Η Άλκηστη του Ευριπίδη ως «In-Yer-Face» Θέατρο

%cf%86%cf%89%cf%84%ce%bf-%ce%b7

Εθνικό Θέατρο: Ευριπίδη, Άλκηστη.

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 28-29 Ιουλίου 2017

Σκηνοθεσία : Κατερίνα Ευαγγελάτου

Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης

 

Το Έργο

Η τραγικωμωδία του Ευρίπίδη Άλκηστη διδάχτηκε  στα Μεγάλα Διονύσια το 438 π.Χ και αποτέλεσε το τέταρτο μέρος της τετραλογίας που έδωσε στον ποιητή το δεύτερο βραβείο ( ο Σοφοκλής πήρε το πρώτο την ίδια χρονιά). Καθώς η Άλκηστις ήταν το τελευταίο δράμα της τετραλογίας και παρόλο που ο χορός αποτελείται από κατοίκους των Φερών και όχι σάτυρους, το έργο διατηρεί τον ιλαροτραγικό χαρακτήρα του σατυρικού δράματος.

Ο μοναχογιός του βασιλιά των Φερών της Θεσσαλίας Άδμητος πρέπει να πεθάνει, αν δεν θυσιαστεί κάποιος άλλος γι’ αυτόν. Οι γέροντες γονείς του δεν δίνουν τη ζωή τους για το γιο τους. Η γυναίκα του, όμως, η Άλκηστη, είναι πρόθυμη να πεθάνει για να σώσει τον άντρα της, αρκεί εκείνος να μην δεχτεί άλλη γυναίκα στη θέση της ως σύζυγο και ως μητριά των παιδιών της . Ο Άδμητος το υπόσχεται μεν, όταν όμως ο Ηρακλής, για να ευχαριστήσει τον βασιλιά για τη φιλοξενία του, κερδίζει την Άλκηστη σε μάχη με τον Θάνατο και την επιστρέφει στον παλάτι, καλυμμένη με πέπλα, εκείνος μην αναγνωρίζοντας την κάτω από την αμφίεση αυτή, την δέχεται στο παλάτι στη θέση της πεθαμένης γυναίκας του. Εμβρόντητος ανακαλύπτει, αποκαλύπτοντας τα πέπλα, ότι είναι η ίδια η σύζυγός του –της οποίας δεν επιτρέπεται να μιλήσει για τρεις ημέρες από την επιστροφή της από τον Άδη- που γίνεται μάρτυρας της παραβίασης των όρκων του.

Το έργο ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο ρομαντισμό της αυτοθυσίας της ‘Αλκηστης, στη διακωμώδηση της δειλίας του Άδμητου, στον τρόμο μπροστά στο αναπόδραστο του Θανάτου, στην αθέτηση των υποσχέσεων αιώνιας Πίστης, όπως και στην παιδική φαντασίωση παντοδυναμίας της Ανάστασης από τους νεκρούς.

Η Άλκηστη, στο έργο αυτό, προβάλλει ως το δομικό αντίστροφο της Μήδειας: Είναι η ξένη γυναίκα που όχι μόνο δεν αφαιρεί τη ζωή από τα παιδιά της αλλά ανταλλάσσει τη ζωή της με αυτή του άντρα της για να είναι, όπως αναφέρει η ίδια, προστατευμένα από έναν εν ζωή πατέρα, σε σύγκριση με μία αδύναμη μητέρα. “΄Ήταν ξένη, αλλά χρήσιμη” εξομολογείται ο Άδμητος στον Ηρακλή σε άλλο σημείο.

Στο τέλος του έργου, η Άλκηστη μένει βουβή μπροστά στην ύβρι του Άδμητου, να την δεχτεί ως άλλη γυναίκα στα δωμάτιά της. Η σιωπή αυτή, δυσερμήνευτη για πολλούς μελετητές, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η (μη) φωνή της συνείδησης για τον Άδμηττο. Η Λυδία Κονιόρδου σε μία συνέντευξή της για τη σκηνοθεσία του έργου και τον ομώνυμο ρόλο στη δεκαετία του ’90, δήλωνε εμφατικά ότι “η σιωπή της Άλκηστης  ηχεί ως έκρηξη”.

