Sei personaggi in cerca del’ autore.
Luigi Pirandello.
Αλήθεια και ψευδαίσθηση στη σκηνή του Altera Pars.
«Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».
Luigi Pirandello,
Σκηνοθεσία: Πέτρος Νάκος.
Θέατρο Altera Pars, θεατρική περίοδος 2023-2024.
Όμορφη ήταν εκείνη η πλάνη που γεννήθηκε μέσα στο σκοτάδι, την ώρα που το χέρι άγγιξε ένα καντήλι σμιλεμένο πάνω σε πένθος, χρόνια ξεχασμένο στα πέπλα του χρόνου. Χίλες εικόνες σπάσανε μπροστά στο φως, και ξανασπάσανε και ξανασπάσανε και γίναν θλίψεις αμέτρητες, αίμα με άρωμα πηλού…έξω αντήχησε η νύχτα που έφευγε αφήνοντας πίσω της μια σκισμένη αυλαία…και δεν ξεχώριζες πού ήταν η σκηνή και πού ο θάνατος…
Sei personaggi in cerca del’ autore! O Luigi Pirandello (1867-1936) παρουσίασε το τρίπρακτο αυτό δράμα του το 1921 στο Teatro Valle της Ρώμης υπό τον θίασο του Dario Niccodemi με το κοινό να διχάζεται. Το έργο του Pirandello είναι έμπλεο μοντερνιστικών στοιχείων, βάσει της θεματολογίας του, ενώ παράλληλα εμπνέει πλειάδα δραματουργών, από το θέατρο του παραλόγου των Beckett και Ionesco έως τον Anouilh και τον Sartre.
Το Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, όπως αποδίδεται στην Ελληνική,
παρουσιάστηκε επίσης στο Παρίσι το 1923, στην “Comédie des Champs Elysées” σκηνοθετημένο από τον Georges Pitoëff, που καινοτομεί με μια λιτή κι αφαιρετική σκηνική παρουσίαση. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται πρώτη φορά το 1943 στο θέατρο «Αλίκης» από τον θίασο του «Θεάτρου Τέχνης» του πρωτοπόρου δημιουργού
Καρόλου Κουν σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη.
Έκτοτε, παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1959 σε σκηνοθεσία
Αλέξη Σολομού και το 2003 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου· στο πέρασμα των ετών, αρκετοί σκηνοθέτες και θίασοι αναμετρήθηκαν με τη δυναμική του συγκεκριμένου δράματος, όπως ο κ. Πέτρος Νάκος, του οποίου το έργο παρουσιάζεται στο παρόν πόνημα.
Μεταξύ επέκεινα και επί τάδε το συγκεκριμένο, και όχι μόνο, έργο του Pirandello συνιστά μια καταβύθιση στο είναι, όπου ανασαλεύουν κρυφές εικόνες, θαμμένες σε σπήλαια του νου· αμέτρητα είδωλα και στυγερά κάτοπτρα ερωτοτροπούν και αναγεννούν τη μυστήρια ανθρώπινη πολλαπλότητα του είναι που προσκολλημένη στο φαίνεσθαι αναζητά τη λύτρωση.
Ο Pirandello αποτυπώνει δραματικά μια νεκρή ζώνη μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας που συνιστά συγκροτητικό όρο του δράματος, αφήνοντας έκθετα τα ρευστά -καίτοι αυθύπαρκτα- όρια της ανθρώπινης, φευγαλέας παρουσίας· ως εκ τούτου, σταδιακά αναδύονται σπαράγματα ζωής, τραύματα, εφιάλτες και πάθη, άηχες κραυγές οδύνης που διεισδύουν σε ανθρώπινες ιστορίες.
Ο συγγραφέας με αριστουργηματικό τρόπο υφαίνει έναν καμβά πάνω στον οποίο αναπαρίστανται τα αμέτρητα πρωινά και οι ατέλειωτες νύχτες του ασυνείδητου αλλά και του συνειδητού ορίζοντα που φωτίζει και ελέγχει τις πράξεις της ανθρωπινότητας· το κείμενο πλημμυρισμένο με ποιητικότητα, γοητεία και οδύνη ιχνηλατεί τον όλεθρο, δομώντας, κυριεύοντας τον εσώτερο υπαρκτικό ίσκιο των Προσώπων αυτών, δεμένων σε μια μοίρα αμείλικτη.
