των χαρακτήρων, φωτίζοντας τόσο τις προφανείς όσο και τις σκοτεινές και άρρητες.

Παράλληλα, η σκηνοθεσία διαχειρίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο και εμφανή σεβασμό του δραματικού κειμένου το θέατρο εν θεάτρω, δημιουργώντας ένα δίπολο  πραγμάτευσης του θεατρικού γεγονότος που αιχμαλωτίζει τον θεατή και υπερβαίνει τις συμβάσεις, χωρίς να γίνεται απομάγευση του αποτελέσματος. Ως εκ τούτου, η σκηνοθεσία δημιουργεί μια παρουσίαση που διαθέτει εκείνη τη δυσεύρετη αύρα ενός αγαπημένου και οικείου μεγαλείου παλαιών παραστάσεων, στοιχείο που ενισχύει δραστικά τη δυναμική, την κομψότητα και την ουσία της παράστασης.

Παράλληλα, το θεατρικό αποτέλεσμα δομήθηκε άρτια από το σύνολο του θιάσου που διακρίθηκε από τη δεξιότητα μιας απαράμιλλης εσωτερικής επικοινωνίας. Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης ως Sir John αναδεικνύει με υποκριτική δεξιότητα έναν απαιτητικό ρόλο – αναμενόμενο – και ερμηνεύει με ενσυναίσθηση κάθε συναισθηματική πτυχή του συγκεκριμένου χαρακτήρα∙ ο Ι. Μιχαηλίδης έχει εντοπίσει μέσα του τον Sir John, οπότε βιώνει εις βάθος και με πάθος τις μεταπτώσεις οδεύοντας εξελικτικά από την αρχική έπαρση στα ίχνη του τραγικού, πάσχοντος προσώπου, που αναζητά απεγνωσμένα μια λύτρωση.

Ο Sir John του Ι. Μιχαηλίδη – σαν ένας άλλος King Lear  βρίσκεται στη διάπυρη στιγμή του, προβάλλοντας με θαυμαστή ισορροπία και συγκίνηση κάθε χαρακτηριολογική πτυχή του ρόλου∙ έτσι απλώνονται στη σκηνή με ανάγλυφο τρόπο στοιχεία, όπως η δηκτικότητα, η παράνοια, το χιούμορ, η υποτίμηση, η αλαζονεία, η ανασφάλεια, η ματαίωση, η βιολογική και ψυχολογική εξάντληση, η εξάρτηση, η προσωπική παραίτηση.

Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης ως Norman  ερμηνεύει με σφοδρότητα και ευθυβολία έναν δύσκολο ρόλο, χωρίς έντονη ομοφυλοφιλική αύρα, που βασίζεται σε έναν λόγο εν πολλοίς υπαινικτικό∙ ο Νorman του Γ. Σκιαδαρέση ψηλαφίζει με πάθος και έλεος τα συναισθήματά του, άλλοτε σατανικός και δηκτικός, άλλοτε απελπισμένος και ματαιωμένος, τρέμει τη μοναξιά μιας άδειας σκηνής και κορυφώνει την απόγνωσή του σε ένα ουρλιαχτό οδύνης και ανελέητης εξομολόγησης πνιγμένο στο αλκοόλ. Ο Norman βαδίζει στα χνάρια του Earl of Kent και δρα, ενσαρκώνοντας τον ρόλο της ζωής του, καθώς ηχούν μέσα του τα λόγια του πιστού συντρόφου του King Lear, I have a journey, sir, shortly to go.  My master calls me; I must not say no (Shakespeare V. iii. 394-395).

Η Μάρω Παπαδοπούλου, ως Lady, ερμηνεύει με ενσυναίσθηση, τρυφερότητα και συνέπεια έναν καλοδουλεμένο ρόλο, η Τζένη Κόλλια, ως Madge, αντιμετωπίζει με την απαιτούμενη υποκριτική αυτοκυριαρχία έναν ρόλο με έντονα στοιχεία συναισθηματικών μεταπτώσεων. Ο Απόστολος Πελεκάνος, ως γελωτοποιός ερμηνεύει –  στον απόηχο του αντίστοιχου ρόλου στο King Lear –  έναν χαρακτήρα σύμβολο που συντροφεύει τον βασιλέα αλλά και τον Sir John στην καταιγίδα χαρίζοντας μια ανθρώπινη και ευαίσθητη φιλοσοφική αλήθεια. Ο Άγγελος Νεράτζης ως φιλόδοξος συγγραφέας, η Αντριάνα Ανδρέοβιτς ως Irine, ο Γιώργος Γιατζικάκης και ο Ορφέας Τσαρέκας ερμηνεύουν με αξιώσεις ρόλους που ολοκληρώνουν μια άρτια δομημένη παράσταση.

Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα μιλιέται με μεγάλη άνεση στη σκηνή και προβάλει τις ευαίσθητες πτυχές των ρόλων, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια του Κέννυ Μακλέλαν τηρούν την αύρα μιας vecchia scuola και αιχμαλωτίζουν τον θεατή∙ οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα και η μουσική του Κώστα Γάκη χαρίζουν φως και αρμονία στην παράσταση, εντείνοντας τη μέθεξη του κοινού.

 

Ήρθε εκείνο το βράδυ που όλοι περιμέναμε, τα ακροδάκτυλα σύρθηκαν παθιασμένα πάνω στην βελούδινη αυλαία, διψώντας ν’ αρπάξουν μικρά σπαράγματα ζωής που αιχμαλωτίστηκαν μέσα της από έργα που παίχτηκαν κάποτε…ήθελαν να τα κάνουν δικά τους…στο φως ενός χρόνου δίσεκτου…να…σε εκείνη τη σκηνή που τώρα δέσποζε γυμνή και μόνη, χωρίς φτιασίδια, χωρίς λόγια και θρήνους…νιώσαμε το μυστήριο του ακατανόητου προσμένοντας αμίλητοι τη λήθη…

 

Πεντέλη, 24.03.2023