ΚΟΑ: Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἀρ. 4! Ἕλληνες συνθέτες μελοποιοῦν Καβάφη…

 τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Τριακοστό τρίτο 2013.

 

ΩΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΩΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ τῆς Κρατικῆς Ὀρχήστρας Ἀθηνῶν ὁ καλλιτεχνικὸς διευθυντὴς Βασίλης Χριστόπουλος, καταρτίζει μέχρι στιγμῆς προγράμματα μὲ κριτήρια ἐξωμουσικά: φιλολογικὰ στὴν ἀρχή, γεωγραφικὰ κατόπιν. Ἄλλοτε τοῦ «βγαίνουν» (γ΄ συναυλία τοῦ «ἀμερικανικοῦ» κύκλου), ἄλλοτε ὄχι:  ὅπως ἡ β΄, ἀφιερωμένη κυρίως στὸν νερόβραστο Κόπλαντ, ποὺ δὲν ἄκουσα, καὶ ἡ δ΄―ἐλπίζω τελευταία. Τρία μόνον ἔργα: δύο «γηγενῶν» Ἀμερικανῶν, καὶ ἡ πασίγνωστη, ὡραιότατη καὶ μυριοπαιγμένη Συμφωνία, ἀρ. 9, μι ἐλ. ἔργο 95 «τοῦ Νέου Κόσμου» τοῦ Τσέχου ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841-1904).

ΜΠΕΡΝΣΤΑΪΝ, ΛΕΟΝΑΡΝΤ (1918-1990), ἀμερικανοεβραῖος: Τὸν γνώρισα ὡς ἀρχιμουσικὸ πρὸ δεκαετιῶν (Πέμπτη Συμφωνία Μπετόβεν, Ἡρώδειο): ἄφησε ἐντυπώσεις ἐπιδειξία ἀμερικάνου κονφερανσιέ, μὲ  κάλπικο, χυδαῖο καὶ ἐπιθετικὸ «κέφι»: κυριολεκτικὰ χόρευε πάνω στὸ πόντιουμ, ἰταμὰ ἀγνοώντας ἔργο καὶ συνθέτη. Ὡς συνθέτης, ἀραδιάζει ἀπερίσκεπτα νότες στὸ χαρτί: ὅ,τι δικό του γνωρίζω, στερεῖται βάθους. Τὸ ἔλλειμμα ψιμμυθιώνει ὅμως καλὴ ἐνορχήστρωση καίτοι  πλῆθος συνθετῶν κινηματογραφικῆς μουσικῆς τὸν ξεπερνοῦν παρασάγγες. Μόνη του ἐπιτυχία τὸ μιούζικαλ «Οὐέστ Σάϊντ Στόρυ», οὐσιαστικῶς ἐλαφρὰ μουσική (α΄ ἐκτ. Μπρόντγουαιη, Winter Garden Theatre,  26.9.1957, σκηνοθεσία-χορογραφία ὅμως τοῦ μεγάλου Τζέρομ Ρόμπινς). Εἶχε προηγηθεῖ, (κείμ. Λίλιαν Χέλλμαν κατὰ τὸ ὁμώνυμο ἀφήγημα τοῦ Βολταίρου) ἡ δίπρακτη ὀπερέτα «Candide», δηλαδὴ ἁπλοϊκὰ καλόψυχος (α΄ ἐκτ. Μπρόντγουαιη, 1.12.1956, τελικὴ γραφή: 1989), ἀπὸ τὴν ὁποία παίζεται συχνὰ μόνο ἡ τερπνή, σύντομη, πολυθεματικὴ εἰσαγωγή. Ἄψογη ἑρμηνεία Βασίλη Χριστόπουλου. Ἀπορῶ ὅμως μὲ τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸ Ἰσραὴλ: ὑπερπροβάλλοντες τριτοκλασάτους (Κόπλαντ, Μπερνσταϊν) λησμονοῦν κολοσσούς τους ὅπως οἱ Ἔρνστ Μπλὸχ (1880-1959) καὶ Βίκτωρ Οὔλλμαν (1898-1944), συνθέτης μιᾶς ἀπὸ τὶς θαυμαστότερες ὄπερες τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸν «Αὐτοκράτορα τῆς Ἀτλαντίδας», γραμμένη στὸ δῆθεν «ἠπιότερο» ναζιστικὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τοῦ Theresienstadt, πρὶν ἐκτελεσθεῖ στὸ Ἄουσβιτς, 18.10.1944, ὅταν ὁλοφάνερα πιὰ τὰ ναζιστικὰ κτήνη εἶχαν ἠττηθεῖ.