Η σκηνοθεσία του Πέτρου Νάκου έχει τηρήσει εν γένει τις οδηγίες του συγγραφέα, ήτοι την ενδυμασία των έξι Προσώπων, όπως και τη διαφοροποίηση μεταξύ Θιάσου/ηθοποιών και Προσώπων μέσω του φωτισμού· ο σκηνοθέτης δε στρέφεται ωστόσο στη χρήση μάσκας, όπως αναφέρει ο Pirandello στις σκηνοθετικές οδηγίες, αφήνοντας έκθετα τα πρόσωπα των ηθοποιών να εκφραστούν και να ερμηνεύσουν τις αμέτρητες εκδοχές του είναι.
Η οπτική του σκηνοθέτη περιπλέκει με ευαισθησία, συνέπεια και γνώση τα δραματουργικά στοιχεία και παροντοποιεί μια παράσταση που στοχεύει στην ανάδειξη του μαγικού κατόπτρου, του πιραντελικού θεάτρου εν θεάτρω· ως εκ τούτου πραγματικότητα και αυταπάτη, αλήθεια και ψέμα αγκαλιάζουν το ένα το άλλο, αποτυπώνοντας μια ταυτοτική ρευστότητα, μια ερωτική ενικότητα, η οποία παρασύρει εντός της τη ζωή και το θέατρο.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ζωντανότητα του θεάτρου καθίσταται μια συνθήκη δυναμική που αναδύεται διαμορφώνοντας τη δομή του δράματος, το οποίο διαιρείται δραματουργικά στην «πρόβα» του Θιάσου και την «είσοδο» των έξι Προσώπων· η είσοδος αυτή διακόπτει την προαναφερόμενη πρόβα, προβάλλοντας έτσι με εύστοχο τρόπο το μετακινούμενο όριο που χωρίζει πρόβα και παρουσία των Προσώπων, ζωή και ψευδαίσθηση.
Ως εκ τούτου, οι παραστασιακοί ρυθμοί της πρόβας ερείδονται στον χώρο, τον χρόνο, την κινησιολογία, το παραστασιακό κείμενο και τα επιμέρους σημεία· αρχικά επικρατεί μια άναρχη διασπορά στον χώρο που άλλοτε επιταχύνεται κι άλλοτε επιβραδύνεται ανάλογα με το δραματικό διακύβευμα και τη σκηνοθετική στόχευση.
Σκηνοθετικά κυριαρχεί η αγωνία της επερχόμενης παράστασης και η καθημερινότητα των ηθοποιών που εμπλέκεται με την πρόβα του επερχόμενου έργου, το οποίο θα παρουσιάσει ο θίασος. Έτσι, το θέατρο προβάλλει με δραματουργικό τρόπο τον εαυτό του, διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις του θεατή, παρουσιάζοντας μια εν θεάτρω πρόβα. Η διείσδυση του κοινού στα άδυτα της πρόβας, ενισχύεται από την έλλειψη αυλαίας ενσωματώνοντας το κοινό στην παραστασιακή δράση.
Ήδη από την πρόβα, η σκηνοθεσία μέσω των σημείων της υποκριτικής και του φωτισμού αποδίδει συγκεκριμένη ατμόσφαιρα· η συνήθης ευχάριστη και χαλαρή διάθεση της πρόβας προβάλλεται μέσω ενός φυσικού υποκριτικού ύφους, με την άνετη κι ελεύθερη κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή, σε κάθετο και οριζόντιο άξονα, την ενασχόληση με την ατομική ερμηνεία αλλά και ένταξη στο όλον, με συνομιλίες, πρόβες τμημάτων σκηνών μεταξύ των χαρακτήρων και αστεϊσμούς μεταξύ των ηθοποιών.
Σχετικά με τη σκηνοθετική οπτική, ο Π. Νάκος διαχωρίζει σαφώς τον
θίασο από τα Πρόσωπα σε σκηνικό επίπεδο, ενώ σε αυτό συνεπικουρεί και το μέγεθος της σκηνής· οπότε, ενώ κατά τη διάρκεια της πρόβας η σκηνή είναι πλημμυρισμένη από τα μέλη του θιάσου, τη στιγμή τη εισόδου των Προσώπων ο θίασος διασκορπίζεται κι έκτοτε τα πρόσωπα κυριαρχούν σκηνικά.
