Πόση οδύνη μπορεί να κρύβει ένα γράμμα; Οδύνη για εκείνον που το γράφει, οδύνη για εκείνον που το λαμβάνει, οδύνη για εκείνον που είναι για πάντα χαμένος μέσα στους πεθαμένους. Τρία τραγικά πρόσωπα περιδινούνται με τραγικό μένος σε έναν όλεθρο μνήμης, αναστεναγμών, δακρίων, πολέμου, παθιασμένων ενοχών κι ενός θανάτου που θυμίζει εκείνα τα φιλιά από τα χείλη σου λεκιασμένα από σοκολάτα.
Ο μεγάλος Fernando Arrabal συνέγραψε τον θεατρικό μονόλογο Lettre d’ Amour (Γράμμα Αγάπης) πριν από τριάντα χρόνια, ο οποίος παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση του Νεκτάριου-Γεώργιου Κωνσταντινίδη (το «Γράμμα Αγάπης» κυκλοφορεί μαζί με το έργο του Αραμπάλ «Κλωντέλ και Κάφκα» σε ενιαίο τόμο από τις εκδόσεις Ηριδανός) και σκηνοθεσία Χρυσάνθης Κορνηλίου. Ο Fernando Arrabal, γεννημένος το 1932 στη Melilla του Ισπανικού Μαρόκου, ζει μόνιμα στη Γαλλία από το 1956. Ο Arrabal γράφει στη γαλλική γλώσσα, και είναι συνιδρυτής του Théâtre Panique μαζί με τους Topor και Jodorowsky. Στη μακρά πορεία του συνομίλησε με εκπροσώπους του γαλλικού théâtre de l‘absurde, όπως ο Ionesco και ο Beckett.
Ο συγγραφέας δράττει τον μίτο μιας προσωπικής ιστορίας, της δικής του ιστορίας που ξεπροβάλλει αιμόφυρτη μέσα από τον Ισπανικό Εμφύλιο γεμάτη βαθιές πληγές, θραύσματα βλημάτων, ελπίδας, αγάπης, πάθους, αρρωστημένου πόθου, προδοσίας, νοσταλγίας και θλίψης. Το Lettre d’ Amour αγκαλιάζει μια παιδική ηλικία για πάντα χαμένη, που βίωσε τη βαρβαρότητα του πατρικού θανάτου και την αλλόκοτη σαγήνη της μητρικής αγκαλιάς.
Το Lettre d’ Amour συνιστά μια διττή δημιουργική υπόσταση˙ συνιστά ένα έργο αφ΄ενός θεατρικό και, αφ΄ετέρου, λογοτεχνικό, μια μορφή λογοτεχνικού κειμένου. Στο πλαίσιο αυτό, το έργο ως αυτοβιογραφικό πόνημα, προβάλλει μια ορισμένη και, σαφώς, κυρίαρχη πραγματικότητα, η οποία δράττει το μεγαλείο της αλήθειας της, ενώ ταυτόχρονα, στη θεατρική της μορφή, επιβάλλει την αλήθεια αυτή σε σκηνική αναπαράσταση. Ωστόσο, αυτό συντελείται παραπληρωματικά, χωρίς – πρέπει να τονίσουμε – το κείμενο να στερείται τη δυναμική της νοηματικής του υπόστασης.
Ως εκ τούτου, η θεατρική υπόσταση του δημιουργήματος συνδέεται με σειρά εκφραστικών μέσων, όπως η σκηνοθεσία, η υποκριτική, τα σκηνικά και, μεταξύ άλλων, η μετάφραση, δηλαδή, η δυναμική της γλωσσικής επικοινωνίας που ξεκινά από τη γλώσσα εκκίνησης και φτάνει στη γλώσσα προορισμού. Το κείμενο ανασαλεύει ιδιαίτερα θεματικά κέντρα που συνταράσσουν το τρίγωνο μεταξύ πατέρα, μητέρας και γιού με συναισθηματική έκφραση γεμάτη συγκίνηση, νοσταλγία, μένος, μήνι, εκδικητικότητα, έρωτα, πάθος.
Η μετάφραση του Ν-Γ. Κωνσταντινίδη, πέραν του γραμματικά άρτιου λόγου, αγκαλιάζει με ευαισθησία τις ρωγμές των τριών αυτών προσώπων και τις ανθολογεί προκαλώντας συγκίνηση, εντείνοντας την εσωτερική πάλη της μητέρας και του γιού˙ ο λόγος του κειμένου σμιλεύει με περισσή ενσυναίσθηση κάθε μητρική κραυγή απόγνωσης, που σφύζει από έναν λανθάνοντα αισθησιασμό απέναντι στον γιο, μια ανεπαίσθητη οιδιπόδεια αγωνία που κυριαρχεί σε όλο το έργο.
Παράλληλα, η μετάφραση έχει αποδώσει κάθε έννοια, κάθε λεπτή σαγήνη, κάθε λαβωματιά, κάθε τραγικό αναστεναγμό, εκείνα τα κουρελιασμένα σπαράγματα θλίψης που βουλιάζουν σε νήδυμους αλλά και ταραγμένους πόθους. Η κάθε λέξη είναι τόσο ιδιαίτερη, μοναδική για τη σημασία του συναισθήματος και της αίσθησης της κάθε φράσης, προκαλώντας μέθεξη, εκείνη την αδήριτη ανάγκη να ταυτιστεί ο θεατής με τους χαρακτήρες και το δράμα.
