Ευμενίδες του Αισχύλου, Αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου,
Ξημέρωμα 14 και 15 Ιουλίου 2018
Σκηνοθεσία –Ερμηνεία: Στεφανία Γουλιώτη
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Μουσική Δραματουργία-Εκτέλεση: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Καλλιτεχνική συνεργασία: Σύλβια Λιούλιου – Γιώργος Κριθάρας
Τεχνική Αλεξάντερ: Βίκυ Παναγιωτάκη
Μία Παράσταση- Μυσταγωγία σε Φάος Αγνόν
Το Έργο
Οι Ευμενίδες αποτελούν το τρίτο μέρος της μοναδικής σωζόμενης Τριλογίας Ορέστειας, γραμμένη από τον Αισχύλο το 458 πχ. Στο έργο συναντάμε τον Ορέστη, ο οποίος με προτροπή του θεού Απόλλωνα, έχει σκοτώσει την μητέρα του Κλυταιμνήστρα για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα από εκείνη. Ο Ορέστης διώκεται από τις τρομακτικές Ερινύες, αποκρουστικές κόρες της Νύχτας και θεές του Παλαιού Κόσμου, αιμοδιψείς τιμωρούς των εγκλημάτων. Κατορθώνει όμως να τους διαφύγει από το Μαντείο των Δελφών, ενώ εκείνες κοιμούνται, και προσφεύγει ικέτης στο ξύλινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα. Το φάσμα της Κλυταιμνήστρας ξυπνά με κραυγές τις Ερινύες και ζητάει δικαίωση για το φόνο κι έτσι εκείνες, φρενιασμένες, τρέχουν να εξολοθρεύσουν τον Ορέστη, ψάλλοντας αλλόκοτους ψαλμούς με παραφορά φρενοδαλή (φρενοβλαβή) (στ.343).
Στην Αθήνα, η θεά Αθηνά ανακαλεί όλους σε τάξη και οργανώνει τη δίκη του Ορέστη στον Άρειο Πάγο με κληρωτούς δικαστές, τις Ερινύες ως κατηγόρους και τον Απόλλωνα ως μάρτυρα υπεράσπισης. Η ισοψηφία των δικαστών κλίνει προς την αθώωση του Ορέστη με ψήφο της ίδιας της θεάς Αθηνάς, η οποία μην έχοντας γεννηθεί από μήτρα γυναίκας αλλά από την κεφαλή του πατέρα της Δία, δικαιολογεί την μητροκτονία ως υποδεέστερο έγκλημα από τη δικαίωση μέσω φόνου του πατέρα. Ο Ορέστης αθωωμένος, αποχωρεί για το Άργος με αιώνιους όρκους φιλίας για την πόλη της Αθήνας, ενώ οι Ερινύες που αρχικά ματαιώνονται και νιώθουν ότι απαξιώνονται από τους νεώτερους θεούς, σταδιακά πείθονται από τη θεά Αθηνά να μετατρέψουν την εκδικητική τους μανία προς την πόλη σε ευμένεια και να γίνουν προστάτιδες της Αθήνας.
Η τραγωδία αυτή ( με το ευτυχές όμως τέλος) αναπαριστά μέσα από την ποιητικότητα και τη σοφία του κειμένου της την μετάβαση από την μητριαρχία στην πατριαρχία, από τους θεούς της νύχτας στους θεούς του φωτός και κυρίως αποτυπώνει τον εκδημοκρατισμό του κτηνώδους δίκαιου της εκδίκησης και αυτοδικίας σε συντεταγμένη δικαιοσύνη και στο τεκμήριο της αθωότητας για τον κατηγορούμενο.