ΜΠΑΡΜΠΕΡ, ΣΑΜΙΟΥΕΛ (1910-1981): «Κοντσέρτο γιὰ βιολὶ καὶ ὀρχήστρα», 3 μέρη, διαρκείας 22΄,  ἔργο 14 (α΄ ἐκτ. Χέρμπερ Μπάουμελ, βιολί, Ὀρχήστρα Σχολῆς Curtis, ἀρχιμουσικός: Φρίτς Ράϊνερ, 1940). Σολίστ τῆς Κ.Ο.Α.ἡ ἰαπωνίδα Κυόκο Τανίνο, ποὺ ὑποθέτουμε μὲ ἄψογη τονικὴ καὶ καθαρότατο ἦχο. Δυστυχῶς, τὴν σκέπαζε συνεχῶς ἡ ὀρχήστρα λόγῳ τῆς ἀκουστικῆς τῆς αἰθούσης, ὄχι τόσο ἄψογης ὅσο θρυλεῖται: λ.χ. στὴ 17η σειρὰ τὴς πλατείας τὰ λιγοστὰ πνευστὰ (ἀνὰ 2 φλάουτα, ὄμποε, κλαρινέτα, φαγκότα, κόρνα καὶ τρομπέτες) καὶ κρουστὰ (τύμπανα ὀρχήστρας, ταμποῦρο), σκέπαζαν πολλαπλάσια ἔγχορδα καὶ πιάνο. Φυσικά, κάθε μαέστρος ἀκούει διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν ἀκροατὴ τὸ σολίστ, ποὺ παίζει πλάϊ του, ἀλλὰ καλὸ θὰ ἦταν νὰ γνωρίζει τὶς ἰδιαιτερότητες τοῦ χώρου. Ζήτημα εἶναι ἂν ἀκούστηκε τὸ ¼ τοῦ σολιστικοῦ μέρους. Ἀθωότατος ὅμως ὁ κ. Χριστόπουλος. Τὸ ἔργο; ἠπιότατος νεοκλασσικισμός, πυκνὸς ὅμως σὲ ἀλληλουχία ἰδεῶν, ἐνάργεια μορφῶν καὶ εὐγένεια μουσικοῦ στοχασμοῦ.

Ἡ ἔνταση προσοχῆς λόγῳ ἀκουστικοῦ ἐλλείμματος μᾶς ἐξουθένωσε. Δὲν ἀκούσαμε ἔτσι τὸν Ντβόρζακ: ὁ κ. Χριστόπουλος ἔχει ἄλλωστε ἀποδείξει στὸ ἄρτιο τὶς ἰκανότητές του ὡς ἀρχιμουσικοῦ.

