Ένα εμβληματικό έργο παρουσιάζεται με ροκ δονήσεις στη σκηνή του πολυχώρου BIOS.
«HEDDA GABLER»
του Henrik Ibsen
σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά
Χώρος BIOS
Η Hedda Gabler δημοσιεύθηκε στην Κοπεγχάγη στις 16 Δεκεμβρίου 1890, όντας το πρώτο έργο του Henrik Ibsen που μεταφράζεται και δημοσιεύεται στην Αγγλία και την Αμερική σχεδόν ταυτόχρονα με τη Σκανδιναβία. Η πρεμιέρα δόθηκε στο Residenz Theater του Μονάχου τον Ιανουάριο του 1891 με τον συγγραφέα να παρακολουθεί από τα παρασκήνια.
Η Νορβηγία της εποχής του Ibsen βρίσκεται σε κατάσταση αναζήτησης της αυτονομίας της και της εθνικής της ταυτότητας, συμμετέχει μεν στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848, ωστόσο παραμένει εσωστρεφής με έντονα στοιχεία λουθηρανισμού∙ η κοινωνία αυτή είναι η πηγή έμπνευσης του Ibsen που λόγω οικογενειακών καταστάσεων βιώνει την κοινωνική απόρριψη και ματαίωση, στοιχείο που ενδυναμώνει το ήδη γόνιμο πνεύμα του.
Αν για τον Ibsen το γράψιμο τον βοηθά να αδειάσει το δηλητήριό του, αντιλαμβάνεται κανείς τις υπόρρητες σημασίες που ενώνουν τις πτυχές του πλούσιου δραματικού του έργου∙ εκπρόσωπος του προβληματισμένου θεάτρου, ο Ibsen, με τη γραφή του, ανατέμνει την κοινωνία, ιδιαίτερα τον κόσμο των αστών, την έωλη σεμνοτυφία και την ανούσια φιλοδοξία της νορβηγικής προτεσταντικής κοινωνίας, εστιάζοντας στην ανειλικρίνεια, την υποκρισία και την κενότητα που διέπουν τις συζυγικές – και όχι μόνο – σχέσεις.
Hedda Gabler! Άλλο ένα ιψενικό έργο που εστιάζει στον ψυχισμό της γυναικείας φύσης και ιχνηλατεί τα ψυχολογικά μονοπάτια και τις συναισθηματικές αναδρομές∙ η πρόθεσή μου να δώσω αυτό το όνομα ήταν να δείξω ότι η Hedda ως προσωπικότητα πρέπει να θεωρείται περισσότερο κόρη του πατέρα της από ό,τι σύζυγος του συζύγου της!
Η σκέψη αυτή του δημιουργού της Hedda Gabler καταδεικνύει αφ΄ενός ότι η Hedda συνιστά μια αυτόνομη προσωπικότητα που αρνείται να αφομοιωθεί από τον συζυγικό οίκο – τον οποίο αντιμετωπίζει με επιθετικό και καταστροφικό τρόπο – και αφ΄ετέρου ότι η Hedda παραμένει κόρη του δημιουργού της, μια ελεύθερη, ανυπότακτη, εμμονική και τραγική προσωπικότητα που ερμηνεύει πάνω στη σκηνή τις απόψεις του πνευματικού πατέρα της, του Ibsen. Η Hedda του Henrik Ibsen κατακεραυνώνει με ξεδιάντροπο μένος – αλλά εντός του πλαισίου της αστικής ευγένειας – την αστική κοινωνία και τις προτεσταντικές της συμβάσεις και ψευδαισθήσεις, με μονόδρομο, ωστόσο, την αυτοκαταστροφή.
Hedda Gabler! Ο τίτλος του δράματος διαθέτει μια ταυτότητα με μυστήριο, συγχρόνως σκληρή και αποφασισμένη, χαρακτηριστικά που οφείλονται, μεταξύ άλλων, και στην ηχηρότητα των συμφώνων του επωνύμου∙ το επώνυμο Gabler ηχεί δυνατά, απότομα και κοφτά, σαν ένα εκκωφαντικό τέλος που σφραγίζει παλιές αμαρτίες και άλυτα κρίματα, σαν τον πυροβολισμό εκείνου του όπλου που γίνεται παιχνίδι θανάτου στα χέρια της Hedda.
Σταδιακά, γίνεται αντιληπτό ότι ο τίτλος Hedda Gabler συνιστά το νοηματικό κέντρο, γύρω από το οποίο περιδινούνται οι εξελίξεις, οι ηθικές συγκρούσεις και τα φονικά αδιέξοδα των προσώπων∙ η ιψενική γραφή ξεχύνεται κομψή αλλά ανηλεής – όπως η Hedda – αναμοχλεύοντας το σκοτεινό υφάδι πάνω στο οποίο πλέκονται με δηλητηριώδη ορμή τραγικές ιστορίες τραγικών ανθρώπων.