 

Η Παράσταση

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθέτησε μία σφιχτοδεμένη παράσταση με άποψη, αισθητική (κοστούμια Βασιλική Σύρμα) πολύ δυνατές ερμηνείες , ποιητικό τόνο -το Κυπαρίσσι που ανυψώθηκε στην μέση της σκηνής ως σύμβολο πένθους- ( σκηνικά Εύα Μανιδάκη) και εξαιρετική μουσική (Γιώργος Πούλιος) η οποία συνόδευε και υπογράμμιζε τα ψυχικά τοπία των ηρώων από την ιλαρότητα,στην απειλή και τελικά στην τραγωδία.

Εξαιρετικός ο Οδυσσεάς Παπασπηλιόπουλος στο ρόλο του Άδμητου: Ξέφυγε από τον εγκλωβισμό στη  γραφικότητα των λόγων του προσώπου και μπόρεσε να αποδώσει την τραγωδία ενός γελοίου άνθρωπου με ανεξάντλητες εναλλαγές στους τόνους και τους χρωματισμούς του λόγου και της κίνησης του. Κατάφερε να καταστήσει τον Άδμητο συμπαθή μέσα στην μοναξιά και της εκλογίκευσης της δειλίας του. Η Κίτυ Παϊταζόγλου ως Άλκηστη –στην πρώτη της κάθοδο στην Επίδαυρό- βγήκε νικήτρια από την αναμέτρηση με το ρόλο και τον αχανή χώρο του θεάτρου προσφέροντας μία Άλκηστη ποιητική και τρυφερή, δυνατή,  ενώ διέσωζε και την παιδική ευαλωτότητά της. Πολύ καλός και ο Δημήτρης Παπανικολάου ως Ηρακλής, ο οποίος πίσω από το μακιγιάζ του κλόουν –ενσάρκωση πιθανόν της παράδοξης φύσης του έργου- απέδωσε τις κωμικές αλλά και σκοτεινές πτυχές του ήρωα. Ξεχωριστοί και ο Κώστας Βασαρδάνης ως Απόλλωνας, ο Σωτήρης Τσακομίδης ως Θάνατος, ο Ερρίκος Μηλιάρης ως Υπηρέτης και ο Γιάννης Φέρτης ως νεανίζων Φέρης, πατέρας του Άδμητου.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο Χορό , που ως σφιχτοδεμένο σύνολο υπηρέτησε το όραμα της σκηνοθέτιδας με δύναμη και πάθος. Εξαιρετικά ενορχηστρωμένη  η σκηνή του θρήνου ή της ανάκλησης των νεκρών πάνω από το ανοιχτό μνήμα-για μένα κορυφαία της παράστασης- με εξαντλητικές απαιτήσεις από τους ηθοποιούς, οι οποίοι έφεραν σε πειστικό πέρας με  συνεχή άλματα και κατακρημνίσεις την προσπάθειά τους.

Σοβαρή παραφωνία σε όλη αυτή την προσπάθεια υπήρξε για μερίδα του κοινού όπως ακουγόταν από ένα αισθητό μουρμουρητό στις αντίστοιχες στιγμές, η αντιμετώπιση της “σορού” της “νεκρής” Άλκηστης, η οποία αφού “πέθανε” πάνω στη σκηνή, κόντρα στη σύμβαση της Τραγωδίας, έγινε αντικείμενο κακομεταχείρισης από σχεδόν όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που στην κυριολεξία την τσουβάλιασαν σε ένα σεντόνι, αργότερα την πέταγαν από το νεκρικό φορείο με τα κτερίσματα, ενώ στο τέλος ο Άδμητος την έσυρε -ως νεκρή πάντα- από το χέρι ( επίφοβο ορθοπεδικά για την  ίδια την ηθοποιό) περιμετρικά σε όλη την ορχήστρα, θυμίζοντας τους αρχαίους ρωμαϊκούς θριάμβους.

Αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση , που επαναλήφθηκε σε αρκετές στιγμές της παράστασης και δεν ήταν στιγμιαία, προκάλεσε αντιδράσεις μουρμουρητού, που προανέφερα, όπως επίσης και ακραία γέλια από το κοινό που αντιδρούσε προς το τέλος σαν να έβλεπε “χοντροκομμένη” φάρσα. Θεωρώ , χωρίς να γνωρίζω αν ήταν αυτός ο  συνειδητός σκοπός, ότι σε πολλά σημεία χάθηκε ο κωμικοτραγικός χαρακτήρας του έργου και μετακυλήθηκε προς κάτι βίαιο, που θύμιζε τον ορισμό του βρετανικού “in-yer face” θεάτρου ( από το ‘into your face theatre’ “θέατρο στα μούτρα σας”) ,που άνθισε τη δεκαετία του ’90 και είχε ως σκοπό να σοκάρει μέχρι προσβολής τους θεατές, όπως έγραψε ο Alex Sierz  το ομώνυμο βιβλίο του (InYerFace Theatre: British Drama Today, London, 2001).

Δεν γνωρίζω, αν σκοπός ήταν να καταδειχθεί η βία της πατριαρχικής κοινωνίας εναντίον της γυναίκας ή η περιύβριση της “νεκρής” ως διέξοδος της ενδοψυχικής σύγκρουσης ενός δειλού συζύγου. Σίγουρα όμως υπερέβη κατά πολύ και αλλοίωσε την πράξη αγάπης και αυτοθυσίας που συμβολίζει η Άλκηστη ως πρόσωπο, η οποία κατέληξε μια κακοποιημένη κούκλα και παρέσυρε και την πλοκή από την ενοχοποίηση ενός ανεπαρκέστατου συζύγου σε ένα όργιο κλωτσοπατινάδας όπως σε παιδικά καρτούν.

 

 

 

 

Ο Ηλίας Βλάχος είναι ψυχίατρος, αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών του ΕΚΠΑ, και κριτικός θεάτρου. Εκτός από το πτυχίο της ιατρικής (1993-1999), έχει ολοκληρώσει σπουδές στη Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία ΕΚΠΑ (1988-1993) και σπουδες ψυχολογίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Deree (1988-1993). H πτυχιακή του εργασία στη Γερμανική Φιλολογία που βαθμολογήθηκε με Άριστα (10) αφορούσε στη σύγκριση της Αντιγόνης του Σοφοκλή με τα ομώνυμα έργα του εξπρεσσιονιστή Walter Hasenclever και του Bertolt Brecht. ‘Eχει επίσης δημοσιεύσει συγκριτικό άρθρο στο Psychoanalytic Review με θέμα τη διαλεκτική Νου και Σώματος όπως αυτή παρουσιάζεται στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες και στη Σαλώμη του Oscar Wilde. (Vlachos I. Agave, Salome and the Enchanted Heads: Mind and Body Dialectics in Euripides’ and Oscar Wilde’s Work. Psychoanalytic Review, 96 (4) , August 2009.) ‘Εχει παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής από την Ελένη Σκώτη (3 χρόνια), και την Maia Morgenstern. Τέλος, έχει ιδρύσει την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα The Healers από τριετίας, η οποία αποτελείται κυρίως από γιατρούς και ψυχολόγους και με την οποία έχουν ανεβάσει την Πτώση του Οίκου των ‘Ασερ του Edgar Allan Poe και το ‘Οσα Παίρνει ο ‘Ανεμος- Μέρος Α’ της Margaret Mitchell σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη στο Θέατρο επί Κολωνώ.