Η σκηνοθετική διαχείριση των κουστουμιών τηρεί την πιραντελική επιθυμία περί διαχωρισμού θιάσου και Προσώπων· τα ρούχα του θιάσου είναι απλά, καθημερινά, παραπέμπουν σε μια σύγχρονη και ρεαλιστική καθημερινότητα, είναι άνετα, λιτά αλλά πολυποίκιλα, σε γήινα χρώματα και λειτουργούν συνδυαστικά με
το λιτό και υποδηλωτικό σκηνικό. Αντιθέτως, τα κοστούμια των Προσώπων είναι σκοτεινά, σαν το ασυνείδητό τους, πένθιμα και επιβλητικά, αφήνοντας μια αχλύ ερωτισμού -Κόρη- ενώ καταδεικνύουν την εσωτερική τους πάλη.
Η υποκριτική του θιάσου του Π. Νάκου δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μέθεξης που στέκει κυρίαρχη σε όλη την παράσταση. Οι κ. Γιώργος Κροντήρης, Πέτρος Νάκος, Αγγελική Κοντού, Στέλλα Κωνσταντάτου, Δημήτρης Δρακόπουλος, Άντα Κουγιά, Σάκης Σιούτης, Ηλίας Τσούμπελης, Σοφία Παναγιωτάκη, Ελβίρα Μπαρτζώκα, Αργυρώ Τσιρίτα ερμηνεύουν με ευαισθησία και γνώση ρόλους δύσκολους, πολύπλευρους αλλά καλοδουλεμένους που κερδίζουν την προσοχή του κοινού.
Πιο αναλυτικά, σε επίπεδο παράστασης, η υποκριτική των ηθοποιών διαχωρίζεται από εκείνη των Προσώπων, καθώς η πρώτη είναι ελεύθερη και φυσική, ενώ αποκτά θεατρική μορφή κατά την εν θεάτρω πρόβα· αντιθέτως η υποκριτική των Προσώπων λειτουργεί σε πιο αργούς ρυθμούς, αποδίδοντας με ποιητική βραδύτητα ρόλους που υπόκεινται σε μελετημένη και εκλεπτυσμένη κινησεολογία, όπου γίνεται αντιληπτή η συσχέτιση μεταξύ κινητικών (χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου, στάση σώματος) και οπτικών σημείων με βασικό ενορχηστρωτή τον λόγο.
Ως εκ τούτου, ο σκηνοθέτης καθιστά τον θίασο έναν οιονεί χορό που μετέχει της τραγωδίας των Προσώπων, διαμορφώνοντας μια σκηνοθεσία με όρους τρισδιάστατης υφής. Ως εκ τούτου, αναδύονται τα πολυεπίπεδα κάτοπτρα του θεάτρου εν θεάτρω, με αποτέλεσμα μια συγχώνευση των επιπέδων της πραγματικότητας που εντάσσονται σε ένα δυσδιάκριτο πλαίσιο.
Επιπλέον, γίνεται αντιληπτός ένας συγκλονιστικός αντικατοπτρισμός, όπου η πρόβα συνιστά την αλήθεια και η αλήθεια των Προσώπων καθίσταται θεατρικό υποκείμενο -φαινομενικά πάντα! Η απουσία διακριτότητας μεταξύ αλήθειας και ψευδαίσθησης αναπαριστά ανάγλυφη την πραγματικότητα του Θιάσου, την ίδια στιγμή που η πραγματικότητα των Προσώπων συνιστά ψευδαίσθηση για τον
θίασο· απεγνωσμένα Πατέρας και Κόρη προσπαθούν να πείσουν τον Σκηνοθέτη -και τον Θίασο- ότι η ιστορία που μεταφέρουν στη σκηνή είναι η δική τους ιστορία, η ίδια τους η ζωή.
Οι ρυθμοί της παράστασης συστέλλονται με κυρίαρχο σημείο την ερμηνεία που συνδέεται άρρηκτα με το κείμενο, ενώ προκύπτουν γοητευτικές δραματικές κορυφώσεις, όπως η εμφάνιση και η σκηνή με τη Mme Pace. Ο χρόνος διαστέλλεται και απλώνεται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, αγκαλιάζοντας με μυστήριο την ενθαδικότητα.
Η ερμηνεία της Κόρης εκφράζεται με χειρονομίες, φέρει ένταση, οργή και ειρωνεία, αλλά και χάρη· η εκφορά του λόγου, με αρκετά παραγλωσσικά στοιχεία, επικοινωνεί με το συναίσθημα και αναδύεται διάφανα μέσω χειρονομιών και στάσεων πλημμυρίζοντας τη σκηνή λυρισμό αλλά και θλίψη.
Η ερμηνεία του Πατέρα συντονίζεται με τη βραδύτητα εκφοράς ενός λόγου φιλοσοφικού που ενισχύεται από παραγλωσσικά στοιχεία, όπως παύσεις και σιωπές· η βραδύτητα στην εκφορά του λόγου και της κίνησης εντείνουν το συναίσθημα της προσωπικής ματαίωσης και της απόγνωσης -αλλά και καταφάσκουν τη φιλοσοφική αλήθεια της ύπαρξης και το αναπόφευκτο χτύπημα της μοίρας.
Η ερμηνεία της Μητέρας είναι υπαινικτική, με λόγο λυγμικό, σα μακρόσυρτο μοιρολόι, ενώ τα παραγλωσσικά στοιχεία της φωνής εκφράζουν πένθος και οι κραυγές οδύνης. Η εικόνα της παραπέμπει σε μνήμες από μαυροφορεμένες
γυναίκες της Σικελίας -αλλά και της Ελλάδας- στοιχείο που μαρτυρεί τις ιταλικές αναφορές του σκηνοθέτη.
Ο Γιος τονίζει την αποστασιοποίησή του και δρα περισσότερο ως έντονη παρουσία κι όχι ως δρων Πρόσωπο· χρησιμοποιεί παραγλωσσικά σημεία, ταχύτητα εκφοράς λόγου ασθμαίνοντος κι έντονου, εξωτερικεύοντας οργή, ειρωνεία, περιφρόνηση και επιθετικότητα.
Επίκεντρο της δράσης συνιστά η σχέση μεταξύ Πατέρα και Κόρης,
δραματουργικό στοιχείο που συγκροτεί και τον σημαίνοντα πυρήνα του τραύματος· συνεκτικό κρίκο αποτελεί η Madame Pace, η οποία προκύπτει από το πουθενά για να προσδώσει
αληθοφάνεια στην ψευδαίσθηση. Μπλεγμένη στο ταυτοτικό οξύμωρο του ονόματός της, η Mademe Pace, συνιστά μια απουσία ειρήνης, μια υπερατομική παρουσία του κακού που καταβροχθίζει ανελέητα οράματα και κοριτσίστικα όνειρα.
Η προσεγμένη και εύστοχη μετάφραση του Π. Νάκου αναδεικνύει τις σημασίες και το δραματικό υπόβαθρο, τα σκηνικά του Altera Pars είναι υπαινικτικά και λιτά, ενώ η μουσική επιμέλεια της Αγγελικής Κοντού ενισχύει τη συναισθηματική ένταση της παράστασης. Οι μαυροκόκκινοι φωτισμοί του Π. Νάκου συνιστούν άλλον έναν ζωντανό υποκριτή επί σκηνής, τονίζοντας με έναν λανθάνοντα εξπρεσιονισμό ρηγματώσεις και ολέθρους που βασανίζουν τις ενικές υποστάσεις και τα εκατό χιλιάδες κάτοπτρα της ανθρώπινης υπόστασης.
Ξέφυγε το ποτάμι μέσα από τα χέρια μας κι έβαψε τους λογισμούς μας με πορφύρα…εκεί στην άκρη της σκηνής, δίπλα από τα σβηστά φώτα της ράμπας αγγίξαμε το κόκκινο της ντροπής, καθώς πέρα χάραζε, στ΄ αλήθεια, η μοίρα μιας αιώνιας ψευδαίσθησης, βαθιάς σαν σπαραγμός.
Λία Τσεκούρα,
Πεντέλη 29112024.