Η Παράσταση
Φτάνοντας με το αυτοκίνητο στο χώρο του θεάτρου της Επιδαύρου μετά τις 5 το πρωί, η νύχτα μόλις άρχιζε να υποχωρεί με μικρές μαβί ρωγμές που αραίωναν το μαύρο του ουρανού. Περιμένοντας να ανοίξει ο αρχαιολογικός χώρος του Σταδίου, ήταν ωραίο να συναντάς φίλους και γνωστούς τόσο από την Αθήνα όσο και από την Επίδαυρο φρέσκους, νυσταγμένους ή αγουροξυπνημένους με μία ευχάριστη προσμονή για την παράσταση -σε μία απρόβλεπτη ώρα που θύμιζε Πάσχα ή Πρωτοχρονιά. Στις έξη παρά πέντε άνοιξε η μικρή, για τόσο κόσμο, είσοδος του αρχαιολογικού χώρου και μπήκαμε -αρκετοί για πρώτη φορά- στο Στάδιο που θα γινόταν η παράσταση. Ο χώρος του Σταδίου και το πράσινο τοπίο με τα δέντρα, το χορτάρι και τους βράχους διακρινόταν σε ένα υπόλευκο φως χωρίς ακόμα ήλιο. ‘Το τοπίο στην πιο αγνή του ώρα’ όπως είχε γράψει η σκηνοθέτης-ηθοποιός στο σημείωμά της.
Καθίσαμε στις κερκίδες της μία πλευράς, ενώ απέναντί μας στο άνοιγμα όπου ήταν κάποτε η είσοδος των αθλητών, κρεμόταν ένα τεράστιο νάυλον πέπλο, μεταμοντέρνο σύμβολο μίας πύλης ναού ή παλατιού (των Ατρειδών ίσως ). Ενώ ταχτοποιούμασταν στο χώρο, κραυγές της ηθοποιού, ακατάληπτες, ακούγονταν πίσω από το πέπλο, μεταφέροντάς μας στα άδυτα αρχαίου μαντείου.
Λίγο μετά τις 6.00, ξεκίνησε η παράσταση με τον Δημήτρη Καμαρωτό και την ηλεκτρονική του εγκατάσταση και τα πνευστά στις παρυφές της -από πέτρες σχηματισμένης- ορχήστρας, ενώ η Στεφανία Γουλιώτη στάθηκε στο κέντρο, λιτά ντυμένη, με λευκές σελίδες-παρτιτούρες, τις οποίες απίθωσε στο έδαφος και ακινητοποίησε με δύο πέτρες σαν άλλη θυμέλη της ορχήστρας. Μπροστά της αιωρείτο ένα μικρόφωνο ραδιοφώνου από ψηλά, στο οποίο πλησιάζοντας άρχισε να ερμηνεύει την τραγωδία.
Οι πρώτοι της ήχοι ήταν εναγώνιες ανάσες που διέκοπταν όποιες της λέξεις επιχειρούσαν να ξεμυτίσουν και να αρθρωθούν, υποβάλλοντας την ατμόσφαιρα της τραγωδίας που πραγματεύεται την ενοχή, τις τύψεις και την τιμωρία στη συνείδηση εκείνου που εγκλημάτησε.
Πρόταση της σκηνοθέτη/ηθοποιού που παρουσίασε για πρώτη φορά τις Ευμενίδες στον κλειστό χώρο του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς το 2015, είναι να ακουστεί όλο το κείμενο μέσα από μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, όπου τα πρόσωπα του έργου αποτελούν τις εσωτερικές φωνές ενός και μόνο υποκειμένου, που αλληλοσυγκρούονται μέσα στη συνείδησή του. Ιδέα που έφερε επάξια σε πέρας και τότε και τώρα.
Στη φετινή της προσπάθεια ( η ίδια ανέφερε σε συνέντευξη ότι θα μπορούσε να ασχολείται με την ανεξάντλητη αυτή τραγωδία για όλη της τη ζωή- και δεν έχουμε παρά να δικαιώσουμε αυτή της την άποψη από το αποτέλεσμα), θέλησε να ενσωματώσει την εσωτερική αυτή, μέχρις εσχάτων, μάχη στο φυσικό περιβάλλον του αρχαίου σταδίου και να λειτουργήσει ως ‘διάμεσος’ ανάμεσα στο κείμενο του Αισχύλου, τα πρόσωπα, την αλλαγή της ώρας και του φωτισμού, ενταγμένα μέσα στο τοπίο. Και τα κατάφερε.