O Ibsen, συνεπής στο ρεαλιστικό κίνημα της εποχής του, συλλαμβάνει και πλάθει με αριστοτεχνικό τρόπο ένα ψυχικό δράμα χαρακτήρων, όπου χάσκουν ξέσκεπα στο θαμπό και καταθλιπτικό νορβηγικό φως πληγές και κραυγές αβάσταχτης απελπισίας∙ νευρώσεις, ενοχές, ματαιώσεις, αμφισβήτηση κοινωνικών και ηθικών προτύπων, πάλη με τον εαυτό, τις αναστολές, τους πόθους και τις προσδοκίες συνιστούν τα πολλαπλά θεματικά ζητήματα που πάλλονται με οδύνη πάνω στη σκηνή.
Παρόν και παρελθόν περιπλέκονται σε μια φονική σύγκρουση, καθώς ο Ibsen, καινοτομεί και καταργεί τους μακρόσυρτους μονολόγους, προβάλλει τον ιδιαίτερο ρόλο της ασφυκτικής σχέσης αίτιου και αιτιατού και φωτίζει την προσωπική συντριβή με απλό, λιτό αλλά συγκλονιστικό λόγο∙ η Hedda, πνευματική κόρη του Ibsen, καθίσταται μια διαχρονική προσωπικότητα, μια αντιηρωΐδα, τον ψυχισμό της οποίας ο Ibsen ξεσκεπάζει στη σκηνή ανάγλυφα και αποστασιοποιημένα, χωρίς να κρίνει, χωρίς να παίρνει θέση, ως συνεπής νατουραλιστής δημιουργός.
Παράλληλα, ο Ibsen, ψυχογραφώντας τους χαρακτήρες του, προβάλλει την εικόνα μιας ματαίωσης, ενός βαθέως πεσιμισμού και μιας τραγικής αποτυχίας του ιδεαλισμού∙ οι ιψενικοί ήρωες ματώνουν από την αδυναμία να επιδείξουν εξωστρέφεια και να υλοποιήσουν τα οράματά τους. Οπότε, διαψεύδονται οι προσδοκίες τους και οι ίδιοι βουλιάζουν στην απόγνωση καθώς η δημιουργική τους δύναμη λιμνάζει, χωρίς να κορυφώνεται σε ένα απτό αποτέλεσμα.
Η σκηνοθετική οπτική του Δημήτρη Γεωργαλά αντιλήφθηκε το βάθος του ιψενικού σύμπαντος και δημιούργησε μια σκηνοθετική εικονοποίηση, η οποία απελευθερώνει τολμηρά, ανάγλυφα και με ενάργεια το συναίσθημα, τις εντάσεις, τις δονήσεις και τα τραύματα των χαρακτήρων∙ η σκηνοθεσία αναπλάθει τις εσωτερικές κραυγές των ηρώων και τις αφήνει να αναδυθούν στη σκηνή έως την τελευταία σταλαγματιά τους, προβάλλοντας με προσεγμένη κι ελεγχόμενη υπερβολή και τόλμη κάθε συναισθηματική πτυχή του ρόλου.
Το σύνολο του θιάσου δημιουργεί ένα όλον που αγκαλιάζει παθιασμένα το ιψενικό έργο, αφήνοντας να κυλήσουν ελεύθερες οι υπόρρητες σημασίες των πράξεων, του λόγου, των διαλόγων, της πλοκής∙ ο σκηνοθέτης έχει αντιληφθεί, έχει αφουγκραστεί τα ψυχολογικά μονοπάτια και ίχνη του κάθε χαρακτήρα, με αποτέλεσμα η σκηνοθετική καθοδήγηση να προβάλλει εκ των ένδον τις μεταπτώσεις, τις μεταλλάξεις και τις συναισθηματικές αποχρώσεις των χαρακτήρων.
Το πορτρέτο της Hedda απεικονίζεται με αδιατάρακτη ενσυναίσθηση, διορατικότητα και λεπτομέρεια∙ η Τζούλη Σούμα ως Hedda βρίσκεται στη διάπυρη στιγμή της, ερμηνεύοντας έναν μεγάλο ρόλο με μεγάλη υποκριτική δεξιοτεχνία∙ η Hedda της Τζούλης Σούμα βιώνει και αποτυπώνει με συγκλονισμό τις πολλαπλές συναισθηματικές και χαρακτηριολογικές πτυχές της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας. Η Hedda ακροβατεί ευφυώς από τον σαδισμό, στην ψυχρή κυνικότητα, τη μοχθηρία και τον φθόνο, από την ερωτική δίψα στην απαγορευτική αναστολή, από την ηρεμία στην άρνηση και την καρτερία, την εκδικητικότητα, την επιθετικότητα, την υστεροβουλία και την αυτοκαταστροφικότητα.
Η Τζούλη Σούμα – μέσω μιας πάντοτε καλοδουλεμένης άρθρωσης – αναπαριστά με ενάργεια, ευθυβολία, πάθος και μένος ολόκληρο το σκοτεινό σύμπαν των ταυτοτήτων του χαρακτήρα∙ ως εκ τούτου ο θεατής βουλιάζει σε μια μέθεξη, καθώς αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα μιας τραγικής λύτρωσης, η οποία – όπως κάθε τραγική λύτρωση – λύεται με θάνατο.
Ωστόσο, η Hedda της Τζ. Σούμα αποκαλύπτει και μια εικόνα που ανασαλεύει απελπισμένα παγιδευμένη σε ένα βαρύ κρίμα, καθώς πίσω από την πεισιθάνατη αύρα της Hedda, κρύβεται μια προσωπική συντριβή κι ένας βαθύς φόβος˙ το μικρό κορίτσι του ισχυρού πατέρα, δέσμιο και καταπιεσμένο από την αυστηρότητα της ανατροφής και των κοινωνικών κωδίκων, ασφυκτιά απεγνωσμένα, αδυνατώντας να απελευθερώσει τις μύχιες προσδοκίες και επιθυμίες ζωής. Ως αποτέλεσμα ο κρυμμένος φόβος και η οι αμαρτωλές αυταπάτες οδηγούν σε προσδοκίες και επιθυμίες θανάτου – οι οποίες, αλίμονο, υλοποιούνται με τον πιο επαίσχυντο τρόπο.
Ο Δημήτρης Γεωργαλάς ως Jørgen Tesman επεξεργάζεται με συνέπεια και ευαισθησία έναν ρόλο που χρειάζεται μια ιδιαίτερη και ενδελεχή ισορροπία στην ερμηνευτική διαχείριση για να μην χαθεί στην αφέλεια – κάτι το οποίο δεν έχει διαφύγει από τον ηθοποιό – σκηνοθέτη Δ. Γεωργαλά∙ ο Δ. Γεωργαλάς χαρίζει έναν εξαιρετικό Jørgen Tesman, μια ολοκληρωμένη εικόνα της προσωπικότητάς του αποκωδικοποιώντας με δεξιότητα και ρεαλισμό την προσωπικότητα του ερωτευμένου, τυπολάτρη, ευσυνείδητου, σχολιαστικού – αλλά και απελπισμένου – συζύγου.
Η Thea Elvstet της Μαργαρίτας Βαρλάμου ερμηνεύει εύστοχα έναν καλοδουλεμένο ρόλο με μοντέρνες και τολμηρές αποχρώσεις που εντείνουν τις συγκινησιακές δονήσεις του δράματος, ενώ ο Eilert Løvborg του Βαγγέλη Παπαδάκη ερμηνεύει με σθένος και παρορμητικότητα μια προσωπικότητα με έντονα χαρακτηριολογικά στοιχεία ενός οιονεί poète maudit. Η Juliane Tesman της Λένας Φραγκούλη εξισορροπεί με τη γλυκύτητα την επιείκειά της το ζοφερό σκηνικό, ενώ ο Δικαστής Brack του Νίκου Δερτιλή ερμηνεύει με ροκ εντάσεις τον αδίστακτο και επικίνδυνο οικογενειακό φίλο.
Η μετάφραση του Δημήτρη Γεωργαλά δίνει ένα κείμενο που μιλιέται και ρέει στη σκηνή αναδεικνύοντας τα δραματικά στοιχεία του έργου, τα κοστούμια του Δημήτρη Ντάσιου και τα σκηνικά του Βασίλη Αποστολάτου αποδίδουν με την ιδιαίτερη αισθητική τους την διαχρονικότητα της πλοκής και των χαρακτήρων. Τέλος, η μουσική των Αλέξανδρου Χρηστάρα και Μιχάλη Νιβολιανίτη σε συνδυασμό με τους τολμηρούς φωτισμούς ολοκληρώνουν την τολμηρή και μοντέρνα εικονοποίηση της παράστασης.
Αχ Hedda, δεν το είδες εκείνο το γιατί που κρέμασε τη θλίψη του στην άκρη της σκανδάλης κι έγινε έρεβος το φως και πάγος η ελπίδα…κι έμεινε η σπλάχνιση βουβή σαν την ξενιτεμένη κόρη, πολλά τα κρίματα που μπλέχτηκαν στα μαύρα σου αγκάθια…δεν τα άντεξες Hedda τα κρίματα του κόσμου κι είπες να φύγεις, αφήνοντας πίσω σου τον ματωμένο ρόγχο μιας απουσίας…
Πεντέλη, 04042023