Η σκηνοθεσία της Χρυσάνθης Κορνηλίου αναδεικνύει με μια ανεπαίσθητη εκρηκτικότητα και αλήθεια τις πολλαπλές συγκρούσεις, τις στρεβλώσεις των ρόλων και τη χιμαιρική πραγματικότητα που πνίγουν αυτό το τρίγωνο. Ακόμη και ο τίτλος μας παρασύρει, συνειδητά, σε ένα τραγικό οξύμωρο, καθώς το γράμμα του γιου, απέχει πολύ από γράμμα αγάπης, καθώς είναι γράμμα αποχωρισμού. Ένας αποχωρισμός με απαρχές στα βάθη των μητρικών αναμνήσεων, η οποία περιπλέκεται ολέθρια γύρω από την παθιασμένη αγάπη για τον γιο.
Η σκηνοθεσία τονίζει την φυσική απουσία του πατέρα, που κυριαρχεί ωστόσο στην καρδιά και τη φαντασία του παιδιού ως ήρωας όχι μόνο του πολέμου, αλλά και της παιδικής του ψυχής. Ωστόσο, τονίζεται παράλληλα το γεγονός ότι ο χαμένος πατέρας απουσιάζει παντοιοτρόπως από την καρδιά της μητέρας, στην οποία θέση έχει μόνο ο γιος. Έτσι η σκηνοθεσία ενεργοποιεί όλη τη συνταρακτική εξέλιξη του μονόλογου και παρουσιάζει τον γιο ενώπιον ημών μέσα από τα φθαρμένα, κιτρινισμένα γράμματά του που κρατούσε στην αγκαλιά η μητέρα, σαν φιλιά φευγαλέα και φλογερά. Έτσι, αξιοποιείται αριστοτεχνικά κάθε συναισθηματική πτυχή αυτής της εξομολογητικής σύγκρουσης, που ενώνει τους αβάσταχτα απελπισμένους μονόλογους της μητέρας και του γιού μέσα από την ανάγνωση των παλαιών γραμμάτων.
Η αρρωστημένη μητρική κυριαρχία είναι υπεύθυνη για τον θάνατο του πατέρα σε συναισθηματικό επίπεδο, έναν θάνατο τον οποίο ο γιος αντιλαμβάνεται ασυνείδητα, το πένθος του οποίου κουβαλάει τραγικά μέσα του από την παιδική ηλικία και, στην ουσία, αυτός ο συναισθηματικός θάνατος είναι το «κατηγορώ» του απέναντι στη μητέρα˙ παράλληλα η μητέρα είναι υπεύθυνη για τον «ευνουχισμό» του γιού, ωστόσο, εκείνος ενηλικιώνεται μόλις ανακαλύπτει την καταδίκη σε θάνατο του πατέρα και συνειδητοποιεί ότι έγινε κύριος του οίκου.
Η μοιραία και βιασμένη ενηλικίωση του γιού τον οδηγεί στην ωριμότητα, καθώς μέσα του παλεύουν πάθη, πένθος και θάνατος. Ο γιος, ως σύγχρονος Ορέστης αποφασίζει να σκοτώσει τη μητέρα του, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για τον πατρικό θάνατο, για τον φόνο του οίκου. Η τιμωρία που επιφυλάσσει στη μητέρα είναι, ενδεχομένως, χειρότερη από τον θάνατο, και ο ίδιος το γνωριζεί και το πράττει συνειδητά˙ την τιμωρεί, δολοφονώντας την εκδικητικά και μαρτυρικά μέσα από την φυγή και την ατέρμονη, βασανιστική σιωπή του. Είναι ένα τέλος θανάτοιο, αβάσταχτο για τη μητέρα που βουλιάζει αρρωστημένα και νεκρικά στην οδύνη και τον προσωπικό της όλεθρο.
Η Χάρις Συμεωνίδου παίρνει πάνω της αυτόν τον ρόλο με το τεράστιο συναισθηματικό βάρος και τον ερμηνεύει με εκείνη την ανείπωτη απόγνωση που προκαλεί η τραγική απώλεια˙ απώλεια στιγμών, φιλιών, ευτυχίας. Συγκρούεται με τον εαυτό της, γελάει και κλαίει, ζει κάθε στιγμή του ολέθρου της, με μια σαλεμένη εκρηκτικότητα και ηδονική αυταρέσκεια, δέσμια του πάθους της και της σύγχυσής της, καθώς τουλάχιστον τρεις φορές αναφέρει διαφορετικούς τρόπους παραλαβής του γράμματος˙ παραληρεί άλλοτε ερωτικά, άλλοτε απελπισμένα, γεμάτη ενοχική νοσταλγία, νεκρές επιθυμίες και θαμμένες ελπίδες για να χαθεί στο μένος μιας ατέρμονης απαντοχής.
Το Γράμμα Αγάπης είναι ένας μονόλογος που εκτός από τη σκηνική του παρουσίαση συγκινεί με την «αληθινή» του πραγματικότητα και την ένταση της προσωπικής ταύτισης με τις άηχες κραυγές πένθους. Φαντάζομαι ότι κάπου στο βάθος των αναμνήσεων φωλιάζουν αγάπες ξεφτισμένες και παλιές, μόνες και ανέγγιχτες, θρήνοι για χαμένα παιδιά και λατρεμένα όνειρα που στριφογυρίζουν χαρούμενα μέσα στα τρομακτικά ουρλιαχτά μας την ώρα που τα αναζητούμε μέσα στη νύχτα…
…και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.
Λία Τσεκούρα, 06122019