*        *        *

ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ ΦΕΤΟΣ 150 ΧΡΟΝΙΑ ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ 80 ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Μοναδικοῦ τῆς ποιήσεως ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ (1863-1933), ἀνήμερα τὰ γενεθλίων του (29 Ἀπριλίου):  ὄπως συνέβη καὶ στὸν ἄλλο Μεγάλον Αἰγυπτιώτη, τὸ συνθέτη  ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ (1926-1970). Ἡ καβάφεια ἐπέτειος ἐνέπνευσε στὴν Ἕνωση Ἑλλήνων Μουσουργῶν συναρπαστικὴ συναυλία μὲ αὐτονόητα ὁρισμένες μόνον μεταξὺ δεκάδων μελοποιήσεών του ἀπὸ πλῆθος συνθετῶν, μετὰ τὶς περίφημες 14 Inventions (1925) γιὰ φωνὴ καὶ πιάνο τοῦ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ. Ἐπικυρώθηκε ἔτσι παμπάλαιη διαπίστωσή μου ὅτι τόσο, ἰδιάζων ποιητὴς ἁπλῶς… δὲν μελοποιεῖται, ὅπως ἐδήλωσε καὶ ὁ Φίλιππος Τσαλαχούρης, ποὺ μετεῖχε στὸ πρόγραμμα (βλ. πιὸ κάτψ): Ἡ βραδιὰ ἐξελείχθηκε σὲ συναρπαστικὸ «μαραθώνιο» κατακτήσεως ποιητικοῦ Ἔβερεστ, πρὶν φυσικὰ τὸ πατήσουν (29.5.1953) οἱ σὲρ Ἔντμουντ Χίλλαρυ (1919-2008), Νεοζηλανδὸς καὶ Τένζινγκ Νόργκαϋ (1914-1986), Νεπαλέζος. Ἡ ἔκφραση τοῦ καβάφειου στοχασμοῦ, τὰ ἐξαχνωμένα ἀπὸ θεϊκὰ ἀπέριττη γλῶσσα βάθη του, τὸ «ὅραμά» του, σίγουρα ὄχι μὲ τὴν τρέχουσα σημασία τῆς λέξεως, ἡ περίτεχνα φιλοσοφημένη εἰρωνία του ἐμπεριέχουν τόσο «δική τους» μουσικὴ, ὥστε κάθε προσθήκη ὀργανικοῦ ἤχου, ἢ ἀλλαγὴ τονικοῦ ὔψους φωνῆς-ῶν πάνω στὶς λέξεις, κινδυνεύει νὰ φανοῦν γελοία. Du sublime au ridicule il n’ y a qu’ un pas (γαλλ. «Ἕνα μόνο βῆμα ἀπέχει τὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸ γελοῖο»): ἐδῶ ταιριάζει ἡ σοφότατη ναπολεόντεια  ρήση. 6 ἀνεπίληπτης λεκτικῆς ἀρθρώσεως, ἑρμηνευτὲς-ἄτλαντες ἐπέλεξαν τὸ διδακτικὰ πρωτότυπο πρόγραμμα καὶ ἐπωμίσθηκαν ἡρωϊκὰ τὸ καβάφειο ποιητικὸ Σύμπαν:  Ἰουλίττα Ἡλιοπούλου-ἀπαγγελία, Παναγιώτης Ἀνδριόπουλος-μουσικὴ ἀπαγγελία, Δάφνη Πανουργιᾶ-τραγοῦδι, Νικὸλ Καραλῆ καὶ Πέτρος Μπούρας-πιάνο καὶ μουσικότατη ὁσοδήποτε ἀκατάληπτη στοὺς περισσοτέρους μας ἀπαγγελία ἀραβικὰ (Κανάρης) Roni Bou Saba.  Κακοὶ συνθέτες; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Οὔτε ἕνας! Διοργανωτικὴ παράλειψη: τὸ πρόγραμμα ἀποσιωποῦσε χρονολογίες συνθέσεως τῶν ἔργων, ἐπηρρεάζοντας κάπως τὴν ἀξιολόγησή τους. Τὴν ἐκδήλωση ἄνοιξε σύντομη πυκνὴ εἰσήγηση-χρονικὸ τῶν καβάφειων μελοποιήσεων ἀπὸ τὸν κ. Ἀνδριόπουλο: ἐπιβάλλεται δημοσίευση κειμένου πυκνότατου καὶ ἐμπεριστατωμένου. Τὰ ἔργα:

1) ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, ΑΝΤΙΟΧΟΣ (1903-1981): «Θερμοπύλες», ἀπὸ τὰ 4 καβαφικὰ γιὰ μεσόφωνο καὶ ἔγχορδα ἢ πιάνο (1964). Ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἔργα συνθέτου ἀδίκως παραμερισμένου, πυκνῆς μεταρρομαντικὰ διάφωνης γραφῆς προσεγγιζούσης  ἐντιμότατα τὸ ποίημα.

2) ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ Α. (1910-1989): «Κεριά» (1953).Ἔργο τῆς α΄ περιόδου συνθέτου πολυγράφου. Πιανιστικὰ ἐμφατικό, φωνητικὰ ἄσχετο μὲ τὴν ποίηση, ἁπλῶς λειτουργήσασα προσχηματικῶς.

3) ΚΟΥΡΟΥΠΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ (γ. 1942): «Ἀπολείπειν ὁ Θεὸς Ἀντώνιον». Κάπως ξένο στὴν ποίηση, φωνὴ καὶ πιάνο μὲ μακρινοὺς ἀπόηχους γαλλικῆς mélodie.

4) ΚΑΝΑΡΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ (γ. 1963): 3 ἀπὸ 4  «καβάφεια» τραγούδια, πρῶτο καὶ τρίτο α΄ ἐκτέλεση· α) « Ἰδανικὲς φωνὲς» β) «Τείχη» γ) «Ἡ Πόλις» (προδήλως 2013). Ὁ πρῶτος μέχρι στιγμῆς ποὺ ἀντιμετώπισε τὴν κρυφὴ δραματουργία ποιήσεως τρομερῆς, μὲ εὐαισθητοποιημένη στὰ κείμενα πιανιστικὴ γραφὴ καὶ φωνητικὴ γραμμή. Συνθέτης μὲ προσωπικότητα σὲ ὅ,τι δικό του ἔχω ἀκούσει, ἀξίζει μείζονα προσοχή.

5) ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΘΟΔΩΡΟΣ (γ. 1935): α) «Ὅταν διεγείρονται». β) Γιὰ νἄρθουν». γ) «Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους». δ) «Ἡ δόξα τῶν Πτολεμαίων». Καίτοι πολυγραφότατοςς, ὁ Ἀντωνίου σχεδὸν πάντα αἰχμαλωτίζει. Συνδυάζοντας ἀπαγγελία, τραγοῦδι καὶ «προετοιμασμένο» πιάνο, προσέγγισε χάρη καὶ σὲ πεῖρα  πλούσιότατη τὴν ἑκάστοτε ποιητικὴν οὐσία.

6) ΤΣΑΛΑΧΟΥΡΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ (γ. 1969): «Τὸ Νιχῶρι». Σώφρων μελοποίηση νεανικοῦ, ποήματος «παραδοσιακῆς» δομῆς, μὲ ἔκδηλο τὸν τσαλαχούρειο ἔρωτα γιὰ τὸν Καλομοίρη, λεπτότερα ὅμως ἐμπρεσσιονιστικό.

7) ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΑΚΩΒΟΣ (γ. 1963): «Chè fece…il gran rifiuto» (2013). Πάνω στὸ «ὀστινάτο» διαστήματος ὀγδόης (πιάνο στὴν ψηλὴ περιοχὴ), σχόλιο μὲ σαφεῖς τονικὲς νύξεις ἀλλὰ καὶ παράδοξα ξενίζουσα, ἀνάλαφρη, θὰ ἔλεγα, φωνητικὴ προσέγγιση,

8) ΜΠΑΛΤΑΣ, ΑΛΚΗΣ (γ. 1948) «Ἡ Πόλις» (2013). Εὐφυὴς συνδυασμὸς ἀφηγητοῦ, φωνῆς καὶ πιάνου σὲ εὔγλωτο σχολιασμὸ ποιήσεως καὶ ἐνυπαρχούσης δραματουργίας.

Γενικὰ: ὑποδειγματικὰ σημαντικότατη ἐκδήλωση τῆς περιόδου, ποὺ εὐχαρίστως ξανακούγαμε μόλις τελείωσε. Πρὸς παραδειγματισμὸν  (ἐμένα μοῦ λές; ) ὤτων μονίμως καὶ σκοπίμως μὴ ἀκουόντων… (Ἑλληνοαμερικανικὴ Ἕνωση, 26.11.2013).