Ευτυχισμένες Μέρες του Samuel Beckett (ή η Παυσίλυπος Άμπελος των Λέξεων)

BIOS.

Κέντρο συνάντησης για τις τέχνες και τα μέσα του σήμερα

Πειραιώς 84

 

Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης

Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου

Δραματουργία: Νίκος Φλέσσας – Σύλβια Λιούλιου

Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Επιμέλεια Κίνησης: Αγγελική Στελλάτου

Ηχητική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

Παίζουν: Όλια Λαζαρίδου, Άγγελος Σκασίλας

Φώτο: Νύσος Βασιλόπουλος

 

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου έως Κυριακή 25 Δεκεμβρίου
Παραστάσεις: Πέμπτη-Κυριακή
Ώρα έναρξης: 21.00

 

%cf%86%cf%89%cf%84%ce%bf-%ce%b5%cf%85%cf%84%cf%85%cf%87%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%b5%cf%83-%ce%bc%ce%b5%cf%81%ce%b5%cf%83

Το Έργο

 

“Με τις Ευτυχισμένες Μέρες, ο Μπέκετ συνέθεσε ένα μελαγχολικό τραγούδι, το οποίο θα στοιχειώσει το εσωτερικό αυτί σας για καιρό αφού το δείτε” έγραφαν οι New York Times to 1961, χρονιά που το έργο παρουσιάστηκε στην Αμερική  αμέσως μετά τη συγγραφή του.

Το έργο που έμελλε να γίνει κλασικό, αποτελεί χαρακτηριστικό εκπρόσωπο του Θεάτρου του Παραλόγου, με κύριους εκφραστές εκτός από το συγγραφέα, τους Ιονέσκο, Καμύ και Πίντερ. Βασική θεματική για το Θέατρο του Παραλόγου είναι η κατάρρευση της επικοινωνίας στις σχέσεις, όπου το σημαίνον αποσυνδέεται από το σημαινόμενο μέσω της επανάληψης κοινοτοπιών σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι λέξεις  να ηχούν ως άδεια από νόημα κελύφη.

Στις Ευτυχισμένες Μέρες, η πρωταγωνίστρια Γουΐνι (συνήχηση με την αγγλική ‘νίκη’-‘win), ξεκινάει την ημέρα της  μισοθαμμένη σε έναν τύμβο, από όπου προσπαθεί να επικοινωνήσει με το σύντροφό της Γουΐλυ, τον οποίο δύσκολα διακρίνουμε (πίσω από άλλον τύμβο) να διαβάζει εφημερίδα.

Η πρωταγωνίστρια  προσπαθεί απελπισμένα να επικοινωνήσει με το σύντροφό της, ενώ δέχεται ως απόκριση είτε την αδιάφορη σιωπή του, τα θυμωμένα του γρυλίσματα είτε βρισιές και στην καλύτερη περίπτωση μονολεκτικές απαντήσεις ή παράταιρες -για το πνεύμα της στιγμής- μελωδίες που εκείνος μουρμουρίζει.

Στην προσπάθεια να διατηρήσει την αισιοδοξία της και να αμβλύνει το αίσθημα της μοναξιάς κι ακινητοποίησής της, η Γουΐνυ επιδίδεται σε έναν ακατάσχετο μονόλογο που ενώ έχει ως ακούσιο ακροατή τον Γουΐλυ, απευθύνεται στην ουσία στον εαυτό της.

Μέσα από την πλημμυρίδα των λέξεων που εκφέρει, εναλλάσσεται σε συναισθήματα και προσπαθεί αναφερόμενη και σε στίχους κλασικών συγγραφέων (Μίλτον , Σαίξπηρ, Αριστοτέλη) να εκλογικεύσει τον εγκλωβισμό μέσα στον τύμβο, μέσα στη σχέση, μέσα στη ζωή της.

Οι λέξεις καθώς και τα αντικείμενα, που με ψυχαναγκαστικό τρόπο βάζει και βγάζει από την τσάντα της, αποτελούν τον ομφάλιο λώρο με την πραγματικότητα και τη λογική.

Καὶ τώρα τί; (Παύση.) Οἱ λέξεις σ’ ἐγκαταλείπουν, εἶναι φορὲς ποὺ κι αὐτὲς ἀκόμη σ’ ἐγκαταλείπουν. (Στρέφοντας λίγο πρὸς τὸν ΓΟΥΙΛΥ.) Ἔτσι δὲν εἶναι, Γουίλυ; (Παύση. Στρέφοντας λίγο ἀκόμη.) Δὲν εἶναι ἀλήθεια, Γουίλυ, πὼς καὶ οἱ λέξεις κάποτε σ’ ἐγκαταλείπουν; (Παύση. Πάλι μπροστά.) Καὶ τί κάνεις τότε, ὥσπου νὰ ξανάρθουν; Νὰ βουρτσίσεις καὶ νὰ χτενίσεις τὰ μαλλιά, ἂν δὲν τό ‘χεις ἤδη κάνει, ἢ δὲν εἶσαι βέβαιη, νὰ περιποιηθεῖς τὰ νύχια σου ἂν χρειάζονται περιποίηση, μὲ κάτι τέτοια τὰ φέρνεις βόλτα. (Παύση.) Αὐτὸ ἐννοῶ. (Παύση.) Αὐτὸ εἶναι ὅλο. (Παύση.) Αὐτὸ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω, πὼς οὔτε μέρα δὲν περνᾶ – (χαμόγελο) – ὅπως θὰ λέγαμε παλιὰ – (φεύγει τὸ χαμόγελο) – χωρὶς κάποιο καλὸ

Ο Καμύ στον Μύθο του Σίσυφου υποστηρίζει ότι η καθημερινή ρουτίνα προστατεύει την Ανθρωπότητα από το να ξυπνήσει στο Παράλογο. Έτσι και η Γουΐνυ οχυρώνεται πίσω από τις τελετουργίες και τη λογόρροιά της για να διατηρήσει την εύθραυστη ισορροπία της.

Οι ‘μαγικές’ απόπειρες απόδρασης από τον εγκλωβισμό της, όπως με την ομπρέλα που θα ήθελε να την ανυψώσει στο γαλάζιο του ουρανού μακριά από τη βαρύτητα της γης, αυτοαναφλέγονται στην κυριολεξία πριν την πραγματοποίησή τους, γεγονός  που ή ίδια σατιρίζει με καυστικό χιούμορ . Μία ανάληψη που δεν έγινε ποτέ ίσως γιατί έλειπε το κίνητρο; Μία Μαίρη Πόππινς που αντί να πετάξει με την ομπρέλα της μακριά με την αλλαγή του ανέμου, βυθίζεται ακόμα περισσότερο στη Γη.

Οι Ευτυχισμένες Μέρες , μέρες ίσως επικοινωνίας με το σύντροφό της, διαφεύγουν συνέχεια από το παρόν και αποτελούν νοσταλγικές αναμνήσεις του παρελθόντος ή προσμονές για ένα αδιόρατο μέλλον που ταυτίζεται με το θάνατο.

Στη δεύτερη πράξη , με το κεφάλι της πλέον να εξέχει μόνο από τον τύμβο, η Γουΐνυ εξαντλημένη, αναζητά τη λύτρωση που θα έρθει μέσα από την επαφή με τον ‘Αλλον και την άμβλυνση της μοναξιάς μέσα από την επικοινωνία.

Ως ασώματος κεφαλή, ένα ηχείο λέξεων, αποκομμένη από τη σωματικότητα και την επιθυμία που αυτή εκφράζει, είναι σαν να ζει πια μέσα στη σφαίρα της εκλογίκευσης και διανοητικοποίησης, Θυμίζει δε έντονα τις άλλες ηρωίδες του Μπέκετ από το “Όχι εγώ” και το “Λίκνισμα” όπου ο λόγος είτε ως στόμα είτε ως φωνή αποκόβονται από τη σωματικότητα και διάγουν μία δική τους αυτόνομη ζωή, αποκρουστική ίσως για τρίτους όπως το αναφερόμενο από τη Γουΐνυ ζευγάρι περαστικών, που τη σχολιάζουν.

Παρά το κλειστοφοβικό του θέματος, το έργο δρα ανακουφιστικά στον μέσο θέατη με τον Λόγο να παρουσιάζεται ως παρηγορία στις δύσκολες συνθήκες που μπορεί να βιώσουμε σε ορισμένες περιστάσεις της ζωής μας καθώς και ως ισχυρό ράπισμα για κινητοποίηση και δράση απελευθέρωσης, αφού οι “τύμβοι” στους οποίους εγκλωβιζόμαστε είναι συνήθως δικά μας δημιουργήματα.

 

Η Παράσταση

Στην παράσταση της Σύλβιας Λιούλιου, ο τύμβος αποτελείται από “ξερολιθιές” εκατοντάδων βιβλίων (σκηνικό Άγγελος Μεντής). Είναι ένας φόρος τιμής κατά τη σκηνοθέτιδα για μία εποχή που περνάει και αντικαθίσταται από την ηλεκτρονικά αποθηκευμένη γνώση.

Βρήκα πολύ εύστοχη την ανάγνωση του τύμβου ως “ξερολιθιά βιβλίων” για δύο λόγους: η συσσώρευση της θεωρητικής  γνώσης έχει τελικά αποτελέσει ένα τείχος μέσα στο οποίο η πρωταγωνίστρια έχει βυθιστεί, αδυνατώντας πλέον να κινηθεί και να διεκδικήσει την επιθυμία της για ζωή, ενώ ταυτόχρονα οι συχνές επικλήσεις σε κλασικούς συγγραφείς και ποιητές την παρηγορούν πρόσκαιρα μεν, δεν καταφέρνουν όμως να μαλακώσουν το κενό επικοινωνίας που βιώνει. “..Τι κι αν μιλώ τις γλώσσες των Αγγέλων..”.

Έχει δε οδηγήσει  η Λιούλιου την πρωταγωνίστρια της Όλια Λαζαρίδου, ταλαντούχο και ποιητική  ηθοποιό, σε υψηλά επίπεδα ερμηνείας, σε μία εκ νέου δημιουργία των λέξεων που εκφέρονται και αποκτούν υπόσταση ώς νέα αντικείμενα, τα εσωτερικά της στην ουσία ψυχικά αντικείμενα, τα οποία παραθέτει εμπρός της , δίπλα στην Ύλη, για να μπορέσει να κρατηθεί.

Η ερμηνεία της καλής ηθοποιού απογειώνεται δε προς το τέλος, όταν αναφερόμενη στο ζευγάρι των περαστικών που την παρατηρεί , μας καθιστά αυτόπτες και αυτήκοες μάρτυρες της σχάσης του υποκειμένου, τόσο χαρακτηριστική στην μπεκετική δραματουργία, όπου περισσότερα πρόσωπα, πτυχές του εαυτού και του κόσμου, συνομιλούν μέσα από την ασώματο κεφαλή. Επίτευγμα μέγιστο για την Τέχνη του ηθοποιού.

Μία παράσταση που αξίζει να ζήσετε.

 

Ο Ηλίας Βλάχος είναι ψυχίατρος, αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών του ΕΚΠΑ, και κριτικός θεάτρου. Εκτός από το πτυχίο της ιατρικής (1993-1999), έχει ολοκληρώσει σπουδές στη Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία ΕΚΠΑ (1988-1993) και σπουδες ψυχολογίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Deree (1988-1993). H πτυχιακή του εργασία στη Γερμανική Φιλολογία που βαθμολογήθηκε με Άριστα (10) αφορούσε στη σύγκριση της Αντιγόνης του Σοφοκλή με τα ομώνυμα έργα του εξπρεσσιονιστή Walter Hasenclever και του Bertolt Brecht. ‘Eχει επίσης δημοσιεύσει συγκριτικό άρθρο στο Psychoanalytic Review με θέμα τη διαλεκτική Νου και Σώματος όπως αυτή παρουσιάζεται στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες και στη Σαλώμη του Oscar Wilde. (Vlachos I. Agave, Salome and the Enchanted Heads: Mind and Body Dialectics in Euripides’ and Oscar Wilde’s Work. Psychoanalytic Review, 96 (4) , August 2009.) ‘Εχει παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής από την Ελένη Σκώτη (3 χρόνια), και την Maia Morgenstern. Τέλος, έχει ιδρύσει την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα The Healers από τριετίας, η οποία αποτελείται κυρίως από γιατρούς και ψυχολόγους και με την οποία έχουν ανεβάσει την Πτώση του Οίκου των ‘Ασερ του Edgar Allan Poe και το ‘Οσα Παίρνει ο ‘Ανεμος- Μέρος Α’ της Margaret Mitchell σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη στο Θέατρο επί Κολωνώ.