Ο σύγχρονος Βρετανός συγγραφέας Andrew Cowie έχει προσφέρει τη ζωή του στο θέατρο. Στην παραγωγή του περιλαμβάνονται θεατρικά έργα και προσεκτικές μεταφράσεις έργων του Anton Chechov (Антон Чехов), Friedrich Schiller και August Strindberg, ενώ παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα αφιερώνει χρόνο στην υποκριτική, τη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία. Το έργο του William Shakespeare κατέχει σημαντική θέση στην καρδιά του και η σφραγίδα της τεχνικής του κορυφαίου αυτού Άγγλου δραματουργού και ποιητή κάνει ενίοτε την εμφάνισή της στη δομή και στο timing του κτισίματος ορισμένων θεατρικών σκηνών του.
Ο ευφάνταστος και πάντα φιλέρευνος νέος σκηνοθέτης (θεάτρου και κινηματογράφου) Θοδωρής Βουρνάς, του οποίου τις άρτια δουλεμένες παραγωγές παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τον οποίον πραγματικά χαιρόμαστε να βλέπουμε με σεμνότητα, εργατικότητα και με ένα ταλέντο τόσο καρποφόρο, να εξελίσσεται και να ανεβαίνει με ταχύτατους ρυθμούς, επέλεξε να παρουσιάσει το έργο με τίτλο “Η Ζωή μου στην Τέχνη” (My Life in Art) του Cowie, που είχε δεχθεί την παγκόσμια πρώτη του το 1998 (Birmingham, The Custard Factory, 1/7/1998). Ο τίτλος του έργου είναι προφανώς δανεισμένος από εκείνον της διάσημης αυτοβιογραφίας του μεγάλου Ρώσου ηθοποιού και σκηνοθέτη Konstantin Stanislavski (Константин Станиславский).
Ο Βουρνάς είχε και παλαιότερα (4/2014 και 11/2014) αντιμετωπίσει το ίδιο θεατρικό oeuvre. Δεν είναι δίχως λόγο που επιστρέφει σε αυτό: με απολύτως ανανεωμένη διάθεση, διαφορετικούς συντελεστές και μετάφραση, προσφέρει μία φρέσκια όσο και απολαυστική διδασκαλία. Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της νέας παραγωγής (4/2, Θέατρο 104) και ομολογούμε ότι γοητευτήκαμε από την σπινθηροβόλα άποψη ενός έργου γεμάτου ιδέες.
Ειδικότερα, η υπόθεση αφορά στη σχέση τριών ανθρώπων του θεάτρου, του σκηνοθέτη Graham, και των δυο ηθοποιών του, Stephen και Rebecca. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών για το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου βασισμένο στο επικό σατυρικό ποίημα “Don Juan” του Lord Byron, αποκαλύπτεται ο έρωτας του δεύτερου για την τρίτη, αλλά και του πρώτου για τον δεύτερο. Και δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία η επιλογή του βυρωνικού έργου, καθώς σε αυτό. ο Don Juan (ρόλο τον οποίον προετοιμάζει ο Stephen) δεν εμφανίζεται ως κυνηγός γυναικών, αλλά ο ίδιος αποτελεί θύμα αποπλανημένο από τις όμορφες ηρωίδες. Μόνον ο Byron θα μπορούσε να αναπτύξει -και με πόση επιτυχία!- έναν τέτοιο χαρακτήρα.
Ο Βουρνάς βρίσκει με ευαισθησία και ένστικτο τον παλμό του κειμένου, ενώ με φτεροπόδαρες ταχύτητες, ευστροφία και ενίοτε αστραπιαίες ατάκες, δίνει φως, χρώμα και συναίσθημα στο έξυπνο, γεμάτο χιούμορ, σαρκασμό, ένταση, αλλά και άφθονη τρυφερότητα, κείμενο του Cowie.
Οι τρεις νέοι ηθοποιοί, Φιόνα Γεωργιάδη (Rebecca), Δημήτρης Γκοτσόπουλος (Stephen) και Βαγγέλης Σαλευρής (Graham), δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, πετυχαίνοντας ακριβώς την κατάλληλη εκείνη ενέργεια που απογειώνει μία παράσταση. Οδηγούν με άμεσο τρόπο στην επιφάνεια τα πολλά ερωτηματικά σχετικά με τον έρωτα, το ηθικά διλήμματα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ανασφάλειες, τις εντάσεις, τον ενθουσιασμό, τον εκνευρισμό, αλλά και τα ερωτικά συναισθήματα των ηρώων. Πρόκειται για ένα έργο του οποίου η σκηνική επιτυχία εν πολλοίς εξαρτάται από τη σωστή σκηνοθετική καθοδήγηση όσο και από την αρμονική σύμπραξη και συνύπαρξη των τριών πρωταγωνιστών, αρετές που στην εν λόγω παράσταση απολαύσαμε από την αρχή μέχρι το τέλος.
Η μετάφραση της Κατερίνας Βαϊμάκη κρίνεται λειτουργική και ρέουσα. Το αφαιρετικό σκηνικό, με κάποια ελάχιστα έπιπλα επί σκηνής, τα όμορφα, νεανικά, ρούχα των πρωταγωνιστών (επιμέλεια σκηνικών και ρούχων, Σοφία Λεγάτου), η εύστοχη κίνηση των ηθοποιών (κινησιολογία, Ντέπυ Γοργογιάννη) και ο μελετημένος φωτισμός (σχεδιασμός φωτισμού, Αποστόλης Κουτσιανικούλης), συνδράμουν στην επιτυχία της παραγωγής. Επίσης, δεν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι πολύ μάς άρεσαν τα εμβόλιμα αποσπάσματα του αθάνατου συμφωνικού ποιήματος Don Juan, Op. 20, του Richard Strauss, που ακούγονταν κατά τη διάρκεια των δοκιμών του ομώνυμου βυρωνικού έργου (μουσική επιμέλεια, Σίσσυ Βλαχογιάννη). Παρενθετικά προσθέτουμε, βέβαια, ότι ο Strauss εμπνεύστηκε τη μουσική του όχι από τον Byron, αλλά από ένα άλλο αριστουργηματικό ποίημα, εκείνο του Nikolaus Lenau, με τον ίδιο πάντα τίτλο, το οποίο, όπως ακριβώς και εκείνο του προαναφερθέντος Άγγλου Φιλέλληνα, δεν ολοκληρώθηκε λόγω θανάτου του συγγραφέα.
Ακόμη, ήταν τόσο ευχάριστο να νιώθεις το κοινό να απολαμβάνει κάθε στιγμή της παράστασης και να αντιδρά πότε με έκπληξη και πότε με αυθόρμητο γέλιο.
Συνοψίζοντας, μια όντως καλογραμμένη όσο και επίκαιρη κωμωδία καταστάσεων, με πολλές ανατροπές, σκηνοθετημένη με γούστο και τεχνική από έναν νεαρό μάστορα της σκηνής, όπου όλα λειτουργούν σωστά, τόσο σε υποκριτικό όσο και σε εικαστικό επίπεδο.