Μέσα από τις εναλλαγές της ανάσας της, τους λαρυγγισμούς, τους τόνους και τα ημιτόνια της φωνής της, τον άναρθρο λόγο ( του νήπιου; του παλινδρομημένου μέχρι ψύχωσης ενήλικα που αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεών του;) μέχρι την απόκοσμη σοβαρότητα και στιβαρότητα του λόγου των θεών, κατάφερε να αποδώσει την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων και υπερβατικών χαρακτήρων του έργου.
Μπροστά μας παρέλασαν πειστικά, με την ίδια την πρωταγωνίστρια να παραμένει -σε εγρήγορση- στατική την περισσότερη ώρα, η Μάντις, οι Ερινύες , ο Ορέστης, το φάσμα της Κλυταιμνήστρας, ο Απόλλωνας και η Αθηνά. Το ιδιαίτερο του αιωρούμενου μικροφώνου μπροστά της, ήταν ότι προσέδιδε μία αίσθηση ‘ραδιοφωνικής συχνότητας’ με το εκάστοτε πρόσωπο με το οποίο η πρωταγωνίστρια ‘συντονιζόταν’ και του οποίου τον λόγο και την πληγωμένη αίσθηση δικαίου απέδιδε. Ο ‘συντονισμός’ αυτός υπογραμμιζόταν από τους ήχους-μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού που είχαν κάτι από την παραφωνία ή τον οξύ ήχο του ραδιοφωνικού σήματος που ακόμη δεν έχει ‘σταθεροποιηθεί’. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην απόδοση της φωνής των Ερινύων από τη Στεφανία Γουλιώτη για το ρίγος της φρικαλεότητας που απέπνεε/απέπνεαν: οι γηραλέες θεότητες της εκδίκησης που διαισθάνονται ότι χάνουν τα ηνία από τους νεώτερους θεούς και γίνονται καταστροφικές ως προς το θύμα τους Ορέστη και την πόλη που απαρνείται την ισχύ τους. Το ‘παράφορο, φρενοβλαβές’ άσμα τους μάς συμπαρέσυρε ως κοινό με την δύναμη που η πρωταγωνίστρια το απήγγειλε, άναρθρο και στριγγό σε πολλά του σημεία, όπου ο λόγος προκαλεί δέος καθώς στην πορεία αποκρυσταλλώνεται σε απειλή. Το ίδιο ισχύει και στον αντίποδα για τη νηφαλιότητα και την απόκοσμη ηρεμία στη φωνή της θεάς Αθηνάς που εγκαθιδρύει το κοσμικό δίκαιο στην πόλη της Αθήνας. Ήταν τέτοια η ένταση της απόδοσης, η γαλήνη του φυσικού χώρου και η μεταβεβλημένη μας αντίληψη λόγω της αγρύπνιας, που προσέγγισε θεωρώ την αίσθηση ενός ομαδικού διαλογισμού ή κυριολεκτικής -και όχι μεταφορικής- μυσταγωγίας.
Η παράσταση έφτασε στην ολοκλήρωσή της μετά τις 7, λίγο αφού οι πρώτες αχτίδες του ήλιου φώτισαν στο πλάι το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας.
Το σκοτάδι είχε δώσει τη θέση του στο φως, ένα αναπάντεχο σμήνος πουλιών που πέρασε πάνω από το Στάδιο συνόδευσε τα λόγια του Ορέστη που επέστρεφε αθωωμένος στο Άργος, ενώ η ίδια η πρωταγωνίστρια στην έξοδο του κειμένου απομακρύνθηκε από την ορχήστρα, σκαρφάλωσε στην πράσινη πλαγιά και από μακριά, με δυσδιάκριτο πλέον το πρόσωπό της, υπερβατική, ενταγμένη σαν ανάμνηση στον πίνακα της φύσης, απήγγειλε τις ευχές αγάπης κι ευλογίας της θέας Αθηνάς και των Ευμενίδων –πια- για την πόλη τους. Από εκεί και υποκλίθηκε.
Μεγάλη συγκίνηση, ‘α-ληθής’ εμπειρία για όσους παρευρεθήκαμε.