Σκιές ενός παλιού αμαρτήματος περιδινούνται μέσα στους εννέα κύκλους της κολάσεως αναζητώντας ένα απομεινάρι αλήθειας στον βουρκωμένο κάμπο˙ ένα απομεινάρι αλήθειας που κάπου εκεί, nel mezzo del cammin di nostra vita, παλεύει να κυλιστεί ηδονικά πάνω στη δική του κάθαρση.
Ο βραβευμένος με τρία Pulitzer Αμερικανός δραματουργός Edward Albee έγραψε το έργο The Goat, or who’s Sylvia, το 2000 κερδίζοντας δύο χρόνια αργότερα το Tony Award for Best Play. Ο Albee θεωρείται η προσωπικότητα που αναβίωσε το μεταπολεμικό αμερικάνικο θέατρο τη δεκαετία του 1960 και συγκαταλέγεται στους μεγάλους Αμερικανούς δραματουργούς, μαζί με τους Eugene O’Neil, Arthur Miller, Tenesse Williams. Το κείμενό του, η πλοκή, ο δηκτικός κι απέριττος λόγος αλλά και η δεξιοτεχνική αναμόχλευση των εσωτερικών τραυμάτων και πληγών προσδίδουν στο έργο του ιδιαίτερο βάρος και μια σαγηνευτική, ανεπαίσθητη αχλή από Théâtre de l‘Absurde.
Και ξαφνικά εγένετο σκότος! Ένα σκότος κατανυκτικό και συνάμα απειλητικό αγκάλιασε τη σκηνή του θεάτρου «Θησείον» για να μας παρασύρει σε αλλόκοτους οίστρους και ματωμένες φαντασιώσεις, που αγκαλιάζουν ηδονικά μνήμες μιας παλαιάς, αιώνιας τραγωδίας. Notes Toward a Definition of Tragedy είναι ο υπότιτλος που δίνει ο ίδιος ο Albee στο έργο του, δημιουργώντας έναν υπόρρητο δεσμό με μια απονενοημένη ύβρη και μια επερχόμενη δίκη συνδέοντας τον τίτλο the Goat με την τραγωδία, τράγων ᾠδή, ήτοι goat–song, χορικό άσμα των λατρευτών του Διονύσου που φορούσαν δέρματα τράγων (goats).
Οι Σημειώσεις του Albee αγγίζουν ανεπαίσθητες εκφάνσεις τραγικότητας ήδη από την αρχή καθώς ο Ross, δημοσιογράφος και φίλος του Martin, πριν μάθει το τρομακτικό μυστικό του φίλου του, ακούει έναν αλλόκοτο ήχο a kind of…rushing sound…wings, or something, για να λάβει την απάντηση του Martin, It‘s probably the Eumenides. Η παραπομπή στις Ευμενίδες προβάλλει μια μορφή αλληγορικής προοικονομίας, καθώς οι θεότητες αυτές ως ερινύες (3ο μέρος της αισχυλικής τριλογίας Ορέστεια) ανασύρουν από τη λήθη ενοχές, επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις νόμων, ορίων και ιεραρχιών, πριν την αποκατάσταση που συντελείται στο αισχυλικό έργο.
The Goat, or who’s Sylvia! Τα γενεαλογικά όρια καταρρέουν καθώς η μια γενιά καταβροχθίζει, κακοποιεί, στιγματίζει την άλλη σε συμβολικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την προβληματική σχέση μεταξύ του ομοφυλόφιλου παιδιού και των γονέων του αλλά και την ταραγμένη ψυχοσύνθεσή του. Τα όρια του γάμου παραβιάστηκαν μέσα από μια αλλόκοτη, απονενοημένη μοιχεία, η οποία ξεσκίζει με τον πλέον βάρβαρο τρόπο τη διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου, δίνοντας στο ζώο ανθρώπινο όνομα κι εμμέσως ανθρώπινη υπόσταση.
Ο Martin, ερωτοτροπεί με την ύβρη, καταβυθίζεται σε εκείνη την αχαλίνωτη ανάγκη υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων, καταστρατηγεί την τάξη της natura naturata, συνάπτοντας ερωτική σχέση με το αλλόκοτο, γεγονός που συνταράσσει συθέμελα το είναι του. Ο ήρωας του Albee αρνείται τον εαυτό του και βουλιάζει σε μια ξένη φύση, αφήνει πίσω του έναν κόσμο ανθρώπινο και καθημερινό, ματωμένο, γεμάτο πληγές, άηχες ματαιώσεις, επώδυνα ψεύδη, αισθήματα παλιάς αγάπης που χάσκουν νεκρά και σαπισμένα, πενθώντας για τη μάταιη αναζήτηση του παράδεισου μέσα στην αβάσταχτη απελπισία του.
Ο Albee δημιουργεί ανάγλυφες σκιές ενός τραγικού υπόβαθρου, καθώς τα στοιχεία μιας λανθάνουσας τραγικότητας κυοφορούνται κυρίως μέσα από έναν λόγο ευφυώς συγκροτημένο, δηκτικό, κυριαρχικά παρόντα σε σχέση με την αναπαραστατική δυναμική, ανατέμνοντας σκέψεις, θέσεις, αντιθέσεις, συγκρούσεις˙ ο τραγικός λόγος του Albee, σαν άνεμος δαιμονικός, απλώνεται απειλητικά, ανασύρει βάναυσα από την άβυσσο την πίκρα τῆς ἀνθρώπινης γύμνιας κομματιασμένη. Απομόνωση, μοναξιά, έλλειψη επικοινωνίας, κι ένας έρωτας νεκρός μέσα στο θυελλώδες σύμπαν των ανθρωπίνων σχέσεων.
Ωστόσο, το διαβόητο θέμα της Γίδας, η κτηνοβασία, δεν είναι παρά η αφορμή για να καταδειχθεί η αδήριτη εσωτερική ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής για επικοινωνία, ευτυχία, εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια, αγάπη, βαθύ ερωτικό δεσμό και συντροφικότητα˙ αυτά ακριβώς τα στοιχεία στερείται η καθ΄όλα αξιοπρεπής, “comme il faut”, σχέση του Martin και της Stevie, ενός επιτυχημένου κοινωνικά και επαγγελματικά ζεύγους της μεγαλοαστικής τάξης που – όπως τα περισσότερα ζευγάρια του Albee – υποφέρουν ενωμένοι σε έναν βίο αβίωτο, μοναχικό, κενό, ολέθρια αδιάφορο.
H σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη (βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, 9α θεατρικά βραβεία Θεσσαλονίκης 2019) αξιοποιεί ευφυώς αυτό το βαθύ χάσμα της προσωπικής σχέσης που καταρρέει και εικονοποιεί τη διάπυρη στιγμή των ηρώων. Η σκηνοθετική οπτική στηρίζει με ευφυΐα τη δομή του έργου σε αρχή, μέση και τέλος – στοιχείο που δεν διακρίνεται σε όλα τα έργα του Albee – και παράλληλα αγκαλιάζει με ενσυναίσθηση κάθε σύγκρουση, κάθε μικρή, ανεπαίσθητη σχισμή από την οποία ρέει οδύνη, αλλοφροσύνη, απόγνωση. Γρήγορη, ζωντανή, δυνατή, γοητευτικά απρόβλεπτη η ανάπτυξη της σκηνοθετικής ροής αποκωδικοποιεί με ευφάνταστη και σοφά μελετημένη σκληρότητα τον ζοφερό κόσμο μιας ζωής που καίγεται από την αλήθεια και αδημονεί να ξεσκίσει τις σάρκες της.
Ο σκηνοθέτης σφραγίζει την πλοκή και την εξέλιξη του δράματος μέσα σε έναν διαυγή γυάλινο κύβο ως σκηνικό, εξοπλισμένο με τα απαραίτητα έπιπλα, δημιουργώντας την αλληγορία ενός εσωτερικού άβατου του ανθρώπινου ψυχισμού, το οποίο γίνεται θέατρο των συγκρουσιακών τριγμών και πεπραγμένων. Η σκηνοθεσία καθιστά έτσι διαυγή την απομάγευση των οραμάτων, την αποθηρίωση επιθυμιών και φαντασιώσεων, τις χιμαιρικές απαντοχές που χάσκουν ορθάνοιχτες, υγρές και ζοφερές, καταβροχθίζοντας λαίμαργα το είναι.
Ο Νίκος Κουρής (βραβείο α’ ανδρικής ερμηνείας, 9α θεατρικά βραβεία Θεσσαλονίκης 2019) φοράει κατάσαρκα τον ρόλο του Martin, ξεπερνά τα όρια της υποκριτικής δεξιότητας, αιχμαλωτίζει και συγκλονίζει ψυχή, νου και καρδιά με την τραγικότητά του. Ήδη από την αρχή, ο Martin βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα σύμπαν μένους, ενοχών, προσωπικών συγκρούσεων που αγγίζουν τα όρια της σχιζοφρένειας, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου˙ συγκρούεται με τον ίδιο τον εαυτό του, σχίζεται σε δύο φύσεις, αφήνει τη σιωπή του να εκραγεί και, ως τραγικός ήρωας, γνωρίζει! Ο Martin βιώνει, αρχικά με φρίκη και προσωπική συντριβή, που σταδιακά ολισθαίνει σε ειλικρινή αποδοχή, το πέρασμα από την αγνωσία στη γνώση με ηθικό μεγαλείο. Είναι η λυτρωτική στιγμή που ξεχύνεται σα λάβα ο εσωτερικός ζόφος και απελευθερώνεται η ψυχή από τα ολέθρια δεσμά της σύγκρουσης με τον εαυτό της, της οδυνηρής μοναξιάς, των ερινυών που καταπίνουν κάθε ανάσα ζωής.
Ο Martin, γοητευτικά κομψός μέσα στο μαύρο κοστούμι του, αυτή την ανθρώπινη σκευή που του καίει το δέρμα, εγκλωβισμένος στο διονυσιακό του στοιχείο μάχεται από την αρχή να την πετάξει από πάνω του. Νιώθει ξένος, αλλόκοτα ανήσυχος, νευρικός, δεν τον χωράει το σύμπαν – αυτή η κατασκευή του διάφανου σκηνικού – και κινείται εμμονικά, με βακχική μανία, σπαράσσοντας μέσα σε μια αβάσταχτη απελπισία. Κάθε του κίνηση είναι ενδεικτική της ανοικειότητας του ανθρώπινου που συνταράσσει το είναι του.
Η οδυνηρή κραυγή του Martin αποκαθηλώνει πλασματικές συμβάσεις, καθώς μέσα από το αλληγορικό σύμπαν του Albee ξεχύνεται ξεδιάντροπα η τάση της ψυχής να αναζητήσει – και να βρει – πνιγμένη στην απόγνωσή της την έκσταση, την αυθεντικότητα, την επικοινωνία, την αλήθεια σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ενδεχομένως α-νόητο, απρόβλεπτο, απόκοσμο – ένα καταφύγιο ψυχής. All right! listen to me. It was as if an alien came out of whatever it was and it… took me with it and it was an ecstasy and purity and love of an-un-im-agin-able kind… And there was a connection there-a communication-that, well… an epiphany, I guess comes closest, and I knew what was going to happen….. I thought we all were animals, λέει στη Stevie σε μια προσπάθεια να εξηγήσει σκέψεις και πράξεις.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου (βραβείο α’ γυναικείας ερμηνείας, 9α θεατρικά βραβεία Θεσσαλονίκης 2019), κυριαρχεί ως Stevie δυναμική και αποφασισμένη, συγκρούεται με το ακατανόητο, με μια άλογα πλασμένη εικόνα που περιδινείται απειλητικά, έτοιμη να συντρίψει τον – ήδη συθέμελα ταραγμένο – οίκο της. Βιώνει τον επίγειο όλεθρό της με οργιώδες πάθος, επιτρέποντας στο αιματοβαμμένο παλιό και αδιόρατο μένος να ανασαλέψει σαν άηχο, οδυνηρό ουρλιαχτό. Η Stevie είναι εκείνη που σφραγίζει τη μοίρα του Martin, σκοτώνοντας – εκτός σκηνής – την ολέθρια φαντασίωση, μια ενδεχομένως επιθετική πράξη κυριαρχίας και έρωτα απέναντι στον απελπισμένο σύζυγο˙ ο φόνος του αλλόκοτου που απειλεί τον οίκο μαγεύει, νομοτελειακά, σα νήδυμη απαντοχή μιας απώλειας, ενός νέου σύμπαντος που θα γεννηθεί μέσα από την εκρηκτική συνεύρεση του διονυσιακού με το απολλώνιο στοιχείο.
Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, ως έφηβος ομοφυλόφιλος γιος στέκεται επάξια στη σκηνή, καθώς συγκρούεται με τους δικούς του δαίμονες και τα θηρία των γονέων του, αναζητώντας τον εαυτό του μέσα από τη μήνι που αιματοκυλά τον πατρικό οίκο. Ο Γιάννης Δρακόπουλος, ως Ross, παίρνει με σύνεση και συνέπεια πάνω του έναν ρόλο που λειτουργεί άλλοτε εμπρηστικά, άλλοτε κατευναστικά προσδίδοντας ένα τραγικωμικό στοιχείο που χαϊδεύει απαλά την ένταση και ταιριάζει με το ύφος του συγγραφέα και τη σκηνοθετική ματιά.
Η ευφυής μετάφραση του σκηνοθέτη Νικορέστη Χανιωτάκη παράγει τον απαιτούμενο παλμό και προκαλεί τη μέθεξη του θεατή αναδεικνύοντας κάθε οδυνηρό δίλημμα. Τα σκηνικά – κοστούμια της Αρετής Μουστάκα (Βραβείο καλύτερων σκηνικών, 9α θεατρικά βραβεία Θεσσαλονίκης 2019) εντείνουν ακόμη περισσότερο τις συγκρουσιακές ανατροπές, ενώ η πρωτότυπη μουσική-επιμέλεια ήχων του Γιάννη Μαθέ δημιουργούν το ανάλογο ατμοσφαιρικό υπόβαθρο. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα (καλύτερος φωτισμός, 9α θεατρικά βραβεία Θεσσαλονίκης 2019) αναδεικνύουν τις συναισθηματικές πτυχές της ψυχικής κατάστασης και της πλοκής.
Είναι η ώρα που η ασάλευτη ζωή ανασαλεύει αναζητώντας κομμάτια από το τραγούδι του ήλιου, φτεροκοπώντας σε ένα άηχο ουρλιαχτό και μες στα Τάρταρα, πάντα μια λαχταρίζω λαχτάρα, μια διψώ δίψα· το φως! Η ασάλευτη ζωή του Martin και του κάθε Martin που ξεσκίζει μαιναδικά το κομψό κοστούμι του, καταβυθίζεται σε ένα μένος που αποθηριώνει τη φύση, τις επιθυμίες, το είναι, παλεύοντας να βρει το καταφύγιο μιας δικής της αλήθειας.
Το θέατρο, η λογοτεχνία, η τέχνη περικλείουν μέσα τους, αγκαλιάζουν θαρρείς, με ερωτική σφοδρότητα ιστορίες ζωής, οίκων και ψυχών που ματώνουν μέσα σε μια αντάρα οδύνης, ιχνηλατώντας με ολέθρια αβεβαιότητα πάνω σε σκιές και πάθη. Κι εκεί, nel mezzo del cammin di nostra vita, αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά ίσως διαβάσει μέσα στις φλόγες, tout ce qu’on invente est vrai ; la poésie est une chose aussi précise que la géométrie ; l’induction vaut la déduction ; et puis, arrivé à un certain endroit, on ne se trompe plus quant à tout ce qui est de l’âme ; ma pauvre Bovary, sans doute, souffre et pleure dans vingt villages de France à la fois, à cette heure même.
Λία Τσεκούρα, Πεντέλη